Πάρτο απόφαση μαμά!

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Σαν απαγόρευση φάνταζε η φράση της, σαν στέρηση του στοιχειώδους δικαιώματος κάθε μάνας να νιώθει πως είναι χρήσιμη στο παιδί της και να είναι αδιαπραγμάτευτα δοτική

της Μαρίας Λιονάκη

-Πάρ’ το απόφαση μαμά φεύγω, νοίκιασα σπίτι!

-Νοίκιασες σπίτι; Πότε, πού; (φωνή έκπληκτη, με ένταση, βαθιά σα να βγαίνει από τούνελ, χαράδρα, φαράγγι, με απόγνωση, καρδιά ραγισμένη, τσακισμένη, μυαλό που αδυνατεί να αποκρυπτογραφήσει φωνήεντα και σύμφωνα)

-Δυάρι μαμά, στην Αμμουδάρα! Το ήξερες ότι έψαχνα να βρω σπίτι να νοικιάσω. Χθες το απόγευμα λοιπόν με πήρε τηλέφωνο ο μεσίτης, πήγαμε με το μπαμπά, το είδαμε, μας άρεσε, το κλείσαμε…

-(Με τον μπαμπά σου θα λογαριαστούμε αργότερα) Καλά, έτσι παιδάκι μου, χωρίς να με ρωτήσετε, να με φωνάξετε να το δω, να πω μια γνώμη η δόλια μάνα; (η Τασσώ Καββαδία)

-Αφού, όποιο και να σου δείχναμε, δε θα σου άρεσε και το πιο τέλειο να ήταν, όχι θα έλεγες…

-Όχι, δηλαδή ναι, δηλαδή όχι… Αν ήταν εξαιρετικά καλό, ευκαιρία… Τι θέλεις τώρα να πεις, είμαι εγώ ντεμοντέ, οπισθοδρομική, παλαιών αρχών; Το κλείσατε δηλαδή, κανονικά, με μπροστάντζα, προκαταβολή;

-Ναι πληρώσαμε ένα νοίκι στη σπιτονοικοκυρά, που φαίνεται πολύ καλή γυναίκα μαμά και τα μισά του ενοικίου στο μεσίτη…

-Μα στην Αμμουδάρα παιδάκι μου;… δίπλα στη θάλασσα; Υγρασία, θα έχει εκεί! (στην πραγματικότητα παντού θα είχε υγρασία) Στην Αμμουδάρα; Που είναι αραιοκατοικημένη περιοχή, το ένα σπίτι μακριά από το άλλο, βλέπω εγώ όταν πηγαίνω σινεμά. Που είναι ερημικά το χειμώνα; (παντού θα ήταν ερημικά) Και που το καλοκαίρι δεν μπορείς να περάσεις απ’ την κίνηση; Που άμα θα τραγουδάει ο Μαραβέγιας παραπάνω, στο γνωστό χώρο συναυλιών, δυο μέρες θα κάνεις να φτάσεις σπίτι σου! Αυτό το σπίτι παιδί μου είναι απ’ το κέντρο μακριά! (Μόνο το δωμάτιο στο σπίτι μας είναι κοντά. ) Γιατί δε με συμβουλεύτηκες, δε με ρώτησες, γιατί; Γιατί τέτοια φούρια, θα έφευγε το σπίτι απ’ τη θέση του; (Ο Θεός ξέρει πόσο καιρό ήταν ξενοίκιαστο και βρήκαν το παιδάκι μου και το τύλιξαν, σκέφτεται η Τασσώ Καββαδία. )

Πιο καλοκαίρι που θα έφευγαν οι φοιτητές θα βρίσκαμε καλύτερο σπίτι. (σιγά μην έψαχνε αυτή). Δε θα φοβάσαι εκεί στην εξορία (παντού εκτός από το σπίτι μας θα ήταν εξορία) μη σου ανοίξουν το σπίτι; Κλειδώνει καλά τουλάχιστον; Ανοιγόκλεισες τα παράθυρα να δεις; (λέει η δόλια μάνα κι ανοιγοκλείνει τα μάτια, φοβάται πως θα λιποθυμήσει τώρα, δε νιώθει καλά) Και σιγά μην είναι καλή γυναίκα η σπιτονοικοκυρά… Πότε πρόλαβες να τη γνωρίσεις, τι το καλό δηλαδή είχε; (αυτή που θα σε έχει τώρα κοντά της αντί για μένα, χάνω εγώ το γιο μου για να τον βρει έτοιμο αυτή, να την καλημερίζει, να την καληνυχτίζει, αχ, δε νιώθω καλά…) Δε γίνεται παιδάκι μου, να το ακυρώσουμε; Κι ας χάσουμε την μπροστάντζα, εμείς να είμαστε καλά…

Η Ελένη δεν είναι απ’ αυτές τις γυναίκες τις παλαιών αρχών, τις συντηρητικές. Απ’ αυτές τις οπισθοδρομικές που δε βγαίνουν έξω, δεν έχουν ενδιαφέροντα, δεν είναι μέσα στη ζωή. Που λέει όλο πρέπει και μη. Δεν έχει παρωπίδες. Ισα ίσα όλοι έχουν να το λένε πως είναι μοντέρνα, νέα σχετικά, μαμά. Πως ακούει κι αυτή Μαραβέγια. Ούτε απ’ αυτές τις αγχωτικές μαμάδες είναι, που όλο ανησυχούν ή που θέλουν να επιβάλλουν την άποψη τους στα παιδιά. Ούτε τα προσωπικά τους ρωτά. Αλλά, άλλο αυτό κι άλλο να αποχωριστεί ξανά το γιο της. Έφυγε μια φοιτητής, στην άλλη άκρη της Ελλάδας , έφυγε δύο φαντάρος κι αυτό μακριά… Τώρα όμως την τρίτη φορά είναι αλήθεια πως αδυνατεί να το αποδεχτεί… Ίσως γιατί έχει μεγαλώσει λίγο αυτή , ίσως γιατί εξαιτίας συνθηκών, εποχής έμεινε μεγάλο διάστημα στο σπίτι αυτός… Ίσως γιατί της αρέσει να τον προσέχει, να τον βοηθά. Επειδή εργάζεται πολλές ώρες σκληρά. Μα ίσως περισσότερο απ’ όλα επειδή της αρέσει να του είναι χρήσιμη, όσο καμιά! Το ρόλο εξάλλου της μητέρας πιο πολύ απ’ όλους τους άλλους ρόλους έμαθε να έχει στη ζωή της ψηλά. Όπως κι η δική της μάνα, η γιαγιά. Δεν είναι που ανησυχεί μην πάθει κάτι. Σίγουρα και χωρίς αυτή όλα θα είναι καλά. Δυσκολεύεται όμως να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Από εδώ το φέρνει, από εκεί το φέρνει κι όμως την πνίγει μια αναπάντεχη λύπη και μοναξιά. Όσο κι αν μέσα της νιώθει περήφανη που το παιδί της μεγάλωσε, είναι άξιο, που έχει γερά φτερά, για να πετάει με την ευχή της ψηλά…

Πασχαλία Τραυλού: Άνθρωποι από στάχτη (Βιβλίο 2)

«Άκου έμβασμα τέλος!» μονολογούσε και η Ελπινίκη καρφώνοντας νευρικά στον καμβά τη βελόνα της. Αδιανόητη και από την πλευρά της η ανακοίνωση της Ροζαλίας για έναν λόγο αλλιώτικο όμως απ’ αυτόν του Αρίστου. Σαν απαγόρευση φάνταζε η φράση της, σαν στέρηση του στοιχειώδους δικαιώματος κάθε μάνας να νιώθει πως είναι χρήσιμη στο παιδί της και να είναι αδιαπραγμάτευτα δοτική. Το « βρήκα δουλειά» δεν την πείραξε. Αντίθετα, της άρεσε που η κόρη της ακολουθούσε τα χνάρια της, κι ας σκόρπιζε αστραπόβροντα το βλέμμα του Αρίστου γι΄αυτό το θέμα.»

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ