Δυο μπισκότα και μια μηλόπιτα...

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Χτυπά ρυθμικά, επίμονα, γελώντας, αφού, όσο μοναχισμό και διάθεση εσωστρέφειας κι αν έχει η κυρία του σπιτιού αυτού σήμερα, όσο κι αν έχει τις κλειστές της θα το σηκώσει, δεν μπορεί.…

της Μαρίας Λιονάκη

Νοέμβρης μήνας ταξιδεύει…  Μελαγχολικός, ρομαντικός, σκεφτικός, νοσταλγικός.  Ευαίσθητος, ευάλωτος, μοναχικός.  Θέλει την παρέα, μα δεν το μολογάει… Σα φύλλο, κίτρινο, καφέ, κοκκινωπό, φύλλο   από το δέντρο του χρόνου,  θροΐζει στο φύσημα του αέρα. Σα χελιδόνι  κάθεται στο σύρμα να  ανταμώσει την παρέα του. Να σχεδιάσουν ταξίδι.  Μοναχά για πάρτη τους. Σα σύννεφο  υφαίνει με άσπρες, γκρι κλωστές το μαξιλάρι του.  Σα θάλασσα βαμμένη  σε αποχρώσεις  σκούρες, μεταλλικές, μολυβί, σκούρο μπλε σκεπάζεται τον ουρανό, να μην κρυώνει. 

Το τηλέφωνο, που έχει ανακαλύψει ο Γκράχαμ Μπελ και τόσοι άλλοι άνθρωποι αυτής της γης  με χαρά, αφύσικα  παραμελημένο εδώ και ώρα και ώρες, μέρες, στο συγκεκριμένο σπίτι,  δηλώνει τώρα, ανυπόμονο, επίμονο,  με εγωισμό την παρουσία του στο χώρο. Χτυπά ρυθμικά, επίμονα, γελώντας, αφού, όσο μοναχισμό και διάθεση εσωστρέφειας κι αν έχει η κυρία του σπιτιού  αυτού σήμερα, όσο κι αν έχει τις κλειστές της,   τις ταιριαστές, τις εναρμονισμένες  με  το φθινοπωρινό, συννεφιασμένο, μελαγχολικό καιρό ένα τηλέφωνο θα το σηκώσει, δεν μπορεί.…

-«Καλημέρα μαμά! -«Καλημέρα ομορφιά μου!   Πού οφείλω του τηλεφωνήματος αυτού  την τιμή;»- «Να! Έπαιρνα τον μπαμπά, δεν μου το σήκωσε και πήρα μετά εσένα…» λέει με ένα κρυμμένο, αλλά  φανερό χαμόγελο και  με   νάζι η κόρη. Πειράζοντας, πάντα  με αγάπη,  τη μαμά της, που συχνά τη ρωτάει μισοαστεία, μισοσοβαρά : ποιον αγαπάς πιο πολύ τη μαμά ή το μπαμπά; Σαν τα παιδάκια, όταν τα ρωτούν.

«Τώρα τελευταία, όταν σε παίρνω τηλέφωνο μαμά μου φτιάχνεις το κέφι. Γιατί εσύ μοιάζεις να ζεις, σε ένα άλλο κόσμο,  δικό σου, ένα παράλληλο σύμπαν. Όταν σε παίρνω είναι σα να είσαι διακοπές στις Μαλδίβες, να φοράς το μαγιό σου, να έχεις κολυμπήσει ώρες στα καταγάλανα νερά  και  βγαίνεις μόλις ,για να σηκώσεις το τηλέφωνο. Τι κάνεις πάλι; Βλέπεις καμιά ταινία για το σεμινάριο, ακούς τραγούδια επετειακά για σχολική γιορτή, φεύγεις για το γυμναστήριο,  καθαρίζεις το σπίτι, τι κάνεις; Εγώ κάνω ένα διάλειμμα στη δουλειά. Πίνω τσάι,  τρώω μπισκότα Μιράντα κι είπα να σε πάρω…» -«Πολύ καλά έκανες! Μου έφτιαξες το κέφι πάλι έτσι που γελάς, τιτιβίζεις.  Ωραία είναι που ζω  στον κόσμο  μου, με όλα αυτά που μου αρέσει να κάνω.  Μιράντα μπισκότα τρως;  Πώς κι έτσι; »

-« Ναι  μαμά, τώρα τελευταία όλο Μιράντα τρώω. Στο σπίτι, στη δουλειά… Θυμάμαι μαμά, όταν ήμουν μικρή, που πηγαίναμε στη φίλη σου την Ειρήνη για να παίξω με την κόρη της τη Μαρία. Καθόμουν τότε στον καναπέ, τα πόδια μου δεν έφταναν ν’ ακουμπήσουν κάτω. Κοίταζα τότε την Ειρήνη, με κοίταζε κι αυτή, άνοιγε ένα μεταλλικό κουτί κι έβγαζε μπισκότα Μιράντα και με κερνούσε. Έπαιρνα ένα στο ένα χεράκι κι ένα στο άλλο και μασουλούσα. Ήταν η χαρά μου…»

Άφωνη και συγκινημένη, σε μια μεταστροφή της διάθεσης μου εγώ,  ακούω την κόρη μου  να ανασύρει αναμνήσεις μιας άλλης εποχής, χρόνια πριν. Όταν εγώ τη γέννησα με διαφορά ενός μήνα απ’ τη γειτόνισσά μου την Ειρήνη που γέννησε τη Μαρία. Τα πρωινά πίναμε καφέ με την Ειρήνη  απολαμβάνοντας την εξαιρετική μηλόπιτά της και κουβεντιάζαμε, ενώ τα παιδιά μας έπαιζαν,  όσα ζούσαμε κι όσα θέλαμε να ζήσουμε,  απλές  καθημερινές συζητήσεις, ντυμένες με τη θαλπωρή του σπιτιού, του μοιράσματος, της παρέας… Για την ίωση που πέρασαν τα παιδιά μας,  το προϊόν  που διαφήμιζε  η τηλεόραση και ίσως μας ήταν χρήσιμο στα παιδικά πάρτι, το πουλόβερ που θέλαμε να πλέξουμε και τι χρώμα,  σχέδιο να το κάνουμε, τα καλύμματα του καναπέ   που ήθελαν άλλαγμα, αλλά υπήρχαν άλλες προτεραιότητες, την εκδρομή που σχεδιάζαμε για το καλοκαίρι… Ασήμαντα μα τόσο σημαντικά πράγματα ...  Απ’ αυτή τη γειτονιά φύγαμε όταν η κόρη μου ήταν τριών χρονών. Η επαφή μαζί τους κράτησε κάποια χρόνια και χάθηκε μετά. Όπως τόσα και τόσα που δε θα έπρεπε να είχαν χαθεί σ’ αυτό τον κόσμο. « Αχ βρε Ζωή τι μου θύμησες!  Τι όμορφα που ήταν τότε. Πόσο χαίρομαι που τα θυμάσαι όλα αυτά… Έλα σε αφήνω, να τελειώσω όσα έχω να κάνω. Να προλάβω να φτιάξω και μια μηλόπιτα. Με μπόλικη κανέλα και καρύδια. Τη συνταγή της Ειρήνης θα κάνω! Πάντα, σε όλες τις εποχές πετυχαίνει…»  Να συντροφέψει γλυκά αγαπημένες, αξέχαστες στιγμές. Νοσταλγικές. Σαν το Νοέμβρη που ταξιδεύει…

 

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ