Η γλώσσα του ‘21

Θανάσης Γιαπιτζάκης
Θανάσης Γιαπιτζάκης

"Μήγαρις έχω άλλο στον νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα" - Διονύσιος Σολωμός

Του Θανάση Γιαπιτζάκη 

 

Τώρα το 2021, που γιορτάζουμε, όχι το ότι συμπληρώνονται διακόσια χρόνια από την Επανάσταση του 1821, αλλά το ότι κοντεύουμε να απαλλαγούμε από τον βραχνά του Κορωνοϊού κι από τις κοινωνικο-οικονομικές παρενέργειές του, ακόμα και τώρα, το 2021, τα πιο πολλά από τα άλλα δεινά μας συνεχίζουν να υπάρχουν.

      Κι αυτό γιατί, όπως λέει ο Κυριάκος Σιμόπουλος, τα περισσότερα από τα δεινά και οι δραματικώτερες δοκιμασίες του Ελληνισμού, μέσα στα διακόσια χρόνια της ελεύθερης εθνικής ζωής μας, έχουνε τις ρίζες τους στα λάθη στρατηγικής που έγιναν - συνειδητά ή έστω από πλάνη κι απειρία - στα χρόνια του Μεγάλου Ξεσηκωμού.

      Ένα από τα λάθη εκείνα ήταν η απολάκτιση της δημοτικής (που ήταν η εθνική μας γλώσσα) και η επιμονή για πολλά χρόνια στην καθαρεύουσα.

      Είναι σίγουρο ότι η ετοιμασία του απελευθερωτικού κινήματος είχε για θεμέλιό της την παιδεία. Και, στα χρόνια των Διαφωτιστών, παιδεία σήμαινε νεκρανάσταση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας - ή γλώσσης, όπως την έλεγε η καθαρεύουσα. Αυτή η τεχνητή επιστροφή στην πνευματική φήμη των αρχαίων Ελλήνων ήταν χρήσιμη μέχρι την Επανάσταση. Γιατί συντελούσε στην παγκόσμια προβολή του ελληνικού ζητήματος.

      Όμως μετά τον Ξεσηκωμό, η θεωρία τού να ταυτίζεται η ανάσταση του Γένους με την ανάσταση της αρχαίας γλώσσας, έστω και με τον τρόπο της καθαρεύουσας, αποτέλεσε ολέθρια προγονοπληξία. Πράγματι, αυτού του είδους η ανεδαφική αρχαιολατρεία έκανε το έθνος να ξεστρατίσει, σε μιαν ώρα που έσφυζε από δημιουργικό δυναμισμό, το αποτελμάτωσε για ενάμιση αιώνα και έγινε η τροχοπέδη στην πολιτιστική του εξέλιξη.      

      Η γλώσσα στην Εποχή του Εικοσιένα ήτανε πράγματι όπλο πολέμου. Από την πρώτη κιόλας στιγμή που άρπαξε ο λαός τα άρματα, που άστραψε το καρυοφύλλι, που οργανώθηκε ο πολεμικός αγώνας και κυρίως που αναδείχθηκε προσωρινή Διοίκηση, φάνηκε η σημασία της γλώσσας για το επαναστατημένο έθνος.

      Μια γλώσσα κινητήρια δύναμη του Ξεσηκωμού, μια γλώσσα που να είναι γλώσσα επικοινωνίας των αγωνιστών, γλώσσα των επαναστατικών προκηρύξεων, των ψηφισμάτων, των νόμων και των πολεμιστήριων σαλπισμάτων, ζωντανή, κατανοητή, εκφραστική του πάθους για την ελευθερία και για τον φωτισμό του λαού έπρεπε να είναι και ήταν η ομιλουμένη, η δημοτική γλώσσα, η γλώσσα - σε όλες τις παραλλαγές της - του λαού.

      Σε αυτήν γράφηκαν ο Θούριος του Ρήγα με τα πρώτα λόγια του «Ως πότε παλικάρια» και οι στίχοι του Σολωμού για την ελευθερία «Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή».

      Του Μακρυγιάννη ο ελληνικός λόγος, σε λέξεις και σε ψυχή, αποτελεί φωνή μοναδική στο Εικοσιένα: «Κι αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριόμασταν μ’ έναν τρόπον, ότι η τύχη μάς έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν για να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν. Κι όταν κάνουν αυτήνην την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν».

      Κι ενώ ο αγράμματος αυτός πολεμιστής έγραφε στη δημοτική, ο καθαρευουσιάνος ποιητής Σούτσος τον ειρωνευόταν: «Ουδ΄εγώ γνωρίζω να στρέφω την σπάθην, ουδ΄αυτός την γλώσσαν». Μόνο που ο Μακρυγιάννης ήταν τεχνίτης και στο σπαθί και στο κονδύλι. Το έργο του μένει ως τις μέρες μας, ενώ οι άψυχοι στίχοι του Σούτσου θάβονται από τη σκόνη στις βιβλιοθήκες.

      Ο ίδιος ο Σούτσος ήτανε - που, όταν ο Κωλέτης τον σύστησε στον Καραϊσκάκη, ο στρατάρχης του είπε: «Έλα μαζί μου. Πάω να λευτερώσω την Αθήνα. Εγώ θα πολεμάω και συ θα γράφεις!» Και ο λογιώτατος της εποχής αυτές τις λέξεις τις    κατέγραψε: «Εγώ θέλει πράττει και συ θέλεις γράφει». Οι καλαμαράδες δεν σεβάστηκαν ποτέ τα λόγια των αγωνιστών. 

      Ένα άλλο παράδειγμα γλωσσικής μεταγραφής είναι τα γράμματα του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Στο ένα εκφράζεται με φυσικότητα στη μητρική του γλώσσα: «Μάθε ότι εγώ ήλθα εις χάνι της Γραβιάς και συ να μάσης τους συντρόφους, όσους κι αν είναι, ένας να μη λείψη, και αύριον αυγή κίνα και έλα εδώ ν’  ανταμωθώμεν. Ο αδελφός σου Δυσσέας Αντρίτσου». Και στο άλλο, δυό χρόνια αργότερα, που απευθύνεται στον Κοραή, τα λόγια του καταγράφονται διαστρεβλωμένα από επιδέξιο χέρι σοφολογιώτατου: «Της παιδείας αι ρίζαι είναι ακόμη ολίγαι και αδύνατοι και η επανάστασις, πριν λάβει τέλος, εγέννησεν την φιλαρχίαν και την φιλοπλουτίαν».

      Ο Κρουμπάχερ έγραψε σχετικά: «Λοιπόν, επαληθεύτηκε τρομερά στους Έλληνες η ρήση «Αλίμονο σε σένα ότι είσαι έγγονος». Ο έρωτας για την ελληνική αρχαιότητα, που παρήγαγε τόσον αγλαούς καρπούς στη Δυτική Ευρώπη, για τους Έλληνες αυτούς, αξιοπεριέργως, απέβη σε κακό. Τόσο τυφλά θεωρούσαν τους εαυτούς τους σαν γνήσιους απογόνους των αρχαίων Ελλήνων, ώστε, αποβλέποντας με ευχαρίστηση στα τεράστια γλωσσικά μέσα της αρχαίας γραμματείας, βαυκαλίζονταν με το αίσθημα της ευχαρίστησης και δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι ήταν αναγκαία και μόνο δυνατή ριζική νέα δημιουργία».   

      Φαίνεται λοιπόν ολοκάθαρα για ποιό λόγο ο Σολωμός εκφράζεται - από τότε - με αγωνία και με αγανάκτηση για τη στρέβλωση της εθνικής γλώσσας από επιτήδειους εγγράμματους με μοναδικό στόχο να διαχωρίζουν την θέση τους και να κρατάνε υποχείριό τους τον αγράμματο λαό:

      «Μήγαρις έχω άλλο στον νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα; Εκείνη άρχισε να πατεί τα κεφάλια τα τούρκικα, τούτη θέλει πατήσει ογλήγορα τα σοφολογιότατα».

      Το «ογλήγορα» άργησε ενάμιση ολόκληρο αιώνα.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ