Βιάννος, εκεί που ξανάρχισε η ζωή

Θανάσης Γιαπιτζάκης
Θανάσης Γιαπιτζάκης

"Η σημερινή Βιάννος είναι δημιούργημα, μνημείο θα το έλεγα καλύτερα, των γυναικών που είχαν απομείνει μετά τις εκτελέσεις. Γι’ αυτό επιλέγω να μη μιλήσω για θάνατο. Αλλά για τη ζωή"

Του Θανάση Γιαπιτζάκη

   Από το 1943 έχουν περάσει ογδόντα χρόνια (αν έχουν νόημα οι αριθμοί στον καταργημένο χρόνο) που στα χωριά της Βιάννου μιλάνε συνέχεια για θάνατο. Οι Γερμανοί ήρθαν κάποτε εκεί, αλλά δεν έφυγαν. Έμειναν μαζί με τους εκτελεσμένους. Τα γεγονότα, ιδίως της φρίκης και του πόνου, δεν φεύγουνε με τους ανθρώπους. Μένουν ακινητοποιημένα, τα περισσότερα άγνωστα γιατί η στιγμή τους δεν είναι αρκετή για να τα θρέψει. Η μνήμη αδυνατίζει μόνο από μια αιτία: Από τη δύναμη της ζωής που συνεχίζει. 

      Όμως υπάρχει και η τεχνητή μνήμη - που από τα παιδιά των παιδιών, που δεν τα έζησαν αυτά τα γεγονότα, λέγεται συλλογική μνήμη. Ο θάνατος. Η ζωή. Τα παιδιά των παιδιών. Πώς συνεχίστηκε η ζωή μετά τον θάνατο; Πώς μπόρεσε η ζωή να το κάνει; Η Βιάννος συνεχίστηκε από τις γυναίκες. Η σημερινή Βιάννος είναι δημιούργημα, μνημείο θα το έλεγα καλύτερα, των γυναικών που είχαν απομείνει μετά τις εκτελέσεις. Γι’ αυτό επιλέγω να μη μιλήσω για θάνατο. Αλλά για τη ζωή.

      Να μιλήσω όμως για τη ζωή εκείνη που αρχίζει να αναμετριέται από τη στιγμή που ξαφνικά αυτή τη ζωή τη χάνεις. Και η αναμέτρηση αυτή δεν είναι μια ολιγόωρη μυθική πάλη - όπως την απαθανάτισαν οι θρύλοι του Ηρακλή με τον Χάροντα της ελληνικής Αρχαιότητας και του Διγενή Ακρίτα με τον Χάροντα του βυζαντινού Μεσαίωνα. Αλλά μια άλλη, πραγματική πάλη, με μεγάλη διάρκεια. Η ζωή που ξαφνικά τη χάνεις, όπως έγινε στη Βιάννο της γερμανικής κατοχής της Κρήτης, δεν απαθανατίζεται ούτε με φωτογραφίες ούτε με λέξεις. Αλλά με μοναδικές στιγμές, από τη μια στιγμή ως στην επόμενη.

C:\Users\x\Desktop\ΒΙΑΝΝΟΣ\olokautoma-viannos.jpeg

      Η ζωή που χάνεται μέσα σε μια τέτοια μοναδική στιγμή, βγαίνει στις μάνες εκείνες που ξαφνικά δεν είναι μάνες αφού δεν έχουν πιά τα παιδιά τους, βγαίνει στις παντρεμένες γυναίκες που ξαφνικά η βέρα τους γίνεται χωρίς αντίκρισμα αφού κείτονται μπροστά τους άψυχοι οι άντρες τους, βγαίνει στις αδελφές εκείνες και στις κόρες εκείνες που χάσανε, μέσα στους σπασμένους δείκτες του ρολογιού, το αδελφικό ή το πατρικό στήριγμά τους.

      Όλα εκείνα τα θηλυκά όντα, κάθε ηλικίας και κάθε σωματικής δύναμης, ξαφνικά απέμειναν στα χωριά της Βιάννου σε μια ζωή που έγινε φριχτή - κι ακόμα κάτι πιο σκληρό, άδεια. Φριχτή, γιατί - πριν κλάψουν για τους νεκρούς τους και γι’ αυτό που έχουνε πάθει - βάλθηκαν να αναγνωρίσουν τους παραμορφωμένους δικούς τους, τον ίδιο τους τον πατέρα ή τον ίδιο τους τον γιό από τα ρούχα που φορούσαν, να μαζεύουν - με χέρια γεμάτα αίμα - τα πεταγμένα έξω εντόσθια και τα σκορπισμένα μυαλά και να τα βάζουν σε σακούλες και σε τσουβάλια, να σκάβουν το χώμα που άλλοτε προσπερνούσαν ή χόρευαν και τραγουδούσαν πάνω σ’ αυτό, και να φτιάχνουν σε σχήμα αλωνιού ομαδικούς τάφους. Δεν είχε νόημα, έτσι αλλοιωμένοι που ήταν από το σαρωτικό τίναγμα της γερμανικής σφαίρας οι άνθρωποί τους, να τους βάλουν χωριστά η καθεμία τον καθένα τους.

C:\Users\x\Desktop\ΒΙΑΝΝΟΣ\olokaytoma2.jpg

 Πρώτο τους αναγκαστικό μέλημα ήταν να μη τους βρούνε τα επόμενα σκυλιά μετά από τα ανθρώπινα. Και δεν ήταν σκοτωμένοι όλοι, οι γέροντες, οι άνδρες, τα μεγάλα παιδιά, από εκτελέσεις με διαφόρων επικατάρατων ειδών όπλα. Ήταν και με ξιφολόγχες και με μαχαίρια και με σχοινιά. Η κτηνωδία προσπάθησε να μην ξεχάσει κανένα της τρόπο. Ανάπηροι λογχίστηκαν πάνω στο στρώμα τους, παιδιά φώναζαν καθώς τους έκοβαν ένα ένα τα δάχτυλα, βρέθηκε κεφάλι αποχωρισμένο από το σώμα, και Γερμανοί αφιονισμένοι μετά από εκτελέσεις που θα τις ακολουθούσαν άλλες, φώναζαν στα ελληνικά «Πανατζία μου! Πανατζία μου!» με κοροϊδευτική μίμηση της κραυγής των γυναικών.

      Μετά; Μετά από εκτελέσεις που θα τις ακολουθούσαν άλλες, γίνονταν λεηλασίες σπιτιών (σκαμνάκια, στρώματα, μέχρι και σαπούνια πήραν!) και μετά πυρπολήσεις ή ανατινάξεις. Και μετά, το γράφω όπως το λέει το περσινό ημερολόγιο του Συλλόγου Βιαννιτών Αττικής «Ο Διαβάτης»( που ενώ Διαβάτης ήταν προσωνυμία του Βιαννίτη δημιουργού του «Πατούχα» Ιωάννη Κονδυλάκη, τώρα συμβόλιζε τη διάβαση από τη ζωή πολλών Βιαννιτών):

C:\Users\x\Desktop\ΒΙΑΝΝΟΣ\viannos-olokaytoma-mnimosyno-1-620x354.jpg

 «Το δάκρυ ουδέποτε στέρεψε στη Βιάννο. Το δάκρυ των συζύγων που έχασαν τους ανθρώπους τους, των μανάδων που έχασαν τα παιδιά τους, των ορφανών που έχασαν τους γονείς τους. Μια επαρχία ολόκληρη μαυροντύθηκε. Μα δεν λύγισε      ούτε στιγμή. Ήταν πάντα περήφανη. Και τη στιγμή του δράματος. Γιατί είχε ανθρώπους όρθιους». Κι  αλλού στο ημερολόγιο διαβάζω: «Οι γυναίκες της Βιάννου κράτησαν ζωντανή τη μνήμη της συμφοράς, αλλά και της αντίστασης στη ναζιστική θηριωδία». Και στο τέλος βλέπω: «Αποτέλεσαν παράδειγμα υπομονής και εγκαρτέρησης, πρότυπα ζωής που μας καλούν να μην ξεχάσουμε, να μην εφησυχάσουμε, να εναντιωθούμε σε κάθε απόπειρα επανεμφάνισης τέτοιων αποτρόπαιων φαινομένων». 

      Μια ζωή που ξαφνικά έγινε φριχτή στα χωριά της Βιάννου - κι ακόμα κάτι πιο σκληρό, αυτό που ακολούθησε: Μια ζωή, μέσα στην ύπαρξή τους, άδεια.

      Τα συγκλονιστικά γεγονότα των πρώτων εκείνων ημερών περιγράφονται στην έκθεση της ειδικής επιτροπής που θα συγκροτήσει δυό χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 1945, η ελληνική κυβέρνηση. Σ’ αυτή την επιτροπή, που με τζιπ πήγε σε όλη τη ματωμένη Κρήτη, ήταν και ο Νίκος Καζαντζάκης. Λίγους μήνες αργότερα, τον Δεκέμβριο, πέρα από τις καταγραφές της έκθεσης, ο εκκολαπτόμενος ακόμα συγγραφέας θα εκφωνήσει σχετική ομιλία από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών. Και, ανάμεσα στα πολλά άλλα του, θα πει και τούτα: 

      «Σοβαρό είναι το πρόσωπο της Κρήτης, πολυβασανισμένο. Μαδάρες γυμνές, τραχειές, αγέλαστες. Η Κρήτη έχει αληθινά κάτι το πανάρχαιο, το άγιο, το πικραμένο και περήφανο, που έχουν οι χαροκαμένες μάνες που γέννησαν παλικάρια. Έχει τόσο πολύ πολεμήσει η γης ετούτη, έχει τόσο πολύ συνηθίσει τον θάνατο, που τον ξεφοβήθηκε πιά. Σαράντα μέρες γύριζα το περασμένο καλοκαίρι την Κρήτη, για να δω τα χωριά που γκρέμισαν κι έκαψαν οι βάρβαροι. Περίμενα ν’ ακούσω κλάματα και να δω χέρια ν’ απλώνονται να ζητούν βοήθεια. Και βρήκα ανυπόταχτες, απαράδοτες ψυχές και κορμιά μισόγυμνα πεινασμένα. Κι αλύγιστα. Τί δύναμη και τί αντοχή είναι τούτη, συλλογιζόμουν, και πού βρίσκουν τα κορμιά τούτα τόση ψυχή; Οι Κρητικοί, αλήθεια, αγαπούν παράφορα τη ζωή και συνάμα ποτέ δεν φοβούνται τον θάνατο. Μέσα από τα χαλασμένα χωριά που πέρασα, πάνω από τα νεοανοιγμένα μνήματα που δρασκέλισα, πίσω από τις κουβέντες που άκουσα, ακατάπαυτα διαπίστωσα τούτη τη μεγάλη δισυπόστατη παλικαριά: Παράφορη αγάπη για τη ζωή και άφοβο αντίκρισμα του θανάτου. Τούτος είναι ο πρώτος πολύτιμος καρπός που γεύεται όποιος, τώρα που καπνίζουν ακόμα τα ερείπια κι είναι ακόμα νωπά τα αίματα στις πέτρες, περιοδεύει αυτά τα χωριά.

C:\Users\x\Desktop\ΒΙΑΝΝΟΣ\14521.jpg

 Οι Κρητικοί, όπως όλες οι γενναίες ψυχές, στην άκρα απελπισία βρίσκουν τη λύτρωση. Πολλοί Κρητικοί, μπροστά από τα τουφέκια των Γερμανών, τη στιγμή που θα τουφεκίζονταν, έβρισκαν τη γαλήνη. Κι όχι μονάχα τη γαλήνη, παρά και τη χαρά της αδάμαστης ψυχής που αναγαλλιάζει, γιατί της δίνεται η ευκαιρία να δείξει την αρετή της. Πολλοί, την ύστερή τους στιγμή μπροστά από το εκτελεστικό απόσπασμα, τραγουδούσαν μαντινάδες κρητικές και τον εθνικό ύμνο. Οι τραχύτητες δεν λυγίζουν την κρητική ψυχή. Αντίθετα, την πυρώνουν και τη δυναμώνουν.

C:\Users\x\Desktop\ΒΙΑΝΝΟΣ\CACHE_620X620_1_1218449 - Αντιγραφή.jpg

 Υπάρχει κάποια φλόγα, κάτι, πιο πάνω απ’ τη ζωή κι από τον θάνατο, που δεν μπορείς να το ορίσεις. Υπάρχει αυτή η περηφάνια, το πείσμα, κάτι άλλο, ανέκφραστο κι αστάθμητο, που σε κάνει να χαίρεσαι. Να χαίρεσαι, μα και συνάμα σου δίνει μεγάλη ευθύνη».

      Ο Καζαντζάκης λέει ότι για τον ελεύθερο άνθρωπο δεν υπάρχει διαφυγή από την ευθύνη. Και από την ευθύνη της ανάδειξης της θυσίας τους, συμπληρώνει ο Γιώργης Στρατογιαννάκης, που είναι ένας από εκείνους που φροντίζουν να γίνονται κάθε χρόνο οι εκδηλώσεις μνήμης . Αλλά εγώ επισημαίνω ότι δεν υπάρχει στη Βιάννο τόσο το νόημα της θυσίας και της αναγνώρισης της προσφοράς της ζωής, όσο η έντονη οδύνη στον αλλοτινό χαμό ανθρώπων και σπιτιών ή όσο η αγανάκτηση των σημερινών στην ανάμνηση της άδικης συμφοράς. Το πραγματικό μνημείο της Βιάννου δεν είναι εκεί έξω από τον Αμιρά, στα αλλοιωμένα αγάλματα του γλύπτη Γιάννη Παρμακέλη και στις ετήσιες επετειακές ομιλίες μνήμης, που γίνονται ανάμεσά τους.

C:\Users\x\Desktop\ΒΙΑΝΝΟΣ\ΓΛΥΠΤΗΣ\VIANNOS3 (1).jpg

 Το πραγματικό μνημείο της Βιάννου είναι να έρθει ο επίσημος εκπρόσωπος της Γερμανίας και να γονατίσει συμβολικά στα εδάφη των θυμάτων της, δείχνοντας πως δεν ανήκει πιά σ’ εκείνη την αλλοπρόσαλλη γενιά της δήθεν ανώτερης φυλής που αιματοκύλισε τον Κόσμο. Και χωρίς να πει κούφια λόγια δήθεν μετάνοιας (γιατί κανείς δεν ξεχνάει τα υπεροπτικά πρόσωπα του Σόιμπλε και της Μέρκελ) να αφήσει φεύγοντας πίσω του το γόητρο του ισχυρού, με το χαρτί της αποζημίωσης που αναλογεί στον τόπο. Και οι ίδιοι οι σημερινοί Βιαννίτες, που είναι τα παιδιά των παιδιών εκείνων των αδικοσκοτωμένων δικών τους, να δώσουν έναν οβολό από το υστέρημά τους και να κάνουν πραγματικό έρανο αναμεταξύ τους που δεν θα τον νοθέψουν με ξένες χορηγίες, για να φτιάξουν αυτό που δεν κατάφεραν εδώ και ογδόντα ολόκληρα χρόνια τώρα: Το άγαλμα της «Γυναίκας της Βιάννου». Κι από κάτω να γράψουν ένα ταπεινό «Ευχαριστώ» στη γιαγιά τους, στη μητέρα τους, στην θεία τους, στην νουνά τους, στη μεγάλη τους αδελφή, στην κόρη τους, στη γειτόνισσά τους. Σε όλες αυτές που ύψωναν όλα αυτά τα χρόνια πονεμένες κι απαρηγόρητες την προστατευτική και γόνιμη σκιά τους για να ξαναρχίσει η ζωή στη Βιάννο.  Στη Βιάννο που δυναμικά προβάλει σήμερα όχι μόνο στα χωριά της αλλά και σε άλλα μέρη της Ελλάδας και του Εξωτερικού, όπου υπάρχουν Βιαννίτες και προοδεύουν, τα αλλοτινά ορφανεμένα παιδιά που τότε ξεπρόβαλαν μέσα από τους καπνούς κι από τα χαλάσματα. Δεν είναι τυχαίο ότι η περσινή επέτειός τους ήταν αφιερωμένη στις ηρωίδες Βιαννίτισσες Γυναίκες και η φετινή επέτειός τους ήταν αφιερωμένη στης Βιάννου τα Παιδιά, στους μικρούς μάρτυρες που έχασαν τη ζωή τους από τη ναζιστική λαίλαπα, αλλά και στα παιδιά που επέζησαν για να ζήσουν την ορφάνια και την ακραία φτώχεια, που όμως έγιναν ο πατέρας, ο θείος, ο παππούς των σημερινών Βιαννιτών.

C:\Users\x\Desktop\ΒΙΑΝΝΟΣ\pinakidamnimis.jpg

      Χαρακτηριστικά είναι τα αλλοτινά λόγια του Καζαντζάκη - και με αυτά τελειώνω, αν έχουν τελειωμό ποτέ τα πράγματα της ζωής: 

      «Δεν έχουμε ένα σκαμνί να σε βάλουμε να καθίσεις, δεν έχουμε ένα ποτήρι να σου δώσουμε νερό, δεν έχουμε ένα κομμάτι ψωμί αν πεινάς, δεν έχουμε τίποτα, τίποτα! Όλα μας τα κάψαν και μας τα πήραν οι Γερμανοί». Έτσι μου λέγανε κάτω από έναν πλάτανο, στη μέση του γκρεμισμένου χωριού, οι μαυροφόρες που ξεπρόβαλαν από τα χαλάσματα. «Δεν έχουμε μήτε και άντρες να κουβεντιάσουν μαζί σου! Νά, μόνο τούτα τ’ αρσενικά απομείναν» είπε μια χλωμή γυναικούλα δείχνοντάς μου δυο τρία μωρά που βύζαιναν στον κόρφο τους οι μανάδες. «Φτάνουν αυτά για μαγιά!» φώναξε μια γριά. «Τα ίδια δεν πάθαμε και στην επανάσταση του 66; Εγώ ήμουν μικρή, μα θυμούμαι. Δυο τρία είχανε και τότε απομείνει κι απ’ αυτά αναπιάστηκε πάλι όλο το χωριό». «Μη φοβάστε, μωρέ γυναίκες» είπε, γυρίζοντας στις μαυροφόρες που σώπαιναν. «Μη φοβάστε, μαγιά πάντα απομένει»!

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ