Καιρός χείμαρρος!

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Μια φέτα ήλιο και περιμένουν. Προσδοκούν ταξίδια, άνοιξη, καρναβάλια, ξεφαντώματα, χορούς…


της Μαρίας Λιονάκη

Καιρός χείμαρρος. Ασυγκράτητος, καταστροφικός, μανισμένος, παθιασμένος. Σαν έρωτας που δεν βρίσκει ανταπόκριση, μα δε λέει να αλλάξει στασίδι. Πάσο δεν πάει, την παρτίδα δεν τη χάνει. Τα όπλα δεν τα παραδίνει. Τα χρώματα των ινδιάνων, του πολέμου έχει βαφτεί. Άνευ μεταμφιέσεως. Κλέφτης κι αρματολός στα βουνά τριγυρνάει. Κλέφτης κι αμαρτωλός έρωτας. Τιμωρημένος στο ένα πόδι κι όμως στέκεται. Ποτέ του δεν διάβασε σαν μαθητής, τώρα ποίηση μελετά. Μοναχό δεντρί σε απόκρημνη βουνοκορφή, στην άκρη του κόσμου κι όμως δε λυγά. Δεν ξεριζώνεται. Δεν ντεραπάρει. Μόνο τα χείλη του τρεμουλιάζουν σαν την αγαπημένη του θωρεί…

Θάλασσα φουρτουνιασμένη. Μέρες τώρα μασάει τα κύματα, μα να τα καταπιεί δεν μπορεί. Μέρες τώρα μαλάζει το νερό, φτιάχνει μπάλες υδάτινες, παίρνει φόρα και τις εκτοξεύει στον ουρανό. Να τον γκρεμίσει απ’ το θρόνο του προσπαθεί. Βάζει σημάδι και πετάει ψηλά τα κύματα. Κι ύστερα τα κάνει χάζι. Και γελάει όλο γελάει… Δροσοσταλίδες αφηνιασμένες που τρέχουν στον ιππόδρομο του ουρανού. Άσπρες μπάλες που γίνονται πολύχρωμες δανεισμένες χρώματα του κόσμου. Λίγο κίτρινο από τον ήλιο τον κρυμμένο, τον ερωτευμένο. Πράσινο από τα δέντρα τα ξεθηκαρωμένα, τα γυμνά. Άμυαλα παιδιά που τριγυρνάτε ξεντυμένα μέσα σε τόσο κρύο, με τέτοιο καιρό; Με μια φέτα ουρανού στο χέρι; Με μια φέτα ήλιου στο βλέμμα; Καφέ από το χώμα και τη γη. Τη γη που κουράστηκε να κείτεται, να πατιέται, ξαπλωμένη τόσους αιώνες έχει πιαστεί. Επαναστάσεις ονειρεύεται. Κάποιον πρίγκιπα κι αυτή περιμένει. Να την ερωτευτεί και να γίνει ουρανός. Τον ήλιο να της στεγνώσει τα μαλλιά, καρτερεί. Γαλάζιο του ουρανού οι υδάτινες μπάλες που χορεύουν στον ουρανό έχουν βαφτεί. Ίδιο με το χρώμα της θάλασσας της μάνας. Μέρες τώρα θάλασσα μάνα, αλμύρα μου εσύ, ξαγκιστρώνεις απ’ τη φούστα σου τα κύματα, τα παιδιά σου και τα εκτοξεύεις στον ουρανό της ζωής. Κι ύστερα κλείνεις τους δρόμους, γκρεμίζεις τις γέφυρες. Κι αν δεν έχουν μάθει να πετάνε; Να κολυμπάνε σε άλλους ουρανούς; Πού τα αφήνεις στους αέρηδες τα παιδιά σου, άσπλαχνη μάνα εσύ; Τι όμορφη, μα παράξενη πατρίδα είσαι εσύ;

Καιρός χείμαρρος, θάλασσα φουρτουνιασμένη, αναποδογυρισμένος ο κόσμος, οι γέφυρες λυτές. Στη γη βιβλική καταστροφή. Τα πλοία δεμένα στα λιμάνια τους, ο Οδυσσέας μετέωρος. Οι ελπίδες, τα όνειρα δεμένα. Το φως του φάρου τρεμοσβήνει θολό. Θαμπωμένο το γυαλί απ’ την πάχνη. Δακρυσμένο. Οι γλάροι μετέωροι. Καρτερούν να συνοδέψουν ταξίδια. Οι άνθρωποι δεμένοι ακόμη στην καθημερινότητα τους, στο άρμα ενός δύστροπου χειμώνα, στις δυσκολίες, στους φόβους και τις αγωνίες που προξενεί, στις άσχημες ειδήσεις. Παρακολουθούν κρατώντας την ανάσα τους το ντεραπάρισμα στους δρόμους, στα κτίρια, στη γη, στα δέντρα, στη φύση, στη ζωή. Τα κύματα. Τις πέτρες που εκτοξεύονται σαν κύματα. Δροσοσταλίδες οι ίδιοι που εκτοξεύει στον ουρανό θάλασσα μανισμένη η ζωή. Μα αυτοί μασάνε μια φέτα ουρανό και καρτερούν. Μια φέτα ήλιο και περιμένουν. Προσδοκούν ταξίδια, άνοιξη, καρναβάλια, ξεφαντώματα, χορούς…

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ