Φτιάξε καρδιά μου το δικό σου παραμύθι...

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Όσο υπάρχουν στον κόσμο παιδιά, ζώα και λουλούδια... Mη φοβάστε! Όλα θα πάνε καλά!


της Μαρίας Λιονάκη

Ένα στέμμα κυκλικό,  από σκληρό, στέρεο χαρτί,   ροζ γυαλιστερό με επιβλητικές, καλοακονισμένες,  ξεκάθαρες μύτες που τόξευαν  την οροφή του αυτοκινήτου φορούσε στο κεφάλι της η Ραφαελίτσα. Όπως ξεπρόβαλε σε όλες  τις αποχρώσεις του ροζ ντυμένη,  σαν οπτασία, σαν ηρωίδα παραμυθιού,  Χιονάτη ή Κοκκινοσκουφίτσα,    απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο  του αυτοκινήτου που δε φορούσε στέμμα, ούτε ροζ ρούχα. Που οδηγούσε η μαμά της, που μόλις ξεκινούσε  κι έκανε μανούβρες στην πυλωτή, ανάμεσα σε στέρεους τοίχους, προσπαθώντας να μην ακονίσει τις μύτες του στους τσιμεντένιους τοίχους.   Κι είχε σηκώσει όλο σκέρτσο και νάζι  τα χεράκια  της η Χιονάτη, με τα άσπρα μικρούλικα δαχτυλάκια  χορευτικά λυγισμένα  σα να χόρευαν  μπαλέτο. 

Τα πηγαινοέφερνε προσπαθώντας  να  βολέψει  καλύτερα  με μάτια που έλαμπαν το στέμμα της, το καύχημά της.  Μα  αυτό ζωηρό  παιδάκι,  πού  να σταθεί, να βολευτεί στο γεμάτο  μπουκλίτσες ανθισμένο κεφαλάκι. 

Ταξίδευε σαν ανθός αμυγδαλιάς αποκομμένο απ’ τη μαμά- δέντρο  σε ελαφρύ ανοιξιάτικο αεράκι. Πάνω στο ανοιξιάτικο κεφαλάκι   ζυγίζονταν, έκανε κούνια, τραμπαλίζονταν. Έπιανε μια στιγμή  απ’ το χέρι  τις  φίλες της, τις  φρεσκολουσμένες, καστανόξανθες μπουκλίτσες κι άρχιζε το  χορό, το παιχνίδι, τραγουδούσε το «περνάει περνάει η μέλισσα με τα μελισσάκια της» κι έφευγε  την άλλη στιγμή,   να κυνηγήσει μια πεταλούδα που από λουλούδι  σε λουλούδι  πετούσε.  

 «Τι είσαι εσύ;» τη ρωτάω, πλησιάζοντας   χωρίς δεύτερη σκέψη ,  παρά τη βιασύνη μου, το ανοιγμένο παράθυρο του αυτοκινήτου, για   να χαιρετήσω την όμορφη  συντροφιά που συμπληρωνόταν ακόμη απ’ τον μικρότερο  γιο της οικογένειας,  καθισμένο στο ειδικό γι’ αυτόν  καθισματάκι. « Εγώ είμαι πριγκίπισσα!»  μου λέει.  «Στο νηπιαγωγείο το έφτιαξαν!» συμπληρώνει η μαμά της, χαιρετώντας με,  κουνώντας το κεφάλι  συγκαταβατικά   κι εγώ μένω εκεί ακίνητη  αρκετές στιγμές  να ρουφάω  ξεχασμένες εδώ και  χρόνια εικόνες , να αποθηκεύω  ομορφιά, νάζια,  παιδικότητα και χάρη, χάδι, μέλι στα τρίσβαθα της ψυχής μου. Να παίρνω φως για να το ξοδέψω αργότερα λίγο λίγο, σταδιακά. Να παίρνω χρώμα  να έχω να πορευτώ όλη μέρα, να κάνω ζάφτι την ενήλικη, καθόλου παραμυθένια καθημερινότητά μου. Να αποταμιεύω  στο κελάρι της καρδιάς  ξεγνοιασιά.

 Μια αδυναμία  δένει με μυστική χρυσαφένια κλωστή,  αυτή τη μικρούλα  κι εμένα, που η  κοινωνικότητα δεν είναι το δυνατό μου σημείο. Τα μικρά παιδιά  έχουν ένστικτο και διαβάζουν λέξεις της ψυχής που σκαλώνουν στα τυπικά και δυσκολεύονται να βγουν, δεν ακούγονται. Βλέπουν το χρώμα  με το οποίο είναι βαμμένες οι ψυχές,  αναγνωρίζουν τις αποχρώσεις της φωνής  και των ματιών  που τα κοιτάνε  και με δικό τους κώδικα,  σωστά  αποκωδικοποιούν,  όσα νιώθουμε, που τα αφορούν.

Η αγνή ψυχή τους ξέρει να ξεχωρίζει το πραγματικό από το είδωλο, αφαιρεί στο άψε σβήσε τα φκιασίδια και κατατάσσει τον καθένα, όπου  του πρέπει. Στα μικρά χέρια  τους κρατάνε την πιο βαριά βαριοπούλα που σπάει  τείχη και  διεισδύουν αθόρυβα, εύκολα,   σα  σε δικό τους κήπο  και στις πιο δύσκολες, απρόσιτες  ψυχές.  Σαν τη ψυχή του σκληρόκαρδου γίγαντα στο παραμύθι του  Οσκαρ Ουάιλντ, του γίγαντα  που είχε διώξει, είχε απαγορεύσει  στα παιδιά να παίζουν στην αυλή του, υψώνοντας τοίχο ολόγυρα, όταν επέστρεψε  στο κάστρο του απ’ το  δράκο της Κόρνις. Που  ζούσε αποκομμένος, μόνος κι έρημος,  δυστυχισμένος, καθώς  είχε επικρατήσει στον κήπο του  ο χειμώνας, το κρύο ,το χιόνι και  το χαλάζι . Ώσπου μια μέρα  ξυπνώντας άκουσε   μια θεσπέσια  μουσική.  Νόμιζε πως  ήταν οι μουσικοί του βασιλιά, αλλά  όταν βγήκε έξω  κατάλαβε πως ήταν ένας σπίνος που κελαηδούσε κι αυτό που είδε …

«'Ηταν η πιο μαγευτική εικόνα. Από ένα άνοιγμα στον τοίχο, τα παιδιά σύρθηκαν μέσα και σκαρφάλωσαν στα μπράτσα των δέντρων. Σε κάθε δέντρο που αγκάλιαζε το μάτι του αντίκριζε κι ένα παιδάκι. Και τα δέντρα πετάριζαν από χαρά για τα παιδιά που γύρισαν  κι έτσι ντύθηκαν με λουλούδια και λύγιζαν τα μπράτσα τους απαλά, πάνω απ' τα παιδικά κεφαλάκια.» Στο εξής  ο γίγαντας  γκρέμισε τον τοίχο κι  άφησε πάλι τα παιδιά να παίζουν στον κήπο του,  όπου  επέστρεψε η άνοιξη, άνθισαν τα λουλούδια, οι παιδικές φωνούλες, τα γέλια,  οι μουσικές κι  ο ίδιος  ήταν  τόσο ευτυχισμένος, όσο ποτέ. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εσείς, εμείς  καλύτερα στη δική μας ιστορία και καθημερινότητα, όπου  τα παιδιά, έτσι κι αλλιώς νιώθουν τα πιο όμορφα συναισθήματα και τα ξέρουν όλα…  

Τα μικρά παιδιά που έχουν ακόμη  αντίληψη και θάρρος γνώμης. Κάθε φορά που  η μαμά της  Ραφαελίτσας επισκέπτεται το πατρικό της και συστήνει το μεσημέρι επαναλαμβανόμενα ησυχία στη μικρή,   γιατί « όλοι στον κάτω όροφο κοιμούνται», αυτή κάνει το  θάρρος  της σημαία και απαντά: « Η κυρία Μαρία όμως δεν κοιμάται!» 

Πράγματι δεν κοιμάται τα μεσημέρια  η κυρία Μαρία, όπως  και κάθε Μαρία, Ελένη, Κατερίνα, Θάλεια,  Αγάπη, Ζωή, που κινεί  όλη μέρα, ως αργά το βράδυ  μιας οικογένειας και ενός επαγγέλματος τα νήματα,  τη ζωή ,  γυναίκα εργαζόμενη  της δύσκολης  σημερινής εποχής, της πραγματικής ζωής. Που δεν είναι Χιονάτη, ούτε Κοκκινοσκουφίτσα, ούτε νεράιδα, πριγκίπισσα με στέμμα.  Που  φορούσε κι αυτή  μικρή περήφανα το  διάδημα, που χτένιζε τις κούκλες της και σιγοτραγουδούσε. Που έτρωγε όλο  το φαγητό της  ακούγοντας συνεπαρμένη  παραμύθια,  όταν η μαμά της τη γύριζε  βάσει  σχεδίου,  από μπεντένι σε μπεντένι, από αυλή σε αυλή κάθε μεσημέρι στη γειτονιά για να φάει.  Υφαίνοντας με απαλή, τρυφερή, κυματιστή, ροζ  φωνή  ιστορίες για πεντάμορφες πριγκίπισσες, μάγισσες,  βασιλιάδες, ξωτικά, γοβάκια, νεράιδες, πρίγκιπες και άμαξες…

Όσο υπάρχουν στον κόσμο παιδιά, ζώα και λουλούδια... Mη φοβάστε! Όλα θα πάνε καλά! Έγραψε κάποτε  ο  Νίκος  Καζαντζάκης κι εγώ που δεν είμαι ηρωίδα ενός παραμυθιού επιστρέφοντας στο παρόν σκέφτομαι…

Να κάνω πλάνο, σχέδιο, να βάλω τις υποχρεώσεις της ημέρας  σε μια σειρά. Πρώτα τα βασικά, μετά τα πιο ασήμαντα. Πρώτα τις δουλειές τις καθημερινές, κάθε εποχής,  μετά τις εποχιακές. Χωρίς άγχος, με ηρεμία. Όσα δεν προλάβω, αύριο θα γίνουν, θα τα κάνω.  Δε θα χαλάσει δα κι η   διαγωγή μου ή θα μου μειώσουν το βαθμό τριμήνου στον έλεγχο,  αν μείνει κάτι για ύστερα, για αργότερα, για ποτέ. Ας βάλω πρώτα το αγαπημένο μου τραγούδι , το «Φτιάξε καρδιά μου το δικό σου παραμύθι»  του Διονύση Τσακνή να παίζει. Να συνδυάσω εργασία και χαρά. Την εκτέλεση με την παιδική χορωδία του Δημήτρη Τυπάλδου θα βάλω!   «Μες το δικό σου παραμύθι ξαναβρες το,  το ξεχασμένο μονοπάτι σου  και ξαναχασ' το, ξαναβρες τo, ξαναπες το,  το τραγουδάκι σου.. Ξελευθερώνω την ωραία πεταλούδα από τη σφραγισμένη γυάλα της,  να σου δανείσει τα φτερά της τα βελούδα και τα μεγάλα της…»

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ