Τα παιδιά της γειτονιάς μου...

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι, δεν είναι φίλε μου όλες ίδιες οι καρδιές κι ας έχουν ίδιο τον παλμό όταν χτυπάνε. Ούτε όλες οι λέξεις είναι ίδιες

Της Μαρίας Λιονάκη

Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι, δεν είναι  φίλε μου όλες  ίδιες οι καρδιές κι ας έχουν ίδιο τον παλμό όταν χτυπάνε.  Ούτε όλες οι λέξεις είναι ίδιες. Κάποιες είναι αδιάφορες,  άλλες μετριότατες και χαμηλών πτήσεων, κάποιες άλλες είναι καταστροφικές  σαν τις σφαίρες  που άμα βγουν πληγώνουν και δε γυρνάνε πίσω, ενώ άλλες κρύβουν μέσα τους τέτοια νοήματα,  έχουν τέτοιο βάθος και ύψος , ηθικό και πνευματικό,  που απορείς πως χωράνε, πως καταδέχονται και  στριμώχνονται στα τετραγωνικά των λεξικών. Μια τέτοια λέξη είναι και η λέξη «γειτονιά». Λέξη που δοξάστηκε στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, ονοματίζοντας κοτζάμ  συλλογή ποιημάτων. «Δεν έχω καιρό να κουραστώ. Δεν έχω καιρό να σταυρώσω τα χέρια μου. Δεν έχω καιρό να μην αγαπώ, να μη μισώ, να μη θέλω, να μη σκοτώνομαι.»

Λέξη που ίσως και να περικλείει τη λέξη γη, λέξη που άμα τη σκαλίσουμε θα  μας ταξιδέψει στων παιδικών μας χρόνων την αγνή εποχή. Τότε που η ζωή ήταν  πιο απλή, που οι άνθρωποι έσμιγαν χωρίς καχυποψία στις γειτονιές, τα βράδια,  που μύριζε η πλάση αιγόκλημα και γιασεμί. Κάτω από τη μουριά ή μια κληματαριά θαλερή συζητούσαν στις αξέχαστες βεγγέρες, σε καρέκλες αραδιαστές στην κοίτη των δρόμων για το πόδι που τον πονάει το Σταύρο και θα πάει αύριο  στο γιατρό, μα τι να κάνει κι αυτό αφού δε σταματάει,  κάθε μέρα στην οικοδομή κι αυτός ο καψερός. Να θρέψει γυναίκα και τέσσερα παιδιά.  Για τα ρευματικά που πονάνε κάθε που αλλάζει ο καιρός, για τα λεφτά που δε φτάνουν να πληρωθεί το δάνειο, για την Ελενίτσα του κυρ Παντελή που τραβιέται με τον πλούσιο αθηναίο, την είδες ψες που ξεπόρτισε από την πίσω πόρτα;  Θα την πάρει ο πρωτευουσιάνος μαθές;

  Μύριζε μούστο το στενό κάθε τέτοια εποχή, μούστο που χρύσιζε στα μπουκάλια σαν ήλιος καυτός, που  γινόταν μουσταλευριά, με μπόλικο σουσάμι, καρύδι και κανέλα, εκλεκτό έδεσμα, προορισμένο  να   ταξιδέψει  με πορσελάνινα λευκά πιατάκια από σπίτι σε σπίτι, από χέρι σε χέρι  να γλυκάνει το μέσα των ανθρώπων, να γίνει  θυσία στο θεό της προσφοράς.  Άλλες εποχές, άλλοι άνθρωποι, άλλες συνήθειες.  

 Τέτοιες εικόνες  επιβιώνουν πια σε χωριά ή ως αναμνήσεις. Καθώς οι σχέσεις των ανθρώπων στις σύγχρονες πόλεις είναι ανεκτικές,  αδιάφορες ή ολότελα εχθρικές, έτσι ώστε να είναι διαχρονικό αυτό που έγραψε  ο Αντώνης Σαμαράκης: “Ποτέ άλλοτε οι στέγες των σπιτιών των ανθρώπων δεν ήταν τόσο κοντά η μία στην άλλη, όσο είναι σήμερα. Και ποτέ άλλοτε οι καρδιές των ανθρώπων δεν ήταν τόσο μακριά η μία από την άλλη, όσο είναι σήμερα” 

Για ασήμαντη αφορμή ξεσπάει ένας καβγάς, σαν το ηφαίστειο πάλι στη Λα Πάλμα.  Για το αυτοκίνητο  που παρκάρει ο  γείτονας και φράζει τη μπασιά του άλλου γείτονα, για το χαλί που τίναξε ο από πάνω και λέρωσε  την μπουγάδα του από κάτω,  για το νερό που πετάει η άλλη  από ψηλά και μένουν άνθρωποι από κάτω, το νερό που σπαταλάει  ο Κυριάκος απέναντι  να  πλένει κάθε Κυριακή το αμάξι, αμάν ψώνισμα με το όχημα κι αυτός. Για την  καμινάδα του τζακιού του γείτονα που  δεν είναι αρκετά ψηλή και μπαίνει η κάπνα από το παράθυρο, για  τις ώρες κοινής ησυχίας που δεν τηρούνται, τα λουλούδια που ψεκάζονται και θα δηλητηριαστούμε όλοι.

Ατάκες που έχουν γίνει πια τόσο συχνές, άνθρωποι που δε λέγονται πια με το όνομά τους αλλά «ο από κάτω», «ο από πάνω», «η άλλη απέναντι», «η διπλανή» που δεν είναι διπλανή, μα απέναντι… 

Όπως λέει και η Μαρία Ιορδανίδου:

“Αλλάζουν οι καιροί, αλλάζουν και οι άνθρωποι. Μέσα στις πολυκατοικίες οι άνθρωποι γίνανε αγγλοπρεπείς.  Βλέπεις κάποιον στη σκάλα ή στο ασανσέρ και δε σε χαιρετά. Στέκεται μπροστά σου σαν κολόνα πάγου, φοβάσαι να τον χαιρετήσεις κι εσύ.(…) Τα μούτρα των συγκατοίκων μου ας μην τα ξέρω. Ξέρω όμως τη φωνή τους, το βήχα τους. Ξέρω της διπλανής μου τον αναστεναγμό και το βογκητό. Βογκά τα βράδια όταν πέφτει στο κρεβάτι της, βογκά και τη νύχτα. Φαίνεται πως έχει άλατα στις κλειδώσεις της και πονεί.»

Έτσι είναι πια το σκηνικό της ζωής. Με ελάχιστες εξαιρέσεις που μας γεμίζουν χαρά όλους, που σπάνε τη μονοτονία. Σαν την επίσκεψη που δέχτηκα από μια  γειτόνισσα απέναντι  τις προάλλες. Με πήρε τηλέφωνο για να μου φέρει ανθούς. Από το χωριό της τους έδωσαν κι αυτή γεμιστά αποκλειόταν να κάνει. ‘Ήρθε λοιπόν να μου τους φέρει, μα δίσταζε φεύγοντας. « Είσαι μόνη σου μου είπε;» -« Ναι, τι συμβαίνει;  »  της απαντάω με την περιέργεια να χτυπάει κόκκινο. 

 -« Τους διπλανούς γείτονες στην καινούρια πολυκατοικία τους ακούς; Ανυπόφορη έχει γίνει η κατάσταση να βγάζουν τα μάτια τους καθημερινά, με ανοιχτά τα παράθυρα  και να ξεσηκώνουν με τις φωνές τους  όλη τη γειτονιά. Καλά δε ντρέπονται; Μόνο η ταμπέλα του σινεμά λείπει για την ακατάλληλη  ταινία που προβάλλουν ανελλιπώς. Τις προάλλες βγήκε η Καλλιόπη και τους φώναζε. «Γουρούνια»  τους είπε, μα τίποτα αυτοί, συνεχίζουν το ίδιο βιολί. Ενοχλούν, δεν το καταλαβαίνουν;» 

Υπομονή Στέλλα, της λέω γελώντας, υπομονή!

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ