Της μέρας τα κεντίδια

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Μέρα και νύχτα. Δύο λέξεις που δε μιλάνε, σα μαλωμένες αδερφές χωριστά ζουν.

Της Μαρίας Λιονάκη

Η νύχτα ετοιμάζεται  για άλλη μια φορά να ανατρέψει την κυβέρνηση της μέρας και  να βασιλέψει… Αυτές οι δύο λέξεις  διαφεντεύουν τα   δύο μεγάλα χρονικά κράτη. Απολυταρχικά.   Καθορίζουν το προσωπικό, βιολογικό μας ρολόι, έχουν αναλάβει εργολαβία να ορίζουν τις ζωές μας, το  πρόγραμμα, το χάρτη της ζωής μας.  Να διαμοιράζουν τις στιγμές, τις μέρες και τα χρόνια μας, το πεπρωμένο, το προσχεδιασμένο, το τυχαίο, το ατυχές.  Γεννήσεις, βαφτίσια,  γάμους, θανάτους.  Θηλυκές κι οι δύο, συμπτωματικά  ή όχι και τόσο,  θα έλεγε μία άλλη λέξη. Γένους αρσενικού.

 Μέρα και νύχτα. Δύο λέξεις που δε μιλάνε, σα  μαλωμένες αδερφές χωριστά ζουν.  Δυο λέξεις  σε πόλεμο, σε αντίθεση, όπως  τόσες άλλες. Φως και σκοτάδι, φωτιά και νερό, στεριά και θάλασσα, χειμώνας-καλοκαίρι, κρύο-ζεστασιά, αλήθεια-ψέμα, παρέα-μοναξιά, πόνος- χαρά,  όνειρα-αληθινή ζωή…

Η καλύτερη ώρα μέσα στον περίπλου ενός εικοσιτετραώρου είναι το μεταίχμιο μέρας-νύχτας,  όταν ο ουρανός βάφεται με ρόδινες, πορτοκαλί, μωβ αποχρώσεις. Όταν  η μέρα αφήνει τα γκέμια στο άρμα του χρόνου για να τα αρπάξει η νύχτα. Είναι η ώρα που το φως που ξεκίνησε από το πρωί να  περπατάει φτάνει στον προορισμό του.  Που το φως που απ’ το πρωί ξοδεύεται, ξοδεύει η σπάταλη μέρα έχει πια σωθεί. Η  φλόγα στο καντήλι της μέρας κουρασμένη, ρυτιδιασμένη, υπερήλικη βαριανασαίνει. Έτοιμη είναι να παραδώσει ψυχή στους ανέμους, στις τρικυμίες να παραδοθεί, απ’ τη φωτιά της να καεί.   Εδώ και ώρα λιγοστεύει,  τρεμοπαίζει, χαροπαλεύει,  κινδυνεύει. Δεν έχει έναν άνθρωπο,  ένα συγγενή, ένα φίλο, έναν αγαπημένο απ’ το χέρι του να κρατηθεί. Δεν έχει καν με σήμα κινδύνου προσπαθήσει να σωθεί. Δεν έχει καν το σήμα κινδύνου της εισακουστεί.

Η  καλύτερη  ώρα  είναι αυτή που η μέρα μαζεύει τα δίχτυα του φωτός και τα φυλάσσει. Μαζεύει σαν καλή νοικοκυρά  τα λευκά της σεντόνια και τα διπλώνει.  Τους   χρωματιστούς χαρταετούς απ’ του ουρανού τους  ωκεανούς. Σέρνει τις φωτεινές κλωστές, τα χρυσοκίτρινα νήματα και τυλίγει  στη ρόκα το  κουβάρι της. Ίδιο  με αυτό που ξετυλίγουν οι τρεις μοίρες,  η Κλωθώ, η Λάχεσις και η Άτροπος, όταν  ένα μωρό παιδί γεννηθεί. Ίδιο με αυτό της μοίρας  που ξετυλίχτηκε λίγες μέρες πριν.

Αύριο η μέρα με τέχνη  θα κεντήσει  καινούργιο κέντημα, θα φτιάξει στον αργαλειό  του κόσμου καινούργιο  υφαντό, θα ζωγραφίσει έναν άλλο πίνακα.  Και θα διαλέξει σίγουρα τα πιο όμορφα, έντονα χρώματα. Κόκκινο έντονο,  της αγάπης, κίτρινο του ήλιου, πράσινο της ελπίδας, άφθονο μπλε. Της  θάλασσας και του ουρανού.  Αύριο θα συνθέσει, θα τραγουδήσει ένα καινούργιο, πιο μελωδικό  τραγούδι. Λογοτέχνης του κόσμου, νέο ποίημα, ελπιδοφόρο  θα  συνθέσει, θα εμπνευστεί. Κηπουρός του κόσμου ένα νέο δεντράκι θα φυτέψει, άξιος τεχνίτης ένα νέο κόσμο θα χτίσει απ’ την αρχή.

Το σούρουπο, το δείλι είναι η καλύτερη ώρα. Όταν ο ήλιος φιλάει τον κόσμο, λίγο πριν μέσα στη θάλασσα, πίσω απ’ το λόφο χαθεί.  Όταν  σιγά σιγά σβήνουν οι ήχοι   κι  ανάβουν οι σιωπές,  στα σπίτια μικρά βεγγαλικά όλα τα φώτα. Την ώρα που οι πράξεις, τα λόγια  δύουν κι ανατέλλουν οι σκέψεις, οι  αναμνήσεις, οι σιωπές.   Όταν  η μέρα φωνάζει τις κόρες της τις ηλιαχτίδες  να σταματήσουν για σήμερα  το παιχνίδι, από την παιδική χαρά   να μαζευτούν. Όταν παρατηρεί τις μεγαλύτερες της κόρες για τις εξόδους τους. Τα σούρτα φέρτα  στα σοκάκια, στις ακρογιαλιές,   με τους νεαρούς   να περιορίσουν.  Ερωτεύονται πάντα κάθε  τέτοια εποχή οι εφηβικές, οι μεγαλύτερες ηλιαχτίδες.

Σκοτεινή η νύχτα, δεσποτική κυβέρνηση, αυταρχική.  Άγριο πουλί  που κατοικεί  σε απάτητο βουνό, αιχμηρός βράχος. Αυστηρός κι αγέλαστος άνθρωπος, μυστικοπαθής. Με  σκληρό ζυμάρι ζυμωμένος, αλύγιστος,  σε  ζήλειες και πάθη παραδομένος.   Μοιάζει με παιδί που δεν έπαιξε, με άνθρωπο που δεν αγαπήθηκε, που εξαπατήθηκε,  με ηλικιωμένο χωρίς συγγενή. Μοιάζει με άνθρωπο που δε δάμασε τη φωτιά. Φοράει μαύρο ρούχο. Πενθεί την κάθε μέρα που ο κόσμος δεν άλλαξε. Πενθεί  όσους χάθηκαν πρόσφατα, όσους χάνονται άδικα κάθε εποχή.

Μα να κοίτα εκεί ψηλά. Να εκεί! Το φεγγάρι ξεπροβάλλει.  Και τα αστέρια, πολύτιμα πετράδια, πολύφερνες νύφες  παίρνουν θέση κι απόψε στου ουρανού τη σκηνή. Ακτινοβολούν σαν πυροτεχνήματα,  αστράφτουν πλυμένα,  καλογυαλισμένα,   λαμπερά κοσμήματα στο λαιμό της βασίλισσας  νύχτας. Δες  τα πως φωτίζουν.  Πως στο σκοτάδι με σταθερά βήματα περπατούν.  Πως δε φοβούνται.  Κοίτα τα. Αυτά έχουν μάθει, ξέρουν να λάμπουν, ακόμη και στους πιο σκοτεινούς ουρανούς. Άκου τι ψιθυρίζουν.  Κάποιο μυστικό έχουν να σου πουν.  Λένε πως αύριο είναι μια καινούργια μέρα και  να περιμένεις,  να ελπίζεις, να πιστεύεις λένε.   Λένε πως  σίγουρα αύριο μεγαλύτερο φως θα φανεί…  

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ