Τα μνημεία, η πόλη, τα...σκουπίδια μας

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Πολύ σκουπίδι. Ο,τι πιο ευφάνταστο μπορείς να βρεις στην Τενεκεδούπολη, στο πλάι των δρόμων, στη γειτνίαση με τα λιγοστά δέντρα, που κι αυτά ασφυκτιούν, θέλουν να δραπετεύσουν.


της Μαρίας Λιονάκη

« Εμείς που ζούμε εκτός Κρήτης ίσως αυτή την πόλη να την αγαπάμε πιο πολύ. Όμορφη πόλη, κυρίως τώρα που  ανοίχτηκε περισσότερο προς τη θάλασσα. Πολύ σκουπίδι όμως…» είπε η Άννα Γαλανού την Τρίτη στην παρουσίαση της αξιόλογης τριλογίας της: «Οι δρόμοι της καταιγίδας» στην Ανδρόγεω. Λίγο μετά το χαιρετισμό της αντιδημάρχου πολιτισμού της κ. Πλεύρη που επαίνεσε τα βιβλία της συγγραφέως για τα ιστορικά τους στοιχεία που συστήνουν  το Ηράκλειο του 16 ου αιώνα και  προέτρεψε τον κόσμο να παρακολουθεί τις ξεναγήσεις που γίνονται στην πόλη μας,  βάζοντας ταυτόχρονα ένα γρίφο, σαν το αγαπημένο  Κυνήγι του κρυμμένου θησαυρού: « Πού ήταν ο Άγιος Ρόκκος προστάτης της πόλης από την πανούκλα  που ενέσκηψε το 1592;».  Μα στο κτίριο της Αlpha bank, στην 25 ης Αυγούστου, έσπευσα εγώ με τη σκέψη  να απαντήσω, γελώντας περήφανα που οι πολλές ώρες ξεναγήσεων μου στα μνημεία της πόλης  μας,  πιάνουν τόπο καμιά φορά.

 Εμείς που δε γεννηθήκαμε σε αυτή την πόλη, αλλά τόσο φιλόξενα, γενναιόδωρα υιοθετηθήκαμε απ’ αυτήν, την αγαπάμε πάρα πολύ. Γιατί είναι μια πόλη  όμορφη, πληθωρική σε όλα της. Οικιστικά,  οικονομικά, όσο το επιτρέπει η εποχή, κοινωνικά και σίγουρα πολιτιστικά. Όσον αφορά πολιτιστικές δραστηριότητες, παραστάσεις, συναυλίες, αλλά κυρίως αρχαιολογικούς χώρους, μουσεία, μνημεία.  Μια πόλη που σε γενικές γραμμές σεβάστηκε την ιστορία της και  διατήρησε σε καλή κατάσταση τα περισσότερα μνημεία της. Μια πόλη που  δίνει άπειρες δυνατότητες ξεναγήσεων, ιστορικών ή φυσικών- περιβαλλοντικών  αναζητήσεων  σε όποιον θέλει να την  γνωρίσει.  Είναι συναρπαστικό να ακολουθείς τη γραμμή των γιγάντιων τειχών   που  τόσο καλά  διατηρήθηκαν τόσους αιώνες,  να συνομιλείς μαζί τους, για τα μη στέρεα  της δικής σου ζωής, να νιώθεις ότι σε  προστατεύουν και να προσπαθείς να φανταστείς την κατασκευή τους, με τα όποια μέσα  από όποιους ανθρώπους, μιας άλλης εποχής. Να παρατηρείς τη  μεγαλοπρέπεια, το ύψος των πυλών, το λεπτεπίλεπτο  διάκοσμο των κρηνών,  την  εκφραστική τέχνη των αγαλμάτων, την αξιόλογη  κατασκευή και αγιογραφία των εκκλησιών. Να μαθαίνεις την ιστορία κάθε διατηρητέου κτιρίου, τι ήταν στο παρελθόν, τι τώρα,  να θαυμάζεις τα μνημεία που άφησε η  ενετική και οθωμανική κατοχή.  Να περπατάς καθημερινά, δίπλα και μέσα στην ιστορία αυτής της πόλης, που είναι μεγάλη.

 Αυτής της πόλης που μεγαλώνει στη σκιά κορυφογραμμών,  στη σκιά  του Γιούχτα, δανειζόμενη  απ’ αυτόν τη βουνίσια αντοχή και την ολύμπια σκέψη.  Που γεννιέται, ζει, αναπτύσσεται, ανασαίνει δίπλα στη θάλασσα, μετατρέποντας το δροσερό αγέρι της σε ποίηση ζωής,  έμπνευση,   αύρα δημιουργική.  Θαλασσινός αγέρας κάθε ανθρώπου   η αναπνοή.  Σαν την απεραντοσύνη του γαλάζιου χάρτη οι αναζητήσεις  και η δύναμη των ανθρώπων, η διάθεση για πρόοδο,  για γνώση, για ζωή. Κι όμως… πολύ σκουπίδι! Όπως είπε η Άννα Γαλανού, όπως έψαχνα πολύ καιρό μια αφορμή να πω.

 «Έλα να πάμε στα καμένα,  δε μας χωράει πια το σπίτι,

 έρχονται δύσκολες ημέρες μουτζουρωμένες σαν Δευτέρες,

έρχονται φλόγες απ' τα δάση και μια φωτιά να μας δικάσει, 

μέσα στο πύρινό της χνότο, από τον έσχατο ως τον πρώτο.» Μιχάλης Γκανάς: Στα καμένα

Γεμάτη από Δευτέρες η ζωή μας, από θάλασσες  τρικυμισμένες, από  δάση πυκνά  και δυσκολοδιάβατα. Από  μονοπάτια με κοφτερές  πέτρες, φλόγες που μας δικάζουν με τον πύρινο τους χνότο. Φλόγες προβλημάτων του κόσμου αυτού, της ζωής, φλόγες παθών, αδυναμιών, ελαττωμάτων. Δικών μας.  Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες που εμείς τους στήνουμε εμπρός μας. Όλα τα χρώματα υπάρχουν στον πίνακα της ζωής. Το χρυσοκίτρινο της ανατολής, το πορτοκαλί και το φούξια του ήλιου που φιλάει τον κόσμο πριν κοιμηθεί, το πράσινο της βλάστησης, το μπλε του ουρανού και της θάλασσας, το γκρι ή το μαύρο μιας άσχημης είδησης, μιας αρρώστιας, μιας απώλειας. Κι όταν δε σε χωράει το σπίτι, όταν επιλέξεις το περπάτημα για να γαληνέψεις, να ξαναβρείς το ισοζύγιο της ψυχής σου, τότε…

 Πολύ σκουπίδι.  Ο,τι πιο ευφάνταστο μπορείς να  βρεις  στην Τενεκεδούπολη, στο πλάι των δρόμων, στη γειτνίαση με τα λιγοστά δέντρα, που κι αυτά ασφυκτιούν, θέλουν να δραπετεύσουν. Από μισοσπασμένα έπιπλα, ως σκισμένα ρούχα και παπούτσια, χαρτιά, κουτιά, πλαστικά κι ό,τι άλλο αηδιαστικό περισσεύει στα σπίτια, στους ανθρώπους  με την «οικολογική συνείδηση».  Όλα αυτά που είναι εστία μόλυνσης, ιδίως  τώρα με τη ζέστη και το περιορισμένο για καθαριότητα νερό. Κι όσο εύκολο είναι όλος αυτός ο όγκος σκουπιδιών να πεταχτεί, στους δρόμους, στις ακτές τώρα το καλοκαίρι,  τόσο δύσκολο, αδύνατο άραγε, είναι από το δήμο, από όλους εμάς  να μαζευτεί; Και ποτέ πια να μην ξαναπεταχτεί; Όλος αυτός ο συρφετός των «σύγχρονων μνημείων» καταγράφει μια ιστορία για την οποία δεν περηφανεύεται κανείς. Και πρέπει κάποια στιγμή να σταματήσει και συλλογικά να αντιμετωπιστεί.

Για να δημιουργηθούν χώροι να γαληνεύει η ψυχή, να θρυμματίζεται η ρουτίνα, να παίξει ένα παιδί. « Τουλάχιστον να βρεθεί ένας χώρος με λίγη δροσιά να κατοικήσουν εκείνοι οι άνθρωποι με το βουισμένο  κεφάλι και τις πληγές στο πρόσωπο που άνοιξαν η νύχτα και ο έρωτας.» Χαλασμένες γειτονιές. Κοσμάς.Ι. Χαρπαντίδης

(φωτογραφίες: Μανώλης Αφραθιανάκης)

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ