Η ζωή με την ξύλινη στέγη

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Ήταν λίγο πριν από τις δυο το μεσημέρι…Που η ζωή σταμάτησε για τα δυο παιδιά. Τον Άρη και την Κλαίρη

Της Μαρίας Λιονάκη*

«Μόλις απεγκλωβίσαμε δυο παιδιά. Ολοκληρώθηκε η επιχείρηση, στην οδό Μισάρχου, όπου και ανασύραμε από τα ερείπια και τις σορούς των δυο παιδιών. Υπήρχε κατακρήμνιση μιας ξύλινης στέγης και πέτρες από παλιό κτίριο που είχε πλακώσει τα παιδιά… Είμαστε φορτισμένοι ψυχολογικά γιατί έχουμε οικογένειες και παιδιά» (μαρτυρία διασώστη σε δελτίο ειδήσεων)

Ήταν λίγα λεπτά πριν από τις δυο το μεσημέρι. Τότε που η ζωή που τραβάει από τα χαράματα την ανηφόρα απαγκιάζει λίγο κάτω από τις πέτρες μιας στέγης για να ανασυντάξει τις δυνάμεις της και να συνεχίσει τον αγώνα της. Η ζωή με την ξύλινη στέγη. 

Ήταν λίγο πριν από  τις δυο το μεσημέρι.  Ο εργάτης σφούγγιζε τον ιδρώτα από το πρόσωπο στη σκαλωσιά, μαζί με το θυμό του. Πάλι το αφεντικό τον είχε προσβάλλει άδικα.  Να κάνει γρήγορα του είπε, να παραδώσουν το έργο, μα σάμπως φταίει κι αυτός που δεν υπάρχουν κι άλλοι εργάτες,  αρκετά υλικά; Πέτρες χωρίς τσιμέντο θα σωριάζει;   Στο διπλανό κτίριο  ο κυρ Ηλίας είχε  από ώρα αποκοιμηθεί τυλιγμένος την μάλλινη κουβέρτα και τις αναμνήσεις του. Κουβέρτα της ψυχής του. Περήφανος στα αφτιά σ’ αυτή την ηλικία ευτυχώς. Σαράντα τετραγωνικά το κτίριο του σπιτιού του, το είχε γυρίσει με το αδύναμο κτίριο του κορμιού του τόσες φορές. 

 Ήταν λίγο πριν από τις δύο το μεσημέρι. Η  Ελένη πάλευε να τελειώσει το νοικοκυριό, σε λίγο θα ερχόταν ο άντρας της. Κι ήθελε το φαγητό ζεστό στο τραπέζι όταν έμπαινε. Ένα δωμάτιο της έμενε μόνο να σκουπίσει. Τεράστιο το  κτίριο αυτό για δυο ανθρώπους. Μα σάμπως όταν παντρεύτηκαν ήθελαν να μείνουν  οι δυο τους;  Ένα παιδί ονειρεύονταν, πολλά ζητούσε; Ένα παιδί που όμως δεν ήρθε ποτέ. 

Ήταν λίγο πριν από τις δυο το μεσημέρι. Μια μάνα ανακατεύει  στην κατσαρόλα το φαγητό. Κοκκινιστό έχει  κάνει, μοσχοβολάει  το σπίτι. Θα φτιάξει και μακαρόνια. Σε λίγο θα έρθει  το παιδί από το σχολείο. Διαβάζει πολύ και κουράζεται, μα που θα πάει θα το τελειώσει το Λύκειο. Θα μπει σε μια σχολή, θα ανοίξει τα φτερά του το πουλάκι της.  Τώρα, τι ώρα είναι; θα έχει σχολάσει. Όπου να’ ναι θα φανεί. Θα τη φιλήσει πεταχτά στο μάγουλο, θα της πει δυο λόγια, για το πώς πέρασε τη μέρα του. Δυο λόγια μονάχα, δυο πολύτιμα λόγια. Κι ας τον ρωτάει για τα περαιτέρω. Τα περαιτέρω τα έχει η νεολαία  μόνο για τους φίλους της. Ίσως πάλι και να αργήσει λιγουλάκι.  Τώρα τελευταία κάνει μια μεγάλη βόλτα στο νησί, στα χωράφια, δίπλα στη θάλασσα καμιά φορά,  με  αυτή την όμορφη κοπέλα, τη φίλη του. Περπατάνε, κουβεντιάζουν, ρεμβάζουν. Στη φύση, στη ζωή… Τη ζωή με την ξύλινη στέγη. 

Ήταν λίγο πριν από τις δυο το μεσημέρι…Δυο μέρες μόνο μετά τον εορτασμό για το έπος του 1940. Που η φύση έδωσε το εναρκτήριο πολεμικό σάλπισμα. Αποφάσισε να γράψει το δικό της έπος. Στη χώρα μας, μα και στη γειτονική. Τουλάχιστον 17 νεκροί και πάνω από 709 τραυματίες, από το θεριό  που ζύγιζε 6,7 ρίχτερ και βρυχιόταν πολλή ώρα. Σφιχταγκαλιασμένες βρέθηκαν οι δυο χώρες –τι ξαφνικό κι αυτό!- κάτω από τα ερείπια. Η καλύτερη διπλωματία είναι η κοινή συμφορά, το πιο γερό μπετόν είναι ο πόνος, η απώλεια της ζωής. Που αξίζει περισσότερο από κάθε θησαυρό, έκταση γης, υφαλοκρηπίδα, επίδειξη, ματαιοδοξία, εγωισμό. Τον κόσμο αυτό δεν τον ορίζει κανένας πολιτικός.  Ο σύγχρονος Χίτλερ και Μουσολίνι λέγεται σεισμός. Αυτός είναι ο ναζί, ο φασίστας της φύσης. Η δική του επεκτατική πολιτική γκρεμίζει κτίρια, καταπλακώνει ανθρώπους, βυθίζει ζωές στης σκόνης τον κορνιαχτό. Σε κύματα από πέτρες, τεράστια θαλάσσια κύματα. Σε κύματα πένθους, απώλειας.  Τον κόσμο αυτό τον  ορίζει η φύση. Δεν τον ορίζουμε εμείς.  Θα γελάει που καυχιόμαστε πως είμαστε κάποιοι.  Οι σεισμοί, οι πλημμύρες, οι τυφώνες, οι καταιγίδες, οι αστραπές κι οι κεραυνοί της  είναι τα δικά της παράπονα, η οργή της που δεν της φερόμαστε όπως της πρέπει. Που δεν τη σεβόμαστε, που τη μολύνουμε, που δεν κάνουμε συνετή χρήση του πλούτου της. 

Ήταν λίγο πριν από τις δυο το μεσημέρι…Που η ζωή σταμάτησε για τα δυο παιδιά. Τον Άρη και την Κλαίρη. Έτσι  το ήθελαν οι μοίρες, δικτάτορες κι αυτές. Η Κλωθώ, η Λάχεσις κι η Άτροπος. Πολλοί λένε πως οι Μοίρες που παν να μοιράνουν το παιδί κρατούν η μεγάλη ψαλίδι, η άλλη αδράχτι και η τρίτη ρόκα με λινάρι και μ’ αυτά προσδιορίζουν πόσο  θα ζήσει. Η μια με τη ρόκα γνέθει, η άλλη με το αδράχτι τυλίγει την κλωστή, και κάθε τυλιξιά είναι κι ένας χρόνος. Όταν τελειώνει το μοίραμα, η μεγάλη με το ψαλίδι κόβει την κλωστή. Το παιδί θα ζήσει τόσα χρόνια όσες τυλιξιές έχει τ’ αδράχτι. 

Ήταν  λίγο πριν από τις δυο το μεσημέρι. Που ξύπνησε το ναρκωμένο θεριό , ο σεισμός. Που η Μοίρα σήκωσε το ψαλίδι κι έκοψε το νήμα της ζωής των δυο παιδιών, της Κλαίρης, του Άρη. Αχ πόσο άδικη και βιαστική είναι καμιά φορά η Μοίρα…Και πόσο ξύλινη η ζωή…

«Σκέψου , η ζωή να τραβάει το δρόμο της, και συ να λείπεις, να 'ρχονται οι Άνοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα, και συ να λείπεις να 'ρχονται τα κορίτσια στα παγκάκια του κήπου με χρωματιστά φορέματα,
και συ να λείπεις, οι νέοι να κολυμπάνε το μεσημέρι, και συ να λείπεις…» Γιάννης Ρίτσος



 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ