Ανθρώπινες στιγμές του ανθρώπου Μίκη Θεοδωράκη

Θανάσης Γιαπιτζάκης
Θανάσης Γιαπιτζάκης

Κι όταν λέμε άνθρωπος Μίκης, δεν εννοούμε την ανθρωπιά του - αυτή που, άλλωστε, έχει διαποτίσει τις κοινωνικές προσπάθειές του και το μουσικό έργο του. Αλλά τον άνθρωπο Μίκη, που, με τη σειρά του, δεν ξέφυγε από τη μοίρα όλων των ανθρώπων, από την φθορά του χρόνου και από τον θάνατο.

Του Θανάση Γιαπιτζάκη

 

Λαχτάρησα μια χώρα, γυρεύω ένα νησί, που οι άνθρωποι να λένε ό,τι μου λες κι εσύ

 

 Στίχοι του Ιάκωβου Καμπανέλλη, μελοποιημένοι από τον κορυφαίο μας συνθέτη - που αποδείχθηκε από τη ζωή του (που τώρα μόλις την έχασε, άνθρωπος κι αυτός όπως όλοι μας) ότι δεν ήταν μόνο συνθέτης. Με στερνή απόφαση δικιά του, διάλεξε να θαφτεί στο νησί τού πιο πάνω τραγουδιού, στη γη των προγόνων του εκεί στον Γαλατά των Χανίων - και να πει, σαν τον Οδυσσέα του Νίκου Καζαντζάκη, «Κρήτη, καλώς σε βρήκα».

      Κι όταν λέμε άνθρωπος Μίκης, δεν εννοούμε την ανθρωπιά του - αυτή που, άλλωστε, έχει διαποτίσει τις κοινωνικές προσπάθειές του και το μουσικό έργο του. Αλλά τον άνθρωπο Μίκη, που, με τη σειρά του, δεν ξέφυγε από τη μοίρα όλων των ανθρώπων, από την φθορά του χρόνου και από τον θάνατο. Όπως είχαν πει κάποτε: «Πέθανε ο Παλαμάς. Είχαμε ξεχάσει ότι ήταν θνητός».

      Ο άνθρωπος Θεοδωράκης λοιπόν. Ο ίδιος έλεγε: «Ο άνθρωπος είναι αυτό που ζει κι αυτό που σκέπτεται. Ο άνθρωπος είναι οι άλλοι που συναντά και τα βιβλία που διαβάζει». Και συμπλήρωνε για τον εαυτό του: «Ο πατριωτισμός μου, ειδικά, ήταν ο πατέρας μου και η μάνα μου. Είχα από τη δεύτερη μια χαμένη πατρίδα που δεν επρόκειτο ποτέ να τη γνωρίσω. Και από τον πρώτο δυο πατρίδες, μια μυθική, την Κρήτη, και μια πραγματική, την Ελλάδα».

      Καθώς όμως όχι  μόνο η πατρίδα του, η Ελλάδα, που τον ταλαιπώρησε και τον αποθέωσε σε ίσες δόσεις, αλλά και όλα τα κράτη της Γης μιλάν γι’ αυτόν με αφορμή τον θάνατό του (αν έχουν θάνατο όσοι η μοίρα τους όρισε να μείνουν αθάνατοι), εμείς θα σκύψουμε στη σκιά του, που είναι ακόμα ορατή, για βρούμε στιγμές του και σκέψεις του καθημερινές της ζωής του. 

      Και θ’ αρχίσουμε από το τέλος.

      Το ημερολόγιο γράφει 19 Ιουνίου του 2017 - και στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο χίλιοι χορωδοί απ’ όλη την Ελλάδα ερμηνεύουν μερικά από τα τραγούδια του με τη συνοδεία της Συμφωνικής Μαντολινάτας. Μαζί τους και ο ίδιος ο μεγάλος δημιουργός, που - παρά το προχωρημένο της ηλικίας του τότε, στα ενενηνταδύο του χρόνια - έχει ζητήσει όχι μόνο να παρίσταται, αλλά και να διευθύνει το φινάλε της συναυλίας, που ήταν η «Άρνηση» του Γιώργου Σεφεριάδη, του Σεφέρη όπως τον ξέρουμε οι πολλοί («Στο περιγιάλι το κρυφό…») Μια ανθρώπινη στιγμή του - μπροστά στους άλλους ανθρώπους: Ο Μίκης Θεοδωράκης, με δάκρυα στα μάτια, να διευθύνει. Και ένα κατάμεστο Καλλιμάρμαρο να τον αποθεώνει, τρέμοντας από συγκίνηση. Ίσως την καλύτερη περιγραφή του περιστατικού την έκανε η σελίδα «Φίλοι του Μίκη Θεοδωράκη» γράφοντας: «Ο άνθρωπος που δεν έκλαψε όταν του συνέθλιψαν το πόδι και όταν τον έθαψαν ζωντανό στη Μακρόνησο, όταν τον πέταξαν μέσα σε βόθρο στην Ικαρία , όταν τον πήγαιναν για εκτέλεση στην Τρίπολη, όταν έκανε αιμόπτυση στον Ωρωπό, μόλις έχει τελειώσει την διεύθυνση της «Άρνησης» κι ένας λυγμός τού ξεφεύγει. Λυγίζουν και οι Γίγαντες!»

      Ακόμα και οι τελευταίες του στιγμές ήταν τρομερά δύσκολες. Μας το είπε αυτό η κόρη του η Μαργαρίτα, που όλοι την είχαμε μάθει σαν τραγούδι «Πρωί πρωί την πότιζα φιλιά, | το δειλινό την πήραν τα πουλιά, | αχ Μαργαρίτα μαγιοπούλα, | αχ Μαργαρίτα μάγισσα»: «Υπέφερε, δεν ήθελε να ζήσει άλλο, τα πνευμόνια του δεν λειτουργούσαν. Δεν μπορούσε να μιλήσει τις τελευταίες μέρες, ήταν σε πολύ δύσκολη κατάσταση, ήθελε να πεθάνει, μας παρακαλούσε, να πεθάνει, να τον σκοτώσουμε, να βρούμε μια ένεση. Είχε πολύ μεγάλο πρόβλημα. Δυστυχώς πέθανε οδυνηρά» υπογράμμισε. 

      Πολύ πιο πριν, σε ανθρώπινες στιγμές του, ο Μίκης Θεοδωράκης μίλησε για τις απώλειες των αγαπημένων του, για την τελευταία του κατοικία, για την αθανασία, για τον θάνατο, για τον Θεό.

     Για τον χαμό των δικών του άφησε όλο τον συναισθηματισμό του να τον καταβάλει. Με αυτά τα λόγια μίλησε για τον Κρητικό πατέρα του Γιώργο Θεοδωράκη: «Όταν πέθανε ο πατέρας μου έπαθα ίλιγγο, ήθελα να πεθάνω. Στο τέλος κατάλαβα ότι γράφω τραγούδια μόνο για να χαίρεται ο μπαμπάς μου». Με αυτά τα λόγια μίλησε για την Μικρατιάτισσα μητέρα του Άσπα (Ασπασία) Πουλάκη: «H μητέρα μου, όταν πέθανε ο πατέρας μου, έπαψε να μιλάει και δεν έπινε νερό. Είμασταν από επάνω της ο αδελφός μου κι εγώ και είπε πριν φύγει: «Γιώργο, έρχομαι…» Με αυτά τα λόγια μίλησε για τον αδελφό του Γιάννη Θεοδωράκη: «Όταν αρρώστησε ο Γιάννης, πίστευα ότι έχω μια υπερφυσική δύναμη κι ότι θα εμποδίσω τον Χάρο να μπει στο δωμάτιό του μέσα (Ο Μίκης το λέει αυτό, όπως έκανε στην Ελληνική Μυθολογία ο Ηρακλής, τότε με την Άλκηστη). Έτσι, έμεινα μαζί του μέρα-νύχτα στις τελευταίες του δέκα μέρες, μέχρι που ξεψύχησε στα χέρια μου. «Μίκη μου, φεύγω» μου είπε στο τέλος. Μετά δεν ήθελα να ζήσω. Πήγαινα στο Βραχάτι, ήμουνα χαμένος με τον Γιάννη. Δεν ξεπερνάμε τις απώλειες».

      Μίλησε και για το τέλος της δικιάς του ζωής: «Έχω μία έλλειψη πολύ μεγάλη, μού λείπουν πολύ οι γονείς μου και ο αδελφός μου. Γι’ αυτό, το τέλος μου θέλω να είναι στον Γαλατά, για να είμαστε όλοι μαζί. Είμαι πολύ υλιστής, δεν πιστεύω ότι θα τους συναντήσω ξανά. Όταν κάποιος είναι νεκρός, είναι πέτρα, δεν είναι τίποτα. Εδώ κάθε μέρα  χάνονται γαλαξίες ολόκληροι. Γεννιούνται γαλαξίες και χάνονται. Ε, μην είμαστε τόσο εγωιστές».

     Μίλησε για τη ζωή: «H ζωἠ είναι δωρεά, ερχόμαστε στον κόσμο για να δημιουργήσουμε, να ερωτευτούμε, να σπείρουμε απογόνους». Και για την αθανασία: «O άνθρωπος γίνεται αθάνατος μόνο με τα πνευματικά έργα, οι αρχαίοι Έλληνες είναι αθάνατοι, διότι μέσα στην Αντιγόνη υπάρχει η πνοή τους». Και, τέλος, είπε την γνώμη του για τον Θεό: «Ο Θεός για μένα είναι νόμος της συμπαντικής αρμονίας». 

Χάθηκα μες στα μάτια σου 

και στη δική σου μοίρα 

      Κάποια στιγμή στη ζωή του, με αφορμή το ξανανέβασμα της παράστασης «Του Νεκρού Αδερφού» το 2015, είχε πει να γραφεί στον τάφο του «Πολέμησε στον Δεκέμβρη». Τότε, στα Δεκεμβριανά δηλαδή. Για το επιτύμβιο αυτό επίγραμμά του (που παραπέμπει στο αντίστοιχο επιτύμβιο του Αισχύλου που θέλησε κι εκείνος να μην πούνε ότι ήταν ποιητής, αλλά ότι  είχε πολεμήσει ενάντια στους Πέρσες στη Μάχη του Μαραθώνα) ο Μίκης Θεοδωράκης - διανύοντας τότε τα ενενήντα του χρόνια - είχε πει  ότι επέλεξε μια φράση που να μην αναφέρεται καθόλου στο μουσικό του έργο, αλλά σε μια στιγμή της ζωής του: Όταν, συμπαραταγμένος με τον εφεδρικό ΕΛΑΣ της Αθήνας, πολέμησε ενάντια στους Άγγλους το 1944.

      Άλλη ανθρώπινη στιγμή του τον Αύγουστο 2003, μια χρονιά πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Μέσα στην καλοκαιρινή ραστώνη μιας Αθήνας που ακόμη δεν έχει ζήσει μνημόνια και πανδημίες, συνταράσσει η είδηση για μεγάλη συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη. Αλλά όχι μια ακόμη συναυλία. Αυτή τη φορά ήταν μια εκδήλωση σε χώματα ποτισμένα με αίμα, με δάκρυα, και με πόνο.  Επάνω στη Μακρόνησο, στο κολαστήριο για χιλιάδες Έλληνες από τον Εμφύλιο και μετά. Ένα νησί γεμάτο ξερολιθιές και πουρνάρια, χωρίς δέντρα. Τα τάγματα, τα κτίρια, οι σκηνές που τις έπαιρνε ο αέρας, φωτογραφίες από πρόσωπα γνωστά και άγνωστα. Εξόριστοι σκοτεινών εποχών: Ο Μίκης, ο Κούνδουρος, ο Κατράκης, ο Βέγγος, ο Λουντέμης, ο Απόστολος Σάντας που με τον Μανώλη Γλέζο είχαν κατεβάσει την τεράστια χιτλερική σημαία από την Ακρόπολη. Όλοι εκεί, παρόντες και απόντες. Και μαζί με τη συναυλία, μια φρικτή ανάμνηση του Θεοδωράκη: «Με έθαψαν ζωντανό, με το κεφάλι έξω, σε ένα μνήμα στους τάφους των Τούρκων, με άφησαν για δύο μερόνυχτα και ήμουν αναγκασμένος να δαγκάνω ουρές και κεφάλια αρουραίων, για να μην με φάνε στο πρόσωπο»!

      Στο στρατόπεδο της Μακρονήσου βασανίζεται μέχρι παράλυσης. Μετά από παρέμβαση του πατέρα και του θείου του, ανώτερων κρατικών υπαλλήλων, απολύεται ως ανάπηρος. Στα τέλη του 1949 στέλνεται στα Χανιά, όπου και αναρρώνει. Το 1950 όμως επιστρέφει στην Αθήνα κι εκεί αποφοιτά από το Ωδείο με δίπλωμα στην Αρμονία. Ύστερα, υπηρετεί το υπόλοιπο της θητείας του στην Αλεξανδρούπολη, στην Αθήνα, στα Χανιά. Το 1950 αποπειράται να αυτοκτονήσει (μια ακόμα ανθρώπινη προσωπική στιγμή του Μίκη Θεοδωράκη, ποιός το ξέρει κι αυτό!) λόγω των συνεχών προκλήσεων που αντιμετώπιζε, όμως γλύτωσε τον κίνδυνο και το 1951 απολύεται οριστικά από τον στρατό. Φεύγει για σπουδές στο Παρίσι.

      Σχεδόν είκοσι χρόνια αργότερα, είχανε πάει και τον είχαν βρει στο εξοχικό του σπίτι στο Βραχάτι. Και γράφανε ανάμεσα στα άλλα τους: «Είναι απομεσήμερο. Ο ήλιος ξεροψήνει την Πελοπόννησο. Μπροστά μας η θάλασσα απλώνεται ακίνητη. Ο Θεοδωράκης σηκώνεται για να πάρει από το ψυγείο μια πορτοκαλάδα. Οι πλάτες του γέρνουν κάπως από το βάρος μιας έντονης ζωής που κλείνει μέσα της νίκες και ήττες, χαρές και πίκρες, όνειρα κι αυταπάτες. Ποιός είναι,  αλήθεια, ο Μίκης Θεοδωράκης; Τί κρύβεται πίσω απ’ αυτό το γελαστό παιδί, που δεν είναι πια τόσο γελαστό όσο άλλοτε; «Είναι ματαιόδοξος, θεατρίνος, και ασυνεπής. Έπαιξε με τον κόσμο και τον γέλασε» λένε οι αντίπαλοί του. «Είναι αγνός, τίμιος και ρομαντικός» λένε οι φίλοι του. «Και δεν γέλασε ποτέ κανέναν. Ίσως εκείνον να τον γέλασαν μερικές φορές. Το 1965, επί ένα χρόνο, η ελληνική σάτιρα τρεφόταν με το περίφημο διαμέρισμα στο Παρίσι. Το διαμέρισμα στο Παρίσι ήταν καρπός δέκα χρόνων δουλειάς του Θεοδωράκη και της Μυρτώς (αναφέρω εγώ εδώ ότι το 1953 ήταν που παντρεύτηκε την γιατρό Μυρτώ Αλτίνογλου). Στα δέκα χρόνια τους στο Παρίσι εκείνος έγραφε μουσική κι εκείνη εργαζόταν στο «Ίδρυμα Κιουρί». Ο ίδιος ο Θεοδωράκης δεν θέλει να μιλά καθόλου γι’ αυτήν την ιστορία. Την θεωρεί ότι είναι μια φτηνή προπαγάνδα εναντίον του. Τίποτε άλλο. «Δεν νιώθω την ανάγκη να απολογηθώ για όλα αυτά. Ένα πάντως έχω να πω. Ότι αν ήθελα να ζήσω μεγάλη ζωή, αν ήθελα να βγάζω πολλά λεφτά, αν ήθελα να χρηματιστώ, θα μπορούσα να το κάνω πολύ εύκολα. Ο πειρασμός με περίμενε σε κάθε βήμα. Το θέμα, σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι τι κερδίζεις ή τι αποκτάς στη ζωή. Αλλά τι αρνείσαι ν’ αποκτήσεις».

      Η δημοσιογράφος Νίτσα Λουλέ, η νύφη του, η γυναίκα του Γιάννη, του αδελφού του (που με τους στίχους του δημιουργήθηκε το γνωστό τραγούδι «Χάθηκα μέσα στους δρόμους που μ’ έκλεισαν για πάντα…γιατί ήμουν πάντα μόνος και θα ’μαι πάντα μόνος») λέει για τότε που, μετά από πιέσεις, η Χούντα αναγκάστηκε ν’ αφήσει τον Μίκη ελεύθερο: «Κατάφερε, χωρίς να ξέρουμε τίποτα, να φύγει με την οικογένειά του κρυφά στο Εξωτερικό. Η φωνή του ενώθηκε με την φωνή της Μελίνας και των άλλων πολιτικών προσφύγων σε έναν νέο αγώνα - που είχε τον ίδιο στόχο, την απομάκρυνση των συνταγματαρχών. Κάποτε, καταφέραμε να πάρουμε διαβατήριο και άδεια για ένα και μοναδικό ταξίδι. Τον συναντήσαμε στο Παρίσι. Ήταν η πρώτη φορά που τρώγαμε και πίναμε χωρίς φόβο σε έναν ελεύθερο, αλλά ξένο τόπο. 

      Η επόμενη φορά που τον φιλήσαμε ήταν τον Ιούλιο του 1974 στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, ανάμεσα στο πλήθος που τον υποδεχόταν. Μαζί μας ο παππούς ο Κρητικός και η γιαγιά η Κρητικιά, όπως αποκαλούσε τους γονείς του Μίκη ο γιος του ο Γιώργος. Τα πράγματα από εκεί και ύστερα έγιναν πιο ανθρώπινα και πιο απλά για την οικογένεια. Βλεπόμασταν συχνά, ερχόταν στο σπίτι για φαγητό, αρκεί στο τραπέζι να μην υπήρχαν ελιές. Στον Μίκη δεν αρέσουν οι ελιές και η θέα τους ακόμη μπορεί να τον κάνει να μη φάει  τίποτα. Τρελαινόταν για αυγά και μπορούσε για πρωινό να φάει μέχρι και οκτώ τηγανιτά. Του άρεσε να πίνει με την κούπα το κρασί, όπως κάνουν στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Κρήτη. Του άρεσε να διηγείται ιστορίες και φοβόταν το σκοτάδι. Μια φορά, στην παραμονή της κηδείας της μητέρας του, που έφυγε έξη μήνες μετά τον θάνατο του πατέρα, ο Μίκης κοιμήθηκε στο σπίτι μας. Μου ζήτησε να αφήσω ανοιχτή την πόρτα της κάμαρας και να μη σβήσω το φως  στο διάδρομο. Μια φοβία που κληρονόμησε στην εποχή της κράτησής του στην Ασφάλεια και, φυσικά, με τον καιρό ξεπέρασε.

      Σηκωνόταν νωρίς το πρωί και κοιμόταν αργά. Δούλευε συνέχεια. Το μυαλό του είναι σε διαρκή κίνηση και σήμερα ακόμα οι δραστηριότητές του και η δημιουργικότητά του παρέμειναν όπως τότε. Ρίσκαρε εύκολα, ακόμα και αν ήξερε ότι αυτό που θα πει ή που θα κάνει θα του βγει αργότερα σε κακό. Ήταν ξεροκέφαλος, με την έννοια ότι κάνει αυτό που θέλει να γίνει και θα γίνει. 

      Ο Μίκης αγαπούσε πολύ τους γονείς του, ο χαμός τους του στοίχισε. Ο Γιώργος Θεοδωράκης δεν ήταν γι’ αυτόν μόνο ο πατέρας, ήταν συνεργάτης, ήταν το αρχείο του. Ονειρευόταν να γίνει ο γιος του δικηγόρος και να συνεχίσει το δικό του επάγγελμα. Εκείνος, για να μη του χαλάσει το χατίρι,  έδωσε στη Νομική και εάν δεν κάνω λάθος μπήκε με πολύ καλό βαθμό, όμως το βιολί βιολάκι. Όπως διηγόταν η μητέρα του, κλειδωνόταν σε ένα δωμάτιο και έπαιζε με τις ώρες το βιολί που του είχαν χαρίσει. Οι δικές μου οι θύμησες είναι περιορισμένες στα πλαίσια τα ανθρώπινα και μόνο. Δεν είμαι πολιτικός για να κάνω ανάλυση της πολιτικής του καριέρας, ούτε ανταγωνιστής του στην Τέχνη. Τον γνώρισα και τον αγάπησα μέσα από την οικογένεια, με τις χαρές και τις προστριβές που δημιουργεί η μικρή της κοινωνία».  

 

      Τον ποιητή και δημοσιογράφο Γιάννη Θεοδωράκη, τον αδελφό του, που «έφυγε» το 1996, θυμάμαι τον Λευτέρη Παπαδόπουλο που έλεγε ότι από παιδί εντάχθηκε στην Εθνική Αντίσταση, ενώ ως δημοσιογράφος συνέβαλε στην αποκάλυψη των δολοφόνων του αγωνιστή Γρηγόρη Λαμπράκη. Έγραφε ποιήματα, που τα έπαιρνε, κρυφά πολλές φορές, και τα μελοποιούσε ο αδελφός του, γιατί ο ίδιος ο Γιάννης δεν νοιαζόταν ιδιαίτερα γι' αυτό. Έλεγε ο Μίκης για τον Γιάννη: «Στην Κρήτη επειδή είχαν όπλα, εθεωρείτο ντροπή να γράφεις ποιήματα. Κι έτσι ο αδελφός μου ντρεπόταν, έγραφε και τα πέταγε. Πήγαινα το πρωί να πάρω μια ντομάτα από τις ντοματιές κι έβλεπα ανάμεσά τους χαρτί με ποίημα του Γιάννη! Το ‘Χάθηκα’ του αδελφού μου είναι το αγαπημένο μου τραγούδι» (Στα γαλλικά το τραγούδι αυτό τραγουδήθηκε από πολλούς, ανάμεσά τους Εντίθ Πιαφ, Τζωρτζ Μουστακί, Έμμα Σάπλιν).

      Και συνεχίζει η γυναίκα του, η Νίτσα Λουλέ – Θεοδωράκη: «Θα σταθώ όμως σε δυο εικόνες που με σημάδεψαν: Η πρώτη είναι τα επισκεπτήρια που κάναμε στις φυλακές του Ωρωπού μαζί με τον πατέρα του και τον Γιάννη, για να τον δούμε. Πολλές φορές, αν και ήταν μέρα επισκεπτηρίου, οι φύλακες δεν μας άφηναν να τον δούμε. Τότε αυτός ξεπρόβαλλε στο παράθυρο του κελιού του και με ένα φωτεινό χαμόγελο από μακριά μάς χαιρετούσε.
      Χαραγμένη στη μνήμη μου είναι και η συναυλία στο γήπεδο Καραϊσκάκη τον Οκτώβρη του ’74. Χιλιάδες κόσμου από νωρίς περίμεναν να ανοίξουν οι θύρες για να μπούνε στο γήπεδο. Κι όταν άνοιξαν, πλημμύρισαν το στάδιο. Κόσμος βρισκόταν παντού: στις κερκίδες, στους διαδρόμους, κρεμασμένοι σε στύλους φωτισμού. Και φυσικά στο γρασίδι, όπου ήμασταν κι εμείς. Και πάνω στη σκηνή ο Μίκης, έχοντας στο πλάι του σπουδαίους καλλιτέχνες αλλά και πολιτικούς. Πράγματα που δεν είχαν ξαναγίνει κι ίσως να μην ξαναγίνουν ποτέ». Σ’ εκείνη την ιστορική συναυλία - όπως οι περισσότεροι άλλοι - βρισκόμουν κι εγώ, τότε που ο Νίκος Κούνδουρος με το συνεργείο του κινηματογράφιζε τα πάντα, για την ταινία του «Τα Τραγούδια της Φωτιάς». Τις πρώτες εκείνες εντυπώσεις μου για τον Μίκη Θεοδωράκη τις έκανα αμέσως μετά ποίημα, που θυμάμαι τελείωνε με τους στίχους «Και ήταν όλα μια αποθέωση | κι η καρδιά μας ήσουν συ, Τραγουδιστή».

      «Στέκει η μάνα τώρα μόνη. | Κλαιν τα δέντρα, τα πουλιά. | Στην πατρίδα μας νυχτώνει. | Ορφανή κι η αγκαλιά. | Και συ, λαέ βασανισμένε, μην ξεχνάς τον Ωρωπό. | Και συ, λαέ βασανισμένε, μην ξεχνάς τον φασισμό…» ξεπηδούσαν τα λόγια του Μίκη, σ’ εκείνη τη μεγαλειώδη μεταδικτατορική συναυλία του, σαν κεραυνοί, για να ενωθούν με τις φωνές χιλιάδων θεατών που, έπειτα από επτά χρόνια «στον γύψο», είχαν επανακατακτήσει την ελευθερία να βροντοφωνάζουν αυτό που σκέφτονται. Το τραγούδι εκείνο μιλούσε για τους μήνες (Οκτώβριος 1969 - Απρίλιος 1970) που ο Μίκης Θεοδωράκης πέρασε στις φυλακές Ωρωπού - μαζί με άλλους συναγωνιστές (Μανώλης Γλέζος, Ανδρέας Λεντάκης, κ.ά.) - ως κρατούμενος της Χούντας των Συνταγματαρχών. Και δεν είναι το μοναδικό που γράφτηκε για τη συγκεκριμένη συγκυρία. Το τραγούδι του «Διότι δεν συνεμορφώθην» μιλάει για ένα γεγονός, μαζί με πολλούς άλλους μέσα στα 24 τετραγωνικά του κελιού στον Ωρωπό, την επιστολή διαμαρτυρίας του Μίκη στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό που η διοίκηση των φυλακών τη δέσμευσε «διότι δεν συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις» (το αντιμετώπισε ειρωνικά αργότερα ο Θεοδωράκης στο τραγούδι του αυτό). Μία βρύση λίγα μέτρα από το κελί του θυμίζει στους περαστικούς άλλο ένα τραγούδι που συνδέθηκε με τη στιγμή που έσμιξαν δύο μύθοι. Ένα βράδυ του ’70, ο Μανώλης Χιώτης, κάτοικος της περιοχής του Ωρωπού και στενός συνεργάτης του Μίκη, αψήφησε την απαγόρευση και βημάτισε έξω από το κελί, παίζοντας στο μπουζούκι του μια γνωστή μελωδία. «Ντύθηκα πρόχειρα και βγήκα. Ο σιγανός άνεμος κουβαλά στα φτερά του το «Σε πότισα ροδόσταμο, με πότισες φαρμάκι…». Είναι δύο, είναι τρεις φωνές. Φωνές γνωστές. Πλησιάζω και κρεμιέμαι στο σύρμα. Κάποιος με χαιρετά. Σηκώνουμε τα χέρια μας ακόμα πιο ψηλά και γραπώνουμε το σύρμα» αναφέρει ο  Θεοδωράκης στο βιβλίο του «Το Χρέος, Τόμος Α’ Η Αντίσταση 1967-1970». «Μερικοί φίλοι στο πλευρό μου σιγοτραγουδούν μαζί με τον Χιώτη: «Στον άλλο κόσμο που θα πας | κοίτα μη γίνεις σύννεφο…» Ανατριχιάζω. Οι τέσσερις φίλοι μας στον μώλο έχουν κάτι επίσημο. Κάτι ιερατικό. Βαδίζουν αργά. Στέκονται. Μας κοιτούν πάντα επίμονα. Ξαναπροχωρούν. Τραγουδούν με ακρίβεια, και ο γλυκός ανοιξιάτικος άνεμος άλλοτε φέρνει κοντά μας και άλλοτε απομακρύνει τους αέρινους ήχους. «Της παγωνιάς αετόπουλο, της ερημιάς γεράκι…».Εγώ κλεισμένος στο σύρμα, σαν αγρίμι, σαν κακούργος ή σαν πουλί. Κι αυτός ήρθε απ’ όξω να μου τραγουδήσει το αγαπημένο μας τραγούδι» μνημονεύει ο Μίκης για εκείνη τη νύχτα.

      «Και συ, Λαέ βασανισμένε, μην ξεχνάς | τον Μίκη Θεοδωράκη». Που, με το τραγούδι του, μιλούσε στην απλή ζωή σου: «Θέλανε να ‘χουν όλοι το σπιτάκι τους | καθημερινά το μεροκαματάκι τους | να ‘χουν ακόμα κι άμα θα κακογεράσουν | μια συνταξούλα για να μην πεινάσουν. | Νιώθεις, πατριώτη, τι εχθρός | ήτανε τούτος ο παλιολαός… | Θέλανε να μην περπατούν στα τέσσερα, | να σκέφτονται και να μιλούν ελεύθερα, | να κυβερνάει αυτός που θα ‘χουνε διαλέξει, | κανένας πια να μην τους κοροϊδέψει. | Νιώθεις, πατριώτη, τι εχθρός | ήτανε τούτος ο παλιολαός… | Θέλαν το νόμο φίλο κι όχι φύλακα, | να μη φοβούνται πια τον χωροφύλακα, | την περηφάνια τους κανείς να μην πληγώνει, | ούτε την πόρτα τους να ξεκλειδώνει. | Νιώθεις, πατριώτη, τι εχθρός | ήτανε τούτος ο παλιολαός…»

 

      Στο ίδιο εκείνο βιβλίο «Το Χρέος» (μες στις σελίδες του ένα ημερολόγιο ανθρώπινων στιγμών του) γράφει για το 1967, λίγους μήνες μετά την εγκαθίδρυση της Χούντας στην Ελλάδα: «Στις 21 Αυγούστου πιάστηκα στο Χαϊδάρι. Στο τέταρτο πάτωμα στην οδό Μπουμπουλίνας, στο κελί αριθμός 4 περίμενα το μαρτύριο και τον θάνατο. Στις 4 Σεπτεμβρίου μου έφεραν χαρτί και μολύβι. Τότε έγραψα 32 ποιήματα. Τις προηγούμενες μέρες τις πέρασα με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο περιμένοντας να με πάρουν για το μαρτύριο ή για την εκτέλεση. Όλη μου η ύπαρξη σημαδεύτηκε από την αναμονή του βέβαιου θανάτου. Καθώς ο χρόνος κυλούσε επίμονα και βασανιστικά, έβλεπα με το νου μου, καθαρά, την εικόνα της τελευταίας στιγμής. Ο πρωινός ουρανός είχε ένα χρώμα βαθύ γαλάζιο. Η ατμόσφαιρα διάφανη, με κρυσταλλένια καθαρότητα. Τί θα φώναζα σ’ αυτήν την στιγμή του τέλους; 

Αυτή η σκέψη μου έγινε τυραννική. Ένας φρουρός έμενε πάντα μέσα στο κελί μαζί μου. Αν είχε κάποια κατανόηση, μπορούσα τότε να κουβεντιάζω λίγο μαζί του. Ζήτω η ζωή! Ζήτω η ζωή! Ζήτω η ζωή! Να φωνάξω άραγες «ζήτω η ομορφιά», «ζήτω η αγάπη»; Τότε σκεφτόμουν πως έμεινα ένας αδιόρθωτος ρομαντικός. Υπάρχει ζωή! Υπάρχει ζωή! Υπάρχει ζωή! Όλα υπάρχουν. Η Ελλάδα, το Μέτωπο, το Κόμμα! Κάποτε ο φρουρός συμφωνούσε. Πιο συχνά είχε άλλη γνώμη. Η συζήτηση εξακολουθούσε, δίχως τέλος. Τα μεσημέρια η ζέστη ήταν φρικιαστική. Υπέφερα τρομερά. Κοιμόμουν πάνω στο τσιμέντο γυμνός, όπως τη στιγμή που με πιάσανε. Για προσκεφάλι είχα τα παπούτσια μου. Τα γένια μου είχαν μακρύνει και με τρώγανε. Έτρωγα λίγο, δίχως πιρούνι ή κουτάλι, με τα χέρια. Ήμουν βρώμικος. Κάποτε καθόμουν στην καρέκλα. Το μοναδικό «έπιπλο». Άλλοτε βάδιζα. Πεντακόσια βήματα καθέτως. Πεντακόσια κυκλικά. Μετρούσα τα κάγκελα. Παρακολουθούσα κρυφά τους μυς του φύλακα. Με μισούσε; Γιατί; Ασφαλώς θα είχε τραγουδήσει τα τραγούδια μου. Πότε λοιπόν θα έπεφτε πάνω μου; Πότε θα με πάρουν; Τα μάτια τους. Αν τους κοιτάξω κατευθείαν μέσα στα μάτια, τότε θα ντραπούν; Οφείλουν να ντραπούν! Αυτήν την αγωνία ακολουθούσε μια ανεξήγητα παθιασμένη ευφορία. Ήμουν ευτυχής. «Στο τέλος - τέλος, ο θάνατος δεν είναι τόσο τρομερός, ίσως να είναι όμορφος» λέω στον φρουρό μου. Όμως, με τον ερχομό της καινούργιας μέρας, μόλις χτυπούσε ο ήλιος, η ζωή έπαιρνε πάλι τα δικαιώματά της: Η ζωή με νικούσε, με κατασπάραζε. Τα πρόσωπα των  παιδιών μου διαπερνούσαν τη σκέψη μου. Θα ήταν για πάντα ορφανά και ο πόνος θα κατοικούσε για πάντα στα όμορφα μάτια τους. Έδιωχνα με βία αυτήν την εικόνα. Ο Μίκης Θεοδωράκης με τα δυο παιδιά του, Γιώργο και Μαργαρίτα. Ήμουν δυστυχής γιατί δεν με σκότωσαν αμέσως. Τί θα με έκαναν τώρα; Με ποιό τρόπο θα με σκότωναν; Το κεφάλι πονούσε. Το αίμα πονούσε. Ώρα 2,3,4,5,6 το απόγιομα. Μέσα στους παραδείσιους κήπους του κρανίου μου, κίτρινος ήλιος ταξιδεύει στα φτερά του χρόνου. Κλαίω, φωνάζω! Η καρδιά μου ξαλαφρώνει. Ίσως με σκέπτονται. Κανένας δεν ξέρει πως βρίσκομαι εδώ. «934 303» – «934 303» φωνάζω. Ίσως κάποιος ακούσει και τηλεφωνήσει… «Ο Μίκης ζει». Δεν είμαι ποιητής, όμως όταν οι στίχοι άρχισαν να σφυροκοπούν το μυαλό μου, ένιωσα πόσο οι λέξεις μπορεί να ντυθούν στο αίμα. Πόσο μπορεί να με λυτρώσουν. Είμαι δημιουργός. Νικώ το χρόνο και τον θάνατο. Είμαι ο χρόνος. Να γιατί ο ήλιος και ο χρόνος έγιναν ο κύκλος της ζωής και του θανάτου. Τελικά έγιναν ο νικητήριος κύκλος. Νίκη πικρή, γιατί η ψυχή του ποιητή πονά για όλους τους ανθρώπους. Ακόμα και γι’ αυτούς που τον μισούν και τον βασανίζουν».

      «Από το Τίποτα που είμαστε, ξαφνικά βγαίνουμε σε αυτόν τον υπέροχο κόσμο. Στα χρώματα. Δίνω μεγάλη σημασία στα χρώματα. Είναι από τα σημαντικότερα πράγματα στον κόσμο. Πολλές φορές μου έχει συμβεί, όταν με κλείνανε στην απομόνωση, στο απόλυτο σκοτάδι, τη δέκατη μέρα να ξεχνάω τα χρώματα. Να έχω ασπρόμαυρη μνήμη, να μη θυμάμαι το κόκκινο, το κίτρινο - το όνειρό μου δε μπορεί να αναπληρώσει αυτή την απουσία. Αυτό, φαντάσου, το ξέρει και η Ασφάλεια. Μπήκε μια μέρα ο Μπάμπαλης εκεί που ήμουνα: ''Έλα έξω ρε να δεις τα χρώματα'' και μου χτύπησε η καρδιά. Σε μια μεταγωγή, με το που είδα από το πίσω άνοιγμα του αυτοκινήτου τα κόκκινα και πράσινα λεωφορεία, αισθάνθηκα μια απέραντη ευδαιμονία, μια χαρά. Ερχόμαστε, λοιπόν, στα καταπληκτικά χρώματα της Φύσης, τις γεύσεις, τις αισθήσεις, τη ζωή την ίδια με τα πάθη της, και διασχίζουμε μια καμπύλη 70 - 80 χρόνων για να πάμε πάλι στο Τίποτα. Και σας ρωτάω: πώς πρέπει να ζήσουμε τα μετρημένα χρόνια μας; Πρέπει να τα γευτείς. Πρέπει να τα εξαντλήσεις. Πρέπει με τα μάτια να δεις ό,τι υπάρχει, με το στόμα σου να φας ό,τι υπάρχει, με τα χέρια να ψάξεις ό,τι υπάρχει. Αυτό είναι παγανισμός: η λατρεία του υπαρκτού και των αισθήσεων. Για ένα πράγμα δεν έχουμε δικαίωμα: να είμαστε δυστυχισμένοι. Πρέπει να διεκδικούμε παντού την ευτυχία μας».

      Κι όπως έλεγε ο επίσης σπουδαίος και βασανισμένος Χρόνης Μίσσιος: «Όταν συνειδητοποίησα ότι δεν μπορώ να αλλάξω το σύστημα, άρχισα να αγωνίζομαι να μην με αλλάξει αυτό. Αγωνίζομαι να μείνω άνθρωπος».

      Αυτός ήταν ο άνθρωπος, πέρα από τα τραγούδια που τον ξέρουμε.  «Ένωσε, με τη μουσική του, αυτούς που δίχασαν οι καιροί και οι περιστάσεις. Έχει τα γνωρίσματα των υψηλών βουνών: Το ύψος του αναστήματός του και τις βαθιές χαράδρες που προκαλούν» είπε γι’ αυτόν, σε κάποια κατοπινή στιγμή του, ο Κάρολος Παπούλιας. «Βουνά, βουνά, σας χαιρετώ, φεύγω για μακριά» όπως τραγούδησε ο Θεοδωράκης με την φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη.  «Πεθαίνουν τα βουνά;» αναρωτήθηκε τώρα ο θεατράνθρωπος Κώστας Τσιάνος που συνεργάστηκε αρκετές φορές με τον Μίκη Θεοδωράκη. «Γιατί αυτό ήταν ο Μίκης! Ένα βουνό προσφοράς, δημιουργίας, αλληλεγγύης. Έτσι, αγέρωχος, δυνατός και τρανός, θα στέκει στη ζωή μας.  Σήμερα έφυγε ένας γίγαντας της ζωής, όχι μόνο της μουσικής. Τον δοξάζουμε, παρά τον πενθούμε».

      Όσο για τον Μίκη του Ξεσηκωμού, ένας σημερινός νέος είπε: «Κάθε γενιά είχε τους αγώνες της. Στη Χούντα έγινε ο μεγάλος τους μελωδός, σαράντα χρόνια αργότερα ήταν ακόμη ο δικός μας. Τον τραγουδούσαμε στην εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008  δεκαοχτάχρονα παιδιά, τον τραγουδούσαμε στις πλατείες το 2011, τότε που του έριξαν κατάμουτρα τα δακρυγόνα, σ’ εκείνον και στον Μανώλη Γλέζο. Όταν ο Μανώλης Γλέζος κουβαλούσε παραμάσχαλα τον θεόρατο Μίκη Θεοδωράκη - είμασταν εκεί, το είδαμε. Κι έπειτα, εκείνα τα βράδια… Όσο πιο νέος είσαι, τόσο περισσότερο πιστεύεις ότι θα αλλάξεις τον κόσμο. Αλλά η νύχτα καμιά φορά σε απογοητεύει. Βλέπετε, ο κόσμος δεν άλλαζε εύκολα - κι εμείς βιαζόμασταν πολύ. Ήταν τα τραγούδια του Μίκη που μας έδιναν το κουράγιο να καταλάβουμε ότι η Ιστορία μετριέται σε δεκαετίες κι όχι σε δευτερόλεπτα. Ότι η ίδια μουσική συντρόφευε τους αγωνιστές του Πολυτεχνείου κι η ίδια χρωμάτιζε τα δικά μας όνειρα. Κι αυτή είναι μια σπουδαιότητα απερίγραπτη, σου φουσκώνει τα πνευμόνια με ανυπομονησία».

     Στο Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν της Νέας Υόρκης, ένα μεγάλο κλειστό κτίριο εκδηλώσεων στο Μανχάταν, σαν το Παλαί ντε Σπορ το δικό μας, βρέθηκα στη δεύτερη συναυλία της ζωής μου μαζί του. Έχω να καταθέσω ότι όλοι οι Αμερικανοί ταξιθέτες, στην πλειοψηφία τους μαύροι, χορεύανε στους σκοτεινούς διαδρόμους παρασυρμένοι από τη μουσική του. Μετά ανταμώσαμε οι δυό μας, για μια μοναδική φορά στη ζωή μου. Τον χαιρέτησα υψώνοντας το βλέμμα, γιατί ήτανε πολύ ψηλός, και ανταλλάξαμε δυό κουβέντες, σαν απόψεις και των δυό για το ίδιο θέμα, δεν θυμάμαι τώρα ποιό θέμα. Τον χαιρέτησα δια χειραψίας και ένιωσα την παλάμη του μεγάλη σαν κουπί και μαλακιά σαν μαξιλάρι.

      Μου έκαναν εντύπωση τα απλωμένα χέρια του πιο πριν - όταν διηύθυνε. Ήταν σαν να αγκάλιαζε το πλήθος του κόσμου πάνω από τη σκηνή, έτσι όπως διαφέντευε την ορχήστρα, μπερδεύονταν οι νότες στον αέρα, χόρευαν σαν αερικά που μόλις είχαν δραπετεύσει από τις πυκνογραμμένες σελίδες με τα πεντάγραμμα και όλοι τον ένιωθαν δικό τους, εκείνη τη στιγμή. Όμως εκείνα τα μεγάλα χέρια, που ορθωμένα δάμαζαν νότες και ψυχές, ατρόφησαν και έπεσαν στα πλευρά του. Η Ελλάδα ακούμπησε στο φέρετρο που μετέφερε αυτόν τον άνθρωπο, που είχε καταφέρει να τους ενώσει όλους, που μοίρασε αριστερά και δεξιά την ψυχή του, που έσπειρε στον καθένα ξεχωριστά τον σπόρο μιας ιδανικής ζωής, που σαν ν’ άγγιξε το κεφάλι του καθενός και να το έστρεψε τρυφερά προς τον ήλιο.

       Όμως, όπως όλων των ανθρώπων, αυτά τα χέρια του σταυρώθηκαν πιά, πάνω στο άψυχο σώμα, που όδευσε με τα κύματα στην αγκαλιά της Κρήτης, και η ψυχή στις ρίζες της. «Φέρτε μου την θάλασσα να την τραγουδήσω, | φέρτε μου τον ήλιο της να προσευχηθώ. | Έθρεψα τα σπλάχνα σου, κύμα πελαγίσιο, | με χιλιάδες μνήματα μέσα στο βυθό. | Οι νεκρές αγάπες μου δεν θα ρθούνε πίσω, | βάλτε με στον κόρφο της ν’ αποκοιμηθώ». Μέσα στο περίφημο «Άσμα Ασμάτων», με γνωστότερο τραγούδι του το «Τι ωραία που είναι η αγάπη μου…κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία», λέει ότι με τον έρωτα η ζωή αντιμάχεται τον θάνατο («έρωτα μες στο μεσημέρι σ’ όλα τα μέρη του θανάτου, μέχρι ν’ αφανιστεί η σκιά του»).

      Ένα βράδυ του 1958 στο Παρίσι, ενώ περιμένει τη γυναίκα του στο αυτοκίνητο, διαβάζει τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου και επί τόπου μελοποιεί τα πρώτα οκτώ ποιήματα. Το 1960 που επιστρέφει στην Ελλάδα, τον ηχογραφεί αυτόν τον μουσικό του «Επιτάφιο» με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Είχε προηγηθεί μια φυσιολογική εκδοχή του, αφού ήταν η μάνα που κλαίει το παιδί της, με την φωνή της Νάνας Μούσχουρη σε ενορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας Μάνου Χατζιδάκι. Ο Μίκης Θεοδωράκης με τη δικιά του εκδοχή πρωτοτυπεί και πρωτοπορεί, βάζοντας την ίδια μάνα να μοιρολογεί με ανδρική φωνή. Για πρώτη φορά ακούγεται κάτι τέτοιο. Επίσης ο «Επιτάφιος» ανοίγει έναν καινούργιο δρόμο στο ελληνικό τραγούδι, για δύο ακόμα λόγους: Παντρεύει τη σύγχρονη λαϊκή μουσική με τη σύγχρονη ελληνική ποίηση, και το ευρωπαϊκό έντεχνο στοιχείο με το ελληνικό λαϊκό στοιχείο. Την ίδια χρονιά ο Μίκης Θεοδωράκης αρχίζει και, σχεδόν, τελειώνει το «Άξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη. «Εν τούτοις δεν βιάστηκα να το παρουσιάσω» λέει στο βιβλίο του «Μουσική για τις μάζες», «γιατί διαισθανόμουνα ότι το ελληνικό κοινό δεν ήταν ακόμη ώριμο να το δεχτεί. Η πρώτη εκτέλεσή του έγινε (τελικά) στα τέλη του 1964».

       Ο Θεοδωράκης λοιπόν έγραψε κλασσική μουσική, που είχε την φαεινή ιδέα να την παντρέψει με το παρωχημένο τότε μπουζούκι. Μάλιστα, ήταν τόσο ενθουσιώδης η υποδοχή αυτής της επιτυχημένης σύζευξής του, ώστε να γυριστεί - αμέσως μετά την ξένη ταινία του «Ζορμπά» με τον Άντονυ Κουήν - και μια εγχώρια ελληνική ταινία με τίτλο «Μπετόβεν και Μπουζούκι» με τον Νίκο Σταυρίδη και τον Μίμη Φωτόπουλο. Σ’ αυτήν βρίσκω εδώ την ευκαιρία να πω ότι η Αλέκα Στρατηγού (Γαρυφαλιά) έλεγε στον άντρα της τον Γκιωνάκη «όπως ο Θεοδωράκης έγραψε τη «Μυρτιά», εσύ να μου γράψεις ένα τραγούδι που να λέγεται «Γαρουφαλιά». Κι επίσης ότι η πασίγνωστη μουσική του Ζορμπά με βασικό της θέμα το περίφημο συρτάκι, που αποτελεί μέχρι σήμερα την πιο διάσημη ελληνική μελωδία στο Εξωτερικό, ήταν συνδυασμός στο αργό ξεκίνημά της του τραγουδιού «Στρώσε το στρώμα σου για δυό» (Ο δρόμος είναι σκοτεινός ώσπου να σ’ ανταμώσω) και στο γρήγορο τελείωμά της του τραγουδιού «Μελαχρινή μου κοπελιά». Η δεύτερη γόνιμη ιδέα του ήταν να βάλει τους ποιοτικούς στίχους των ποιητών στα τραγούδια του. Αλλά όχι για πρώτη φορά στη ζωή του. Μικρός, όταν πήγαινε στο ωδείο στην Τρίπολη, είχε μελοποιήσει Παλαμά και πολλούς άλλους - κι έβαζε τη μητέρα του να τα τραγουδάει, ενώ ο ίδιος έπαιζε στο πιάνο. Τραγούδια, που τα έκαναν πολύ αργότερα δίσκο με τίτλο «Τα Παιδικά». Ο Γιάννης Σπανός, ο Δήμος Μούτσης, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, η Λένα Πλάτωνος, ο Μιχάλης Τερζής, και αρκετοί άλλοι, ακολούθησαν, μετά τον Επιτάφιο του Ρίτσου και τους στίχους του Ελύτη, το παράδειγμά του. Ο Καρυωτάκης ήταν ο τελευταίος που ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε: «Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ’ όνειρό μου, | κι αν έχασα για πάντα τη χαρά, | κι αν σέρνομαι στ’ ακάθαρτα του δρόμου | πουλάκι με σπασμένα τα φτερά, | κι αν έχει πριν ανθίσει το λουλούδι | στον κήπο της καρδιάς μου μαραθεί, | το λεύτερο που σκέφτηκα τραγούδι | κι αν ξέρω πως ποτέ δεν θα ειπωθεί, | η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη, | κι ογραίνοντας την άμμο το πρωί, | μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι, | μου λέει για κάποια που έζησα ζωή». 

      Λίγοι θυμούνται ότι ο Μίκης Θεοδωράκης έγινε ακόμη και φιγούρα των κινούμενου θιάσου σκιών του Καραγκιόζη.  Στους «Βατράχους» του Αριστοφάνη, ο θεός Διόνυσος έβαζε τους δύο μεγάλους τραγικούς, τον Αισχύλο και τον Ευριπίδη, να διαγωνιστούν στην ποιητική τέχνη. O νικητής έφευγε από τον Άδη και ανέβαινε στον Πάνω Κόσμο. Κατά μίμηση της αρχαίας εκείνης κωμωδίας, δημιουργήθηκαν (σε παράσταση του 1978) οι χαρακτήρες Μίκης Αισχυλάκης και Μάνος Ευριπιδάκις. Ο Σπαθάρης στάθηκε για άλλη μια φορά πίσω από τον μπερντέ, τότε στα 85 του χρόνια, για να δώσει με τη χαρακτηριστική φωνή του, ζωή στους ήρωες του Θεάτρου Σκιών, και να αναβιώσει τους «Βατράχους». Τελικά, σύμφωνα βέβαια και με το κείμενο του Αριστοφάνη, ο Μίκης νικάει τον Μάνο κι ανεβαίνει στον Πάνω Κόσμο. «Το κείμενο υπάρχει, αλλά θα πω κι εγώ ό,τι μου ‘ρθει, γιατί Καραγκιόζης σημαίνει αυτοσχεδιασμός. Σατιρίζει, καυτηριάζει, διακωμωδεί, κάνει οτιδήποτε για να ενοχλήσει τον άλλον. Είναι λαϊκός ήρωας, αντιπροσωπεύει τον ελληνικό λαό σε όλες τις εκδοχές του», είχε δηλώσει ο ο αγαπημένος καραγκιοζοπαίχτης, σαν άλλος Μίκης Θεοδωράκης.

      Όπως είχε απαντήσει κι εκείνος ο ίδιος, σε ερώτηση αν έμαθε ότι τα τραγούδια του θ’ ακούγονται πάλι ελεύθερα: «Χαίρομαι που θ’ ακούγονται πάλι τα τραγούδια μου. Πάντα πίστευα ότι ανήκαν στο λαό. Δεν ήταν ποτέ δικά μου. Το ότι ξαναγυρίζουν στον ιδιοκτήτη τους με γεμίζει χαρά. Το βρίσκω δίκαιο και σωστό». Να μην ξεχάσω να αναφέρω και κάποια ανθρώπινη στιγμή του ευτράπελη μέσα στις δυσκολίες των περιορισμών του: Είχε μπροστά του ένα πιάνο. Και παρόλο που απαγορευόταν να παίζει δικά του τραγούδια, αυτός έπαιξε ένα τραγούδι του γνωστό. «Α! Χατζιδάκις!» είπε ένας από τους φύλακές του. «Ναί, ναί, Χατζιδάκις!» του είπε εκείνος. «Για ακούστε κι ένα άλλο του Χατζιδάκι!» Κι  έτσι έπαιζε δικά του μουσικά κομμάτια, χωρίς να γίνουν πρόβλημα.      

       Ένα παντελώς άγνωστο περιστατικό ήταν μια ακόμη ανθρώπινη στιγμή του Θεοδωράκη, που τη διασώζει η Ιωάννα Κολοβού. Ο μουσικοσυνθέτης την είχε επιλέξει να είναι στο γραφείο Τύπου του, για όσον καιρό διετέλεσε υπουργός. «Ήτανε τέτοια η παγκόσμια εμβέλειά του» όπως το καταθέτει η ίδια «που όταν, στο πρώτο ταξίδι της Επιτροπής Ελληνοτουρκικής Φιλίας  το 1985 στην Τουρκία, επισκεφτήκαμε την Αγιά Σοφιά, λέει ξαφνικά ο Μίκης: «Λοιπόν, θα πούμε ‘Τη Υπερμάχω’!». Ήταν και οι Τούρκοι παρόντες. Δεν αντέδρασαν. Συγκατένευσαν. Μόνο ο Μίκης θα το έκανε αυτό. Και μόνο με τον Μίκη θα το αποδέχονταν» σχολιάζει η Ιωάννα Κολοβού, που θυμάται επίσης ότι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, πριν δείξει το γκριζολύκικο πρόσωπό του, «είχε επισκεφτεί τον μεγάλο Έλληνα συνθέτη στην οικία του στην Ακρόπολη».

      Ήταν μοναδικό το πόσο έμπαινε στην καρδιά των ανθρώπων. Κι όταν ανέβαινε στο πόντιουμ, είχε μια τέτοια αύρα, που «μετέδιδε κάτι μαγικό». Αλλά αυτή η μοναδικότητα μεταφερόταν και στους άλλους. Πού αλλού ένας άλλος μαέστρος, όπως για παράδειγμα ο Ανδρέας Πυλαρινός, παρατάει τη διεύθυνση της ορχήστρας και της χορωδίας και γυρνάει και διευθύνει τον κόσμο, που όλοι μαζί τραγουδάνε; Μόνο με τα τραγούδια του Θεοδωράκη το είδαμε κι αυτό.

      «Ο Γιάννης έγραφε υπέροχους στίχους» γράφει, σε ένα σημείωμά του, ο αδελφός του Μίκης Θεοδωράκης. «Αλλά εκείνη την εποχή, επειδή στην Κρήτη όλοι ήταν ένοπλοι, εθεωρείτο ότι δεν είναι πολύ αντρίκιο να είναι κανείς ποιητής. Τα έγραφε κρυφά από μένα και, μετά, τα πετούσε από δω και από κει. Πήγαινα να πάρω κάτι το πρωί κι έβρισκα ποιήματα του Γιάννη. Τα έκανα συλλογή και τα εξέδωσε ο Γουδέλης (των εκδόσεων «Δίφρος») με τίτλο «Οι Λιποτάκτες». Το «Χάθηκα» είναι το πιο χαρακτηριστικό τραγούδι μου, νομίζω. Είναι βέβαια και η «Όμορφη Πόλη», το «Χάθηκα» όμως μου θυμίζει το λιμάνι των Χανίων που έζησα μια ολόκληρη ζωή, τον αδελφό μου». Η Μάρω, κόρη του Γιάννη Θεοδωράκη και της Νίτσας Λουλέ, έβγαλε βιβλίο για τον θείο της, το «Βάρκα στο γιαλό - Τα άγνωστα παιδικά χρόνια του Μίκη Θεοδωράκη».

      Στο τέλος της ζωής του είχε πρόβλημα με τη γυναίκα του και με τα παιδιά του. Απόδειξη η νομική κατοχύρωση του μέρους του ενταφιασμού του, επειδή εν ζωή αντιμετώπισε διαφωνίες ακόμα και γι’ αυτό το λεπτό και γκροτέσκο θέμα της θέλησής του. Όταν όμως εκδήλωσε την επιθυμία του να θαφτεί πλάι στους γονείς του και στον αδελφό του που τους υπεραγαπούσε, μη φανταστείτε σε κοινό με αυτούς μέρος. Ο ίδιος βρέθηκε κοντά τους και πάνω στον τάφο του αδελφού του, τότε που τον έχασε το 1996, θα πει: «Εδώ εγώ δεν χωράω». Και αγόρασε τον δικό του κατοπινό χώρο να ταφεί.       

      Τελικά, για ύστατο αντίο, η κόρη του η Μαργαρίτα μέσα στην εκκλησία του πατρογονικού χωριού και μετά, αφού πέρασε ανάμεσα στους 96 Κρητικούς με τα μαύρα πουκάμισα (όσα ήταν τα χρόνια του), ο Δημήτρης Μπάσης με τα όργανα της «Λαϊκής Ορχήστρας Μίκης Θεοδωράκης» μπροστά στον ανοιχτό τάφο(που μετά - κατά επιθυμία του κορυφαίου αυτού συνθέτη και αγωνιστή - θα σφραγιζότανε μια για πάντα) διάλεξαν να του πούνε δυο θρηνητικά του τραγούδια. 

      Η κόρη του τραγούδησε το «Παλικάρι» από το «Αρχιπέλαγος» του 1959 σε στίχους του ίδιου του πατέρα της «Κλαίνε τα δέντρα | κλαίνε τα σύννεφα | κι οι φίλοι σου κλαίνε. | Παλικάρι, στη δουλειά, | στο σπίτι, παλικάρι, | μίλαγες κι η γειτονιά μας | γέμιζε πουλιά. | Άπλωνες το χέρι σου | κι έκοβες το φεγγάρι, | πώς σ’ έκοψε σαν λούλουδο | ο Χάρος μια νυχτιά. | Κλαίνε οι ναύτες | κλαίνε τα σήμαντρα | κι οι φίλοι σου κλαίνε. | Παλικάρι, η μάνα σου | τυλίχτηκε στα μαύρα, | τους φίλους σου τους τύλιξε | φουρτούνα, συννεφιά. | Το λιμανάκι ερήμωσε | κι η θάλασσα ερημώθη | κι ο ήλιος εκαρφώθηκε | και δε σαλεύει πια».

      Και ο Μπάσης το «Μάνα μου και Παναγιά» σε στίχους του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη «Ο ήλιος ήσουν κι η αυγή, | της νύχτας μου φεγγάρι | της μάνας μου ήσουν η ευχή, | της Παναγιάς η χάρη. | Έφυγες και κλαίει ο άνεμος, το κύμα, | κλαίνε τ' άστρα κι η νυχτιά, | κλαίει κι η μάνα μου στο μνήμα, | κλαίει, κλαίει κι η Παναγιά. | Στον πυρετό ήσουνα δροσιά, | κερί μες στο σκοτάδι, | άστρο στην κοσμοχαλασιά, | βασιλικός στον Άδη. | Έφυγες και κλαίει ο άνεμος, το κύμα, | κλαίνε τ' άστρα κι η νυχτιά, | κλαίει κι η μάνα μου στο μνήμα, | κλαίει, κλαίει κι η Παναγιά».

      Βρίσκω όμως την ευκαιρία να θυμίσω ότι το ελεύθερο πνεύμα του δημιουργού Θεοδωράκη ήταν το μόνο - και τονίζω το μόνο - που καθιέρωσε τη χαρούμενη μουσική πάνω σε πονεμένους στίχους. Κανείς άλλος δεν το έκανε αυτό. Πάντα οι θλιβερές λέξεις συνοδεύονταν από υποβλητική θλιμμένη μουσική, όπως για παράδειγμα το «Τι να μου κάνουν δάκρυα δυό και στεναγμοί σαρανταδυό, μανούλα μου» του Μάνου Χατζιδάκι ή «Η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι» του Γιάννη Σπανού. Αντίθετα ο Θεοδωράκης έλεγε πικραμένα λόγια, όπως «Βράχο βράχο τον καημό μου τον μετράω και πονώ κι είναι το παράπονό μου πότε, μάνα, θα σε δω» ή «Φεύγω για τα ξένα, για την ξενιτιά, και μην κλαις για μένα, αγάπη μου γλυκειά» και τους έβαζε επίτηδες χαρούμενη μουσική - για να θυμίζει ότι με αισιοδοξία νικιέται η δυσκολία της ζωής. Σαν το «Η φτώχεια θέλει καλοπέραση, αυτό ποτέ μην το ξεχνάς». 

 

      Από όσα γράφτηκαν αυτές τις μεταθανάτιες μέρες - και εκπλήξεις ήρθαν και από νέους ανθρώπους - αναφέρω ενδεικτικά δύο: (1) «Δεν υπάρχει ομορφότερο αγαθό από την ελευθερία της ψυχής που σου δίνει κίνητρο να παλεύεις για όσα αγαπάς, ακόμα κι αν ο κόσμος γύρω σου καταστρέφεται. Με αυτόν τον τρόπο, υπάρχει πάντα ένα φως στο σκοτάδι, ένα αστέρι στον φουρτουνιασμένο ουρανό. Κι αυτό υπήρξε ο Μίκης για την Ελλάδα και την Τέχνη». (2) «Καλλιτέχνης. Η ψυχή της χώρας μας και της γενιάς μου. Είμαι 60 χρόνων. Μεγαλώσαμε στην εφηβεία με τα τραγούδια της εποχής του Μίκη. Το 1975, που ήμουνα μαθητής πρώτης Λυκείου, θυμάμαι πως αισθανόμασταν ότι μας σήκωσε με τα τεράστια χέρια του, εμάς, τους Έλληνες και τον Κόσμο όλο. Μας πήρε με τα φτερά του και μας σήκωσε πολύ ψηλά. Είναι μεγάλος κι είχε έναν σπουδαίο στόχο: Να ενώσει την Ελλάδα μέσω της μουσικής του».

      «Έχω μια ερώτηση, κυρία. Αυτή η Ζωντανίνα, που θέλει να δίνουν το αίμα τους, ποιά είναι;» ρώτησε, πριν από περίπου δεκαπέντε χρόνια, ένα γυμνασιόπαιδο - με ειλικρινή απορία. Η ερώτηση έκανε την φιλόλογο να πιάσει τα γλωσσικά περίεργα στα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη. Σε λίγη ώρα, αφότου ξεδιάλυνε την παρεξήγηση (στο τραγούδι, ο στίχος του Ελύτη «θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους» είχε γίνει η…Ζωντανίνα των παιδιών) εξήγησε, για πρώτη φορά, τί συνέβη και μ’ εκείνη την άνω τελεία στην «Άρνηση» του Σεφέρη, που έκανε ποιητή και συνθέτη να μη μιλιούνται για καιρό. Ελάχιστα παιδιά σ’ αυτήν την τάξη πήραν το μέρος του νομπελίστα. «Μα είχε δίκιο ο Θεοδωράκης, έτσι ακούγεται καλύτερα» είπαν.

      Η βαρύτητα του μουσικού του έργου, αλλά και η πλούσια πολιτική του δράση είχαν οδηγήσει και στην υποψηφιότητά του για Νόμπελ Ειρήνης το 2000, με ολόκληρο τον πνευματικό και πολιτικό κόσμο της χώρας να υποστηρίζει την πρόταση. Αλλά πώς να το πάρει, αφού δεκαεφτά χρόνια πριν είχε βραβευτεί με το Βραβείο Λένιν, που κι αυτό είναι κορυφαίο για την Ειρήνη, αλλά από το αντίπαλο στρατόπεδο του μοιρασμένου μας Κόσμου! Τέλος πάντων, η καταξίωση απ’ όλους δεν του έλειψε. Χαρακτηριστικό είναι αυτό που είχε πει ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής ( όχι ο θείος του ο Κωνσταντίνος, που γι’ αυτόν ο μουσουργός είχε θέσει το ιστορικό δίλημμα «Ή Καραμανλής ή τα τανκς»): «Όταν σπούδαζα έξω κι έλεγα ότι είμαι «από την Ελλάδα» όλοι έλεγαν «A! Mikis Τheodorakis!».

      Η Αρλέτα, μετά την πτώση της δικτατορίας, τραγουδούσε σ’ ένα δικό της τραγούδι: «Τώρα ευχαριστώ αυτόν που κράτησε το φως στα χρόνια της σιωπής, σκοτάδι παίρνοντας γι’ ανταμοιβή». Αυτό μου θυμίζει και το χαρτάκι που άφησε κάποια γυναίκα στον νιόσκαφτο τάφο του Ανδρέα Παπανδρέου, με γραμμένα πάνω του τα λόγια: «Σ’ ευχαριστώ που μ’ έκανες να ονειρευτώ». Εννοούσε - μήπως αλλάξουν τα πράγματα. Που τελικά δεν άλλαξαν. Όπως βρίσκω ευκαιρία για τον βάρδο των δικών μας χρόνων Μίκη Θεοδωράκη (που ήταν στην εποχή μας ό,τι ήταν άλλοτε ο Ρήγας Φεραίος) να κάνω μια πρόταση.

      Ίσως, αυτή η πρόταση που θα κάνω, να ταίριαζε και να γινόταν πραγματικότητα σε μια ξένη χώρα - αλλά είναι κρίμα που δεν ταιριάζει και δεν γίνεται στην Ελλάδα που ζούμε. 

 

 

      Το 1871 το Πανεπιστήμιο Αθηνών θέλησε να συμμετάσχει στον εορτασμό των πενήντα χρόνων τότε από το 1821, δημιουργώντας ένα άγαλμα στον χώρο των Προπυλαίων του. Σαν πνευματικό όμως ίδρυμα, δεν μπορούσε να τιμήσει την Παλιγγενεσία βάζοντας ένα άγαλμα κάποιου ήρωά της, π.χ. του Κανάρη ή του Μπότσαρη. Έτσι προέκυψε ο Ρήγας Φεραίος - που, αν και δεν ζούσε πια στα γεγονότα της Επανάστασης, ήταν ο προπομπός της και, παράλληλα με τις πατριωτικές προσπάθειές του, είχε παρουσιάσει ποικίλο πνευματικό έργο («Φυσικής Απάνθισμα» για παράδειγμα) που ταίριαζε με την κατοπινή υπόσταση του Πανεπιστημίου. 

      Όμως, αυθαίρετα, την επόμενη χρονιά η Εκκλησία έβαλε, σε αντιδιαστολή με τον Φεραίο, τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ - που δεν είχε παρουσιάσει πνευματικό έργο πέρα από το ποιμαντικό του και ας ήταν ένα από τα κορυφαία θύματα στην αρχή του 1821. Μπορεί να τον απαθανάτισε περισσότερο το ποίημα του Βαλαωρίτη στα αποκαλυπτήρια του αγάλματος («Πώς μας θωρείς ακίνητος; Πού τρέχει ο λογισμός σου;…Χτυπάτε πολεμάρχη! | Μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά, του Πατριάρχη»), όμως δεν θα ήταν καμιά δήθεν ιεροσυλία αν απομακρυνόταν και αν πήγαινε πλάι στο άγαλμα του Χρυσοστόμου Σμύρνης στον χώρο της Μητρόπολης (άλλωστε μέσα της είναι ο τάφος του) κι αν έμπαινε εκεί στην θέση του ένα άγαλμα του Μίκη Θεοδωράκη - που, με το άγαλμα του Ρήγα Φεραίου στην άλλη μεριά, οι δυο βάρδοι του έθνους θα καταξίωναν το Πανεπιστήμιο στην πνευματική του υπόσταση. Κι έτσι το Πανεπιστήμιο θα τιμούσε τα διακόσια χρόνια από την Επανάσταση του 1821, που στην επέτειό της έτυχε να πεθάνει αυτός ο Έλληνας - ο άξιος της Νέας Ελλάδας. 

      Αυτά δεν γίνονται θα μου πείτε, γιατί είμαστε «αυτοί που είμαστε με τις εμπάθειές μας». Όμως, σας θυμίζω ότι και ο Ρήγας Φεραίος καταδόθηκε στους Αυστριακούς από έναν Έλληνα έμπορο της Βιέννης, τον προδότη Οικονόμου, κι εκείνοι μετά τον παρέδωσαν στους Τούρκους και στον θάνατό του. Γι’ αυτό, στα πόδια του δικού του αγάλματος, σαν προσφορά προς την πατρίδα, βρίσκεται σκαλισμένη ανάγλυφη η αλυσίδα του, ενώ στα πόδια τού επίσης βασανισμένου Μίκη, σαν προσφορά επίσης προς την πατρίδα, θα είναι οι μουσικές παρτιτούρες του. Μια εικόνα Πανεπιστημίου - που θα έδειχνε μια σωστότερη Ελλάδα. Την πρότασή μου την κάνω (ξέροντας πως δεν θα γίνει αποδεκτή) μόνο και μόνο για να βρει κάποιους αποδέκτες τουλάχιστον  στα λόγια που δεν λέγονται μάταια. 

      Όσο για τον ίδιο τον άνθρωπο Μίκη Θεοδωράκη μου έρχονται στον νου τα λόγια από το τραγούδι του «Του Χωρισμού» σε στίχους, όπως και στην αρχή, του Ιάκωβου Καμπανέλλη: «Μην παντρευτείς τη μοναξιά | μην πάρεις το σκοτάδι, | τραγούδα πάλι κάθε βράδυ | και φέρνε με κοντά. | Βάλε σημάδι εσπερινό | τ' άστρο που μου 'χεις δώσει. | Το βλέμμα μου θα σ' ανταμώσει | ψηλά στον ουρανό». Στο καλό, Μίκη. Σε αποχαιρετώ κι εγώ μ’ αυτήν την κουβέντα που σου ’χε πει ο Μίμης Ανδρουλάκης, μπροστά σου τότε, τελευταία, μέσα στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο: «Μίκη! Δεν είμαστε όλοι εμείς απόψε εδώ να σου πούμε ευχαριστώ για κείνη τη μεγάλη Άνοιξη που έφερες. Όχι! Κανείς δεν λέει ευχαριστώ στους χτύπους της καρδιάς του».

 

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ