Παν

Θανάσης Γιαπιτζάκης
Θανάσης Γιαπιτζάκης

   Αυτός ο εύθυμος μικρόσωμος θεός είναι ο Παν, που έδωσε το όνομά του και σε δυο λέξεις: Στην πανίδα και στον πανικό.

Του Θανάση Γιαπιτζάκη

 

Όταν λέμε πανίδα στα ελληνικά, στα αρχαία και στα νέα, εννοούμε τα ζώα - αλλά μαζί και τους ανθρώπους, πιο εξελιγμένα ζώα. Ε, λοιπόν, οι αρχαίοι Έλληνες επινόησαν έναν συνδυασμό ανθρώπου και ζώου, πέρα απ’ τις ιδέες των Κενταύρων ανθρώπων και αλόγων, του Μινώταυρου ανθρώπου και ταύρου ή των Σειρήνων ανθρώπων και πτηνών.

Αυτήν την φορά συνδυάσανε άνθρωπο με τράγο και η τραγική ειρωνεία τους - που αυτή συγχρωτίστηκε με την χαρούμενη διάθεσή τους - είναι ότι τον έκαναν και θεό. Όχι του Ολύμπου, αλλά κατώτερο θεό των δασών, αν και τις περισσότερες φορές τον βλέπουμε μέσα σε σπηλιές της Αρκαδίας - και πολύ αργότερα και πιο πέρα, της Αττικής.

      Αυτός ο εύθυμος μικρόσωμος θεός είναι ο Παν, που έδωσε το όνομά του και σε δυο λέξεις: Στην πανίδα και στον πανικό.

      Τα αυτιά του είναι μεγάλα και μυτερά σαν του τράγου, στο κεφάλι του έχει μικρά κέρατα τράγου, η μορφή του και το σώμα του είναι ανθρώπινο αλλά ως τη μέση. Από κει και κάτω συμπληρώνεται με τραγίσια μαλλιαρά πόδια. Α, ξέχασα να πω ότι και στο πηγούνι του έχει μούσι τράγου.

 

      Αυτός είναι ο Παν. Μη γελάσετε με την παράξενη παρουσία του. Στα κατοπινά χρόνια μετά την Ελληνική Μυθολογία, στα ιστορικά χρόνια της Γενιάς των Ανθρώπων, η λατρεία του απλώθηκε παντού, ακόμα και πέρα από τον Ελλαδικό χώρο, και χτύπησε πρωτιά, σαν τη λατρεία του Δία και των άλλων Ολύμπιων θεών, πολύ περισσότερο κι από του πατέρα του, του Ερμή.

      Αν και με τραγίσιο παρουσιαστικό, οι γονείς του δεν είχαν καμιά σχέση με το αποτέλεσμα, εκτός βέβαια από την ύπαρξή του. Ήταν ο θεός Ερμής, που είπαμε, και η νύμφη Καλλιστώ.

      Η μητέρα του ανήκε στη συνοδεία της θεάς Άρτεμης, όμως κάποια στιγμή η Άρτεμη οργίστηκε άδικα μαζί της. Και ο Δίας ο πραγματικός φταίχτης, για να τη γλυτώσει, τη μεταμόρφωσε σε αρκούδα και τη μετέφερε αργότερα στον νυχτερινό έναστρο ουρανό με τη μορφή της Μεγάλης Άρκτου. Τώρα, πώς από αστερισμός, η μητέρα του η Καλλιστώ γέννησε τον Πάνα, μόνο τα ψηλά βουνά της Αρκαδίας, που είναι πιο κοντά στους αστερισμούς, μπορούν να μας το πούνε. Αλλά και πώς μια μεταμορφωμένη νύμφη-αρκούδα φέρνει στο μακρινό μυθικό φως έναν τραγίσιο θεό, μόνο η ανθρώπινη επιστήμη της Γενετικής του μέλλοντος μπορεί ίσως να μας το δείξει.

      Πάντως, για να γυρίσουμε πίσω στην ίδια την Ελληνική Μυθολογία, θυμάμαι - γιατί μου ’χε κάνει κι εμένα εντύπωση η τρομερή εικόνα που αντίκρισε – θυμάμαι μια Καλλιστώ τρομαγμένη, να νιώθει φρίκη μπροστά στο παιδί που είχε μόλις γεννήσει: Έναν Πάνα ίδιο κι απαράλλαχτο μ’ αυτόν που θα γινόταν αργότερα, αλλά σε μωρουδίστικη μυθική στιγμή του. Αν και νεογέννητο, δεν του έλειπαν ευθύς εξ αρχής ούτε τα κερατάκια ούτε τα μυτερά αυτιά ούτε το μικρό γένι ούτε τα πόδια του που ήταν αλλιώς διαμορφωμένα. Όπως στέκονται σήμερα οι άνθρωποι με δέος και με τρόμο μπροστά στην θέα μιας τερατογέννησης, έτσι και η νύμφη Καλλιστώ, αντικρίζοντας το αλλόκοτο παιδί της, το εγκατέλειψε. Αν και η ετυμολογία του ονόματός του δείχνει τη λεκτική ρίζα «πα» που σήμαινε περιποιούμαι, φροντίζω, φυλάγω, αυτό δεν έμελλε να γίνει από την ίδια τη μητέρα του.

      Αντίθετα ο πατέρας του ο Ερμής, σαν θεός που ήτανε, αντελήφθηκε εγκαίρως τη σκηνή της εγκατάλειψης. Ήρθε αμέσως, η σκιά του σκέπασε τον γιο του και μαζί ανέβηκαν από το ύψος της Αρκαδίας, πιο ψηλά, στον Όλυμπο. Εκεί που η αντίληψη είναι αλλιώτικη, όλοι οι Ολύμπιοι καλοδέχτηκαν τον παράξενο Πάνα. Μετά, το νεογέννητο ξαναγύρισε στο μέρος που γεννήθηκε - και μέσα στις σπηλιές κι ανάμεσα στα περήφανα ατίθασα δένδρα της Αρκαδίας ανατράφηκε από τις νύμφες που κατοικούσαν εκεί.

      Έτσι εξηγείται γιατί ο Παν έγινε σύντροφος των νυμφών και εραστής κάθε νέας ύπαρξης που ερχόταν στον χώρο του, δηλαδή στην Φύση. Προστάτης του πολλαπλασιασμού των αιγοπροβάτων των αρχαίων κτηνοτρόφων, θεωρήθηκε τελικά και ο ίδιος επιβήτορας ακόμα κι αυτών. Άρα, η παρουσία του έστελνε μήνυμα στα μυαλά των ανθρώπων ότι η Φύση είναι παντοδύναμη και γεννάει συνέχεια με οποιουσδήποτε συνδυασμούς.

      Έγινε φίλος πιο πολύ του Διονύσου κι αυτό το καταλαβαίνουμε εύκολα αφού από τα προϊόντα των κτηνοτρόφων περνάμε όλοι μας εύκολα στο κρασί και στο γλέντι. Και χωρίς μουσική γλέντι, που σημαίνει χαρά της ζωής, δεν γίνεται. Γι’ αυτό, για τους Έλληνες και πολύ αργότερα για τους ομοϊδεάτες τους, τους Ρωμαίους, που θα έρθουν στα κατοπινά τους χρόνια να τους μιμηθούν κι αυτοί, ο Παν περνούσε ατέλειωτες ώρες μέσα στην υπαίθρια μυθική ζωή του παίζοντας έναν αυλό, που το παράξενο -  όπως και ο ίδιος - είδος του το δημιούργησε από μια νύμφη που λεγότανε Σύριγξ. Ο τραγοπόδαρος θεός την είχε θελήσει κι εκείνη, για να ξεφύγει, είχε μεταμορφωθεί σε καλαμιά. Ο Παν τότε την πλησίασε, έκοψε ανόμοια κομμάτια καλαμιών της και τα ένωσε σε μια σειρά. Αυτό το καινούργιο σχήμα φυσερού που μόλις επινόησε, το ονόμασε με το όνομα της νύμφης που είχε μόλις κυνηγήσει κι έτσι μπορούσε τώρα να την καλέσει ακόμα. Ήταν η στιγμή που γεννήθηκε από τα χέρια του κι από τα χείλη του η σύριγγα, με το παράξενο αυτό άκουσμά της. «…σκόρπιζε ανατριχίλα ­– μα να σαλέψουν έκανε τα πεθαμένα φύλλα» λένε κάποιοι στίχοι για το μουσικό παίξιμο του Πάνα.

 

 

      Αυτός ο περίεργος θεός μια άλλη νύμφη που δεν κατάφερε κι αυτήν να την καταφέρει, είχε το όνομα Πιτύς. Πρέπει εδώ να πούμε ότι οι πιο πολλές νύμφες των δασών εκεί ψηλά κι εκεί βαθιά τον αγαπούσαν, παρόλο που ήταν άσχημος κι αποτρόπαιος και το σχήμα του ήταν πιο κοντά στα ζώα παρά στον άνθρωπο, πόσο μάλλον στους θεούς. Η Πιτύς λοιπόν, η ωραία αυτή νύμφη όπως ήταν στις προάλλες και η Σύριγξ, δεν τον θέλησε όταν ο Παν την πλησίασε με ερωτικές διαθέσεις. Στο κυνήγι της επάνω μεταμορφώθηκε κι αυτή σε φυτό. Πιτύς σημαίνει στα αρχαία ελληνικά Πεύκη και ο Παν είδε ξαφνικά μπροστά του, ενώ κόντευε να την φτάσει, ένα πεύκο. Κοιτάει ολόγυρα να δει πού κρύφτηκε - και, αμέσως μετά, κατάλαβε ότι το δένδρο μπροστά του ήταν αυτή. Πήγε πλάι στο πεύκο που ήταν πιο πριν ο πόθος του και άπλωσε επάνω του το χέρι. Έκοψε την άκρη ενός μικρού του κλαδιού κι έπλεξε μ’ αυτήν γύρω από το τραγίσιο κεφάλι του με τα κέρατα ένα πεύκινο στεφάνι. Έτσι πήρε μαζί του την ανάμνηση και της δεύτερης αγαπημένης του που τον είχε απορρίψει. Το πεύκινο στεφάνι και η καλαμένια σύριγγα ήταν μαζί του μέχρι το τέλος της ζωής του.

 

      Τέλος της ζωής του; Μα καλά, οι θεοί πεθαίνουν; Δεν ξέρω οι άλλοι, τον Πάνα πάντως τον πεθάνανε σε κάποια κατοπινή εποχή. Δεν το λέω εγώ, θα το πει ο Πλούταρχος πολύ αργότερα, στα χρόνια του Ρωμαίου Τιβέριου, που ήταν και τα χρόνια των οπαδών ενός Εβραίου που δεν λέγονταν ακόμα Χριστιανοί. «Ο Παν πέθανε» θα γράψει ο Πλούταρχος, επισημαίνοντας συμβολικά έτσι το μεταίχμιο μεταξύ της εποχής των αρχαίων τρόπων αντίληψης και πίστης και της εποχής των νέων τρόπων αντίληψης και πίστης. Απόδειξη, παρ’ όλα αυτά, ότι ο Παν δεν πέθανε είναι ότι αυτοί οι Χριστιανοί μετέτρεψαν την αλλόκοτη μορφή του σε αποτρόπαιο παρουσιαστικό του Διαβόλου τους, αυτού που εναντιώνεται στον Θεό τους.

      Όχι, ο Παν υπάρχει. Και μαζί του ζει και η παράξενη γοητεία του - που, όταν τον έφερε ο πατέρας του στον Όλυμπο νεογέννητο, έκανε τους θεούς να ξεκαρδιστούν στα γέλια - και, μέσα στην ευθυμία που τους προκάλεσε η διαφορετική θέα του, να τον αγαπήσουν.

 

      Το ίδιο θα έκαναν πέρα από τα μυθικά χρόνια και οι Αθηναίοι, που, χάρη σ’ αυτόν, θα αγαπήσουν την Αρκαδία μέσα εκεί στην καρδιά της δωρικής Πελοποννήσου. Και όχι μόνο αυτό. Θα φέρουν την Αρκαδία στην Αττική και θα γεμίσουν με βωμούς, με ναούς, με αγάλματά του, αρκετές πλαγιές και σπηλιές τους.

      Και ενώ ο Παυσανίας, ο κατοπινός γνωστότερος περιηγητής που θα έρθει από εκείνες τις αρχαίες Γενιές των Ανθρώπων, θα πει για τον Πάνα «Αρκάσιν επιχώριος» με ιερά αφιερωμένα σ’ αυτόν πάνω στον Ερύμανθο, στο Μαίναλο, στη Λυκόσουρα, στο Παρθένιο Όρος, όπου τριγυρνάει μέχρι σήμερα, οι Αθηναίοι θα φέρουν τη μακρινή τους Αρκαδία μέσα στην Αττική, κάνοντας στον Πάνα αφιερώματα στην Ψυτάλλεια, στην Αίγινα, στον Μαραθώνα, στην Παιανία. Αλλά και μέσα στην πόλη τους, όσοι θα έμπαιναν στο Ασκληπιείο στην Αγορά, θα έβλεπαν τον διαφορετικό αυτόν θεό να κάθεται μεγαλόπρεπος σε θρόνο, και την ίδια στιγμή να βρίσκεται στο Πρυτανείο τους, δίπλα στην ακοίμητη εστία. Την μεγαλύτερη όμως τιμή θα του την κάνουν, αφιερώνοντάς του μια σπηλιά στη βορεινή πλαγιά της Ακρόπολης, για να μένει εκεί ο Παν, όποτε έρχεται στην Αθήνα.

      Και όλα αυτά γιατί στον μακρινό τους, στον παλιό τους καιρό, τότε που ενωνόταν η Ελληνική Μυθολογία με την Ιστορία, καθώς βρίσκονταν στα πρόθυρα της Μάχης του Μαραθώνα, η αγωνία τους είχε στείλει τον δρομέα τους, τον Φειδιππίδη, για να ζητήσει βοήθεια από τους Σπαρτιάτες, αλλά - και στον δρόμο του πίσω - να επικαλεστεί βοήθεια και από το Αρκαδικό ιερό που είχε ο Παν. Πράγματι ο θεός ήρθε αμέσως κοντά τους και ήταν μαζί τους στον χαλασμό της Μάχης, ενώ οι Σπαρτιάτες σαν άνθρωποι ήρθαν εκεί μια μέρα αργότερα. Πολλοί Αθηναίοι τον είδαν να βοηθάει, με δυνατές τρομαχτικές κραυγές, επαναλαμβάνοντας με ρυθμό το όνομά του: «Παν Παν Παν».

      Μπορεί όμως να έβγαιναν από την κλαγγή των πελέκεων και των σπαθιών πάνω στις ασπίδες. Ποιός μπορεί να μάθει ποτέ τούς τρόπους των θεών όταν βρίσκονται στα μέρη των ανθρώπων; Η παρουσία, πάντως, του Πάνα στη Μάχη του Μαραθώνα καταγράφηκε στις αφηγήσεις των Αθηναίων, καθώς και η βοήθειά του, που ήταν η σύγχυση των εχθρών. Οι ξένοι που κατάλαβαν, μέσα στον τρόμο τους, την έννοια της λέξης πανικός. Ο Παν ήταν το νόημα της λέξης.

 

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ