Κάτσε δίπλα μου απόψε...

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Ήμουν παράξενο παιδάκι μικρή. Δεν ήμουν εύκολη στις εξόδους, στις συναναστροφές. Το «όχι» είχα πάντα πάνω πάνω, όχι το «ναι».

της Μαρίας Λιονάκη

Κάτσε δίπλα μου απόψε φιλενάδα και μη μιλάς. Εδώ δίπλα στο τζάκι που τα ξύλα καίγονται. Το ένα δίπλα στο άλλο. Καίγονται μα δε μιλούν. Τριζοβολούν ελάχιστα ψιθυρίζοντας τις αναμνήσεις τους. Κάποτε ήταν δέντρα. Δέντρα σε δάσος, πάνω σε βουνό. Ο ήλιος τα ακουμπούσε, τα χάιδευε ο αέρας, τα δρόσιζε η βροχή. Πουλιά φώλιαζαν στο φύλλωμά τους, τους τραγουδούσαν  νότες  χαράς, ελευθερίας. Τώρα μέσα στο τζάκι στάχτη θα γίνουν. Κοίτα τα… Είναι λίγο ρίσκο να είσαι ξύλο. Ο δυνατός αέρας σε λυγίζει, η φωτιά σε καίει, ο κεραυνός  σε λιώνει, ο άνθρωπος σε κόβει.

 Φιλενάδα κάτσε εδώ δίπλα μου και μη μιλάς. Οι άνθρωποι δεν κάνουν παρέα μόνο με λόγια, με κουβέντες. Κάνουν και με σιωπές. Φυσάει έξω. Πολύ φυσάει τώρα τελευταία.  Πότε νοτιάς, πότε βοριάς. Παράξενος καιρός.  Τίποτα δεν είναι σίγουρο, σταθερό. Το πρωί ήλιος και ζέστη, κάτι να θυμίζει άνοιξη,   καλοκαίρι,  αισιοδοξία και ελπίδα  το μεσημέρι αρχίζει η βροχή,  χειμωνιάζει, το βράδυ  παγώνεις. Υγρασία, κρύο διαπεραστικό, απαισιοδοξία, μοναξιά, όσα δεν κατάφερες, δεν είπες, δεν έγινες. Άνθρωπος γυμνός, αιχμάλωτος, δέσμιος. Της συμμορίας των δεν.  Ό,τι κι αν φορέσεις  όλη μέρα ή θα ζεσταίνεσαι ή θα κρυώνεις, ενώ το βράδυ σίγουρα παγώνεις. Ό,τι κι αν ντυθείς για να βγεις έξω  στο δρόμο, στη φύση δεν είναι κατάλληλο.  Ό,τι κι αν ντυθείς για να βγεις έξω στη ζωή δεν είναι αρκετό.  Θέλω να τον προβλέπω τον καιρό. Όλων των ειδών τον καιρό.  Θέλω να φοράω βαρύ πανωφόρι στο κρύο, στο κρύο της ζωής.  

Κάτσε εδώ δίπλα μου φιλενάδα και μη μιλάς. Δε θέλω απόψε λόγια, ούτε ήχους. Ούτε αλήθειες, ούτε όνειρα θέλω. Σουρουπώνουν τα όνειρα; Καμιά φορά… Δες τα ξύλα, κοντεύουν να καούν. Κι όμως δε μιλούν, σε μια δύση  είναι κι αυτά. Οι σκιές στο δωμάτιο, τα ξύλα που καίγονται, που δύουν, τα όνειρα που δύουν, οι σκέψεις κι οι σιωπές που ανατέλλουν. Μην ανάβεις το φως. Άσε στο δωμάτιο να υπάρχει σούρουπο.  Το σούρουπο μου αρέσει. Είναι σκεφτικό, μελαγχολικό, ρομαντικό. Λίγο θλιμμένο. Κι όμως χρώματα έντονα  το βάφουν. Με χρώματα έντονα  ο ήλιος αποχαιρετά τον κόσμο. Τον παρηγορεί, του λέει ότι θα ξανάρθει. Από μικρή μου άρεσε να κοιτάζω τον ουρανό βαμμένο  σε αποχρώσεις κόκκινου,  πορτοκαλί  την ώρα του δειλινού. Ο ήλιος λίγο πριν δύσει χαρίζει στον κόσμο τα ωραιότερα χρώματα. Σαν τον κύκνο που δεν έχει  καλή φωνή, αλλά μόλις διαισθανθεί πως θα πεθάνει τραγουδάει το πιο γλυκό κελάηδημά του.

Ήμουν παράξενο παιδάκι μικρή. Δεν ήμουν εύκολη στις εξόδους,  στις συναναστροφές. Το «όχι» είχα πάντα πάνω πάνω, όχι το «ναι». Σαν με καλούσε η μεγαλύτερη αδερφή να πάμε σε κάποια γιορτή ή εκδρομή έλεγα αρχικά πάντα όχι. Μετά καθόμουν σε μια γωνιά  συνοφρυωμένη, αμίλητη, χαμηλοβλεπούσα,  σκεφτική και περίμενα. Σκεφτόμουν: «Καλά είναι αναίσθητη; Δε θα με παρακαλέσει  πάλι να πάω μαζί της, δε θα επιμένει,  λέγοντάς μου  πόσο θέλει την παρέα μου, πόσο με αγαπάει, πώς δεν μπορεί δίχως μου,  δε θα μου το  ξαναπεί;  Η αδερφή  όμως είχε συνηθίσει τα νάζια της  μικρής και δεν είχε την όρεξή της…  Έτσι λίγο πριν κλείσει η πόρτα οριστικά  και η αδερφή  γυρίσει απότομα την πλάτη κι εξαφανιστεί, χωρίς νέα προτροπή, προοπτική καλοπιάσματος , εγώ  σηκωνόμουν βιαστική, ντυνόμουν   στο άψε σβήσε , μη χάσω και τη βόλτα για ένα καπρίτσιο   κι έλεγα με παραπονιάρικη   φωνή: « Καλά θα έρθω».

Ήμουν παράξενο παιδάκι μικρή. Όλα τα άλλα παιδάκια χαίρονταν με κούκλες, χτένες, χτενάκια, κουζινικά, επιπλάκια, ποδήλατα  εμένα μου άρεσαν τα βιβλία, τα παραμύθια.  Σαν τύχαινε και μου έκαναν δώρο κάποιο ή φτουρούσε το χαρτζιλίκι  για την πολυπόθητη αγορά κλεινόμουν  με βιάση στο δωμάτιο μου να διαβάσω , σα μύστης σε ιεροτελεστία μαγική.  Αθέατη από όλους εκεί, μεταμορφωνόμουν. Στη σταχτοπούτα που  ήταν  υπηρέτρια, κρυμμένη όλη μέρα στις στάχτες, που την κακομεταχειρίζονταν  τόσο άδικα η  μητριά  και οι αδερφές της. Που  μια μέρα  της χάρισε η νεράιδα- νονά της ένα  όμορφο, χρυσοκεντημένο,  μεσάτο φόρεμα ,  γυαλιστερά γοβάκια και μια  άμαξα. Πήγε λοιπόν  με την άμαξα  και τα ωραία ρούχα στο χορό του πρίγκιπα, έλαμψε   από ομορφιά, ξεχώρισε. Εκείνο το βράδυ την ερωτεύτηκε ο πρίγκιπας κι όταν εξαφανίστηκε απότομα,  την έψαξε και τη βρήκε από το ξεχασμένο γοβάκι που με επιμονή δοκίμασε σε όλες τις γυναίκες  του βασιλείου. Την παντρεύτηκε μετά, την έκανε βασίλισσα της καρδιάς του.

Ξεχασμένη σε ένα δικό μου κόσμο, παιδάκι εγώ,  απομονωμένη για ώρες  στα άδυτα  του δωματίου  μου  γινόμουν...η  Χιονάτη που η κακιά μητριά της τη ζήλευε γιατί ήταν πιο όμορφη απ’ αυτήν, όπως της απαντούσε  ο καθρέπτης της   που καθημερινά τον  ρωτούσε. Την καταδίωκε λοιπόν  συνέχεια, η κακιά μητριά τη Χιονάτη, οδηγώντας  τη να ζήσει με τους επτά νάνους. Προσπάθησε  επανειλημμένα να τη σκοτώσει, να τη δηλητηριάσει με το φαρμακωμένο  μήλο, αλλά ένας καλός πρίγκιπας βρέθηκε  και αυτή τη φορά,  την έσωσε και την έκανε  βασίλισσα της ζωής του. Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς, κι εγώ καλύτερα.   Σε αυτό το σημείο θυμάμαι,  πόσο αναστέναζα από χαρά, αγαλλίαση που αποδόθηκε δικαιοσύνη, πόσο κόρδωνα περήφανη μετά,  λες κι ήμουν εγώ η χιονάτη ή η σταχτοπούτα που δικαιώθηκε, που παντρεύτηκε τον όμορφο  πρίγκιπα κι έγινε βασίλισσα…

Στάχτες έγιναν τα ξύλα στο τζάκι φιλενάδα. Στο είπα, είναι πολύ ρίσκο να είσαι ξύλο.   Τα ξύλα καίγονται εύκολα από τη φωτιά. Τα παραμύθια που διαβάζαμε μικρές καίγονται  εύκολα από την ενήλικη ζωή μας. Τα όνειρα,  τα πουπουλένια,  τα αραχνοΰφαντα, τα μεταξωτά, τα ραμμένα με χρυσές κλωστές δεν βγαίνουν  πάντα αληθινά,  τα γυαλιστερά  γοβάκια δεν  ταιριάζουν  στα πόδια μας. Φιλενάδα κάτσε δίπλα μου και μη μιλάς. Δε θέλω λόγια απόψε. Σιωπή θέλω. Σιωπή συντροφευμένη. Απόψε που έχουν δύσει τα όνειρα. Ως να ανατείλουν ξανά. Ως να ζήσουν πάλι αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ