Βάλε βήμα κι έμπα στο χορό!

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Ο Αύγουστος ήδη βασιλεύει. Επαναπατρίστηκε, μετά από απουσία μηνών


Της Μαρίας Λιονάκη

 

Η Παναγιά το πέλαγο   κρατούσε στην ποδιά της

Τη Σίκινο την Αμοργό   και τ’ άλλα τα παιδιά της  

Από την άκρη του καιρού   και πίσω απ’ τους χειμώνες

Άκουγα σφύριζε η μπουρού   κι έβγαιναν οι Γοργόνες

  Κι εγώ μέσα στους αχινούς   στις γούβες στ’ αρμυρίκια

Σαν τους παλιούς θαλασσινούς   ρωτούσα τα τζιτζίκια: 

– Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι   γεια σας κι η ώρα η καλή

Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;   κι όλ’ αποκρίνονται μαζί:   – Ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει.

Οδυσσέα Ελύτη: Τα τζιτζίκια


            Ένα καλό του καλοκαιριού είναι ότι ζει,  κυβερνά, βασιλεύει ο ήλιος.  Δεύτερο καλό  είναι  ότι επαναπατρίζεται η νεολαία. Αυτή που σπουδάζει ή δουλεύει, ζει μακριά. Χάριν θερινών  διακοπών, θερινής ιδιαίτερης πατρίδας, αναμενόμενης, προγραμματισμένης επίσκεψης στα πάτρια εδάφη, οικογενειακής θαλπωρής και γκρίνιας.  

Αφού επισκεφτούν  οι νέοι μας, με τις παρέες τους, τις νεανικές, με  μια παράξενη ευκολία, με ένα σακίδιο, λίγα χρήματα και πολύ κέφι, σχεδόν   όλα τα νησιά, τα μεγαλύτερα  και  τα  Αντι- ,  αυτά των διάσημων κι αυτά των απλών ανθρώπων, τη Σίκινο, την Αμοργό και τ’ άλλα τα παιδιά της, αφού περιηγηθούν σ’ αυτά και  διαπιστώσουν μέσα από βόλτες,  εκδρομές,   ανατολές και  ηλιοβασιλέματα ότι  πράγματι ο βασιλιάς  ο ήλιος ζει,  ζει, ζει … Επιστρέφουν.

Έρχονται  στα σπίτια τους , έχοντας  μία αποσκευή και χιλιάδες αναμνήσεις.  Γραφικά πλακόστρωτα νησιών ,  με χαραγμένους  πρόσφατα τους δρόμους, τους χάρτες  τους από ολόλευκο, πεντακάθαρο ασβέστη.  Εποχιακά  λουλούδια, σε μύριους χρωματισμούς, έντονους και πιο απαλούς, παλ, αντί. Που  ξεχειλίζουν από γλάστρες, παρτέρια, κήπους. Που σκαρφαλώνουν σε  φρεσκοασπρισμένους τοίχους. Βασιλικοί, γιασεμιά, φούξια βουκαμβίλιες.  Δαντελωτές ακρογιαλιές,  καταγάλανα νερά.   Όπου ο  ήλιος κατοικεί, διαφεντεύει, τοξεύει   με τις πιο φωτεινές, ζεστές  ακτίνες του.  Σαν αρχαίος τοξότης. Νεανικά  χέρια, δυνατά, μαυρισμένα,  διάπλατα ανοιγμένα αγκαλιάζουν τις όμορφες καλοκαιρινές εικόνες. Μιας φύσης που ραχατεύει.  Εισπνέουν τις μυρωδιές και την ελευθερία αυτής της εποχής.  Με  πρόσωπα γελαστά,  με μάτια, όπου ο βασιλιάς ο ήλιος κατοικεί, με βλέμμα  θριαμβευτικό, ποζάρουν   ώρα δειλινού,  με φόντο το βιολετί ουρανό. Μια στιγμή, ανάμεσα σε ένα μπουκέτο στιγμών, ένα σμήνος στιγμών,  καλοκαιρινών. Με αμέριμνα  βήματα, ξέγνοιαστες συζητήσεις, ακράτητα γέλια, πειράγματα, έρωτες, μπουμπούκια ή ανθισμένους. Σίγουρα μεθυσμένους.

Στο νεανικό δωμάτιο με τη  διακόσμηση που δεν ενηλικιώθηκε ποτέ,   ένα κορίτσι κοιμάται… Ώρες τώρα. Ο  Οδυσσέας  επέστρεψε.  Αφού περιπλανήθηκε μέρες πολλές,   γνώρισε τόπους πολλούς, πολλών ανθρώπων τις βουλές ,   γεμάτος εμπειρίες, εικόνες, άραξε,  αγκυροβόλησε  στην Ιθάκη του.  Στο Λιμάνι του Φόρκυνα,  οι Φαίακες κοιμισμένο τον απόθεσαν. Και κάνει τώρα ύπνο βαθύ.  Δεν ξυπνάει, κι ας  βαράνε κανόνια  κι ας ηχούν κατσαρόλες, κουτάλες και λοιπά σκεύη από το βαρύ πυροβολικό της κουζίνας. Της μαμάς.

Με ελαφρύ πάτημα η μαμά μπαίνει στο δωμάτιο. Ανοίγει τον κλιματισμό. Μη ζεσταθεί η κόρη. Κλείνει τον κλιματισμό.  Μην παγώσει η κόρη.  Στο ύστερο, αφού γελάει με το παιδιάστικο του εγχειρήματός της,   μισοανοίγει το παράθυρο. Να μπει φυσική δροσιά.  Τα τζιτζίκια του Ελύτη έχουν μέρες τώρα  συναυλία. Απαρτίζουν μια πολυμελή χορωδία που κατοικεί στα διπλανά νησιά, δέντρα.  Βράχνιασαν να φωνάζουν, αλλά δεν το βάζουν κάτω. Είναι η φρουρά του βασιλιά  ήλιου και πρέπει  να δικαιολογήσουν τη φήμη τους, να αποδείξουν ότι  επάξια κατέχουν  το αξίωμα. Η μαμά απαντά στο τραγούδι τους με άλλο τραγούδι: « Μη σας λέω, μη μιλάτε το κορίτσι μου κοιμάται…» Η βασίλισσά μου κοιμάται.

            Ο Αύγουστος ήδη βασιλεύει. Επαναπατρίστηκε, μετά από απουσία μηνών.  Ρεμβαστικός, ονειροπόλος, ρομαντικός, γελαστός, αισιόδοξος, ελπιδοφόρος.  Κερνάει τα πιο όμορφα ηλιοβασιλέματα,  άδειες, διακοπές, ξεκούραση, μυρωδάτα σύκα και  σταφύλια, γινωμένα καρπούζια,  ολόδροσα, ζουμερά  φρούτα.  Καπετάνιος στα καλοκαιρινά μας ταξίδια, αληθινά ή νοερά,  κηπουρός καταπράσινων κήπων,  γαλαζοπράσινων θαλασσών…

«Θα 'θελα να,  θα 'θελα να 'μουν κηπουρός  σ' ένα κοραλλένιο κήπο στο βυθό,  γερο-πουρός θαυματοποιός  με τα στοιχειά της νύχτας να μεθώ…»  τραγουδά ο νεοφερμένος μήνας  σε σοκάκια χωριών, πόλεων, νησιών,  νύχτες καλοκαιρινές, φεγγαρόλουστες, νύχτες  που μοσχοβολούν αγιόκλημα και γιασεμί.  Όπως τραγούδησε  ο Βαγγέλης Γερμανός κάποτε.  Πριν σε πάει κρουαζιέρα, γιατί σε νοιάζεται και σ’ αγαπάει.  Βάλε  λοιπόν  βήμα κι έμπα στο χορό,  γέλα και συ αγαπούλα χρυσή! 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ