Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα, τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;

Γεώργιος Σουρής, ένας «σύγχρονος Αριστοφάνης»! Πέθανε στις 26 Αυγούστου του 1919 και κηδεύτηκε με τιμές στρατηγού….

Μπόι δυὸ πῆχες,κόψη κακή,γένια μὲ τρίχες ἐδῶ κι ἐκεῖ.

Κούτελο θεῖο,λίγο πλατύ,τρανὸ σημεῖο τοῦ ποιητῆ.

Δυὸ μάτια μαῦρα χωρὶς κακία γεμάτα λαύραμὰ καὶ βλακεία.

Μακρὺ ρουθούνιπολὺ σχιστό,κι ἕνα πηγούνι σὰν τὸ Χριστό.

Πηγάδι στόμα,μαλλιὰ χυτὰ γεμίζεις στρῶμα μόνο μ᾿ αὐτά.

Μούρη ἀγρία καὶ ζαρωμένη, χλωμὴ καὶ κρύασὰν πεθαμένη.

Κανένα χρῶμα δὲν τῆς ταιριάζει καὶ τώρ᾿ ἀκόμα βαφὲς ἀλλάζει.

Δόντια φαφούτη ὅλο σχισμάδες, ὕφος τσιφούτηγιὰ μαστραπᾶδες 

(Η ζωγραφιά μου, Γεώργιος Σουρής)

Γεννήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου  1853 στην Ερμούπολη της Σύρου. Η οικογένειά του ήταν εύπορη και ο πατέρας του ήθελε να τον κάνει παπά. Όταν η οικογένειά του χρεοκόπησε, ο πατέρας του τον έστειλε υπάλληλο στο κατάστημα ενός θείου του σιτέμπορου στη Ρωσία. Ο Σουρής όμως, ξεκίνησε να γράφει κρυφά τους στίχους του στα κατάστιχα και μετά από δύο μήνες αποχώρησε. Όταν ήλθε στην Αθήνα γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ωστόσο, δεν κατόρθωσε να πάρει πτυχίο μετά την απόρριψή του από τον καθηγητή του Σιμτέλο στο μάθημα της μετρικής, κατ΄ άλλους στα Λατινικά, γεγονός που του στοίχισε πολύ όπως διαπιστώνεται στους εκδικητικούς του στίχους. Για να βγάλει τον επιούσιο παρέδιδε μαθήματα και δημοσιογραφούσε.

Όπως σημείωνε τότε ο Σπύρος Μελάς, ο Σουρής είχε πλούσια πνευματικά προσόντα και πλούτο γνώσεων με συνέπεια να καταστεί εξαίρετος δημοσιογράφος της έμμετρης σάτιρας των γεγονότων της εποχής. Οι πρώτοι σατιρικοί του στίχοι δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά "Ασμοδαίος", "Μή χάνεσαι" του Βλάση Γαβριηλίδη και "Ραμπαγάς".

Στις 2 Απριλίου 1883, σε ηλικία 30 ετών έβγαλε το πρώτο φύλλο της εφημερίδας του, που ο Γεώργιος Δροσίνης τη βάφτισε «Ο Ρωμηός», που ήταν μια έμμετρη εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα. Τον Αύγουστο έδωσε εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο, αλλά κόπηκε «μετά πολλών επαίνων», όπως σατιρίζει, στη μετρική

Μετά μεγάλης μου χαράς, στους φίλους αναγγέλλω,

πως εξετάσθην, των θυρών ερμητικώς κλεισμένων,

στον πολυγένη Φιντικλή και τον σπανό Σεμτέλο

και απερρίφθην μυστικά, μετά πολλών επαίνων!

Λοιπόν και πάλιν, Έλληνες, αρχίζομε σαν πρώτα,

πάλι «Ρωμηός» και ξάπλωμα, πάλι ζωή και κόττα!..

O «Ρωμηός» κυκλοφόρησε ως τις 17 Νοεμβρίου 1918 (τελευταίο φύλλο), λίγο πριν το θάνατο του Σουρή, για 36 χρόνια και 8 μήνες, σε 1.444 συνολικά τεύχη και 2 παραρτήματα. Το 1900, στο Δημοτικό Θέατρο των Αθηνών, παρουσιάστηκαν με επιτυχία οι «Νεφέλες» του Αριστοφάνους, σε έμμετρη απόδοσή του. Έγραψε και αρκετές έμμετρες κωμωδίες, οι οποίες καυτηρίαζαν τα κακώς κείμενα της εποχής.

Το έργο του χαρακτηριζόταν από την ποιητική του γονιμότητα και την πληθώρα των στίχων του. Έγραφε πάντα καλοπροαίρετα σχολιάζοντας το λαό, τους άρχοντες, τους Βασιλείς, χωρίς ωστόσο να βρίζει. Συχνά αυτοσαρκαζόταν και έξοχο δείγμα αυτοσαρκασμού είναι το ποίημα «Η Ζωγραφιά μου». Η γλώσσα του είναι μικτή. Χρησιμοποιεί πολύ τη δημοτική, αλλά συχνά στα ποιήματά του υπάρχουν αρκετές λόγιες λέξεις και φράσεις, για λόγους είτε μετρικούς είτε σατιρικούς. Είχε άλλωστε συγκρουστεί εντονότατα με τον Γιάννη Ψυχάρη και τους μαχητικούς δημοτικιστές των αρχών του 20ού αιώνα. Βεβαίως, κάποιοι τον είπαν στιχοπλόκο και κατηγόρησαν το έργο του υποστηρίζοντας πως στερείται ποιητικής αξίας ή ότι είναι εντελώς επιφανειακό.

Ο Σουρής προτάθηκε 5 χρονιές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας:

To 1907, από 9 μέλη της Ένωσης Ελλήνων Καλλιτεχνών,τον καθηγητή Φιλολογίας και Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεώργιο Χατζιδάκη, τον Πρόεδρο της Βουλής Νικόλαο Λεβίδη με άλλους 100 βουλευτές.

Το 1908 (η πρόταση του 1908 φέρει δυσανάγνωστη υπογραφή).

Το 1909, από τον Φιλολογικό Όμιλο Παρνασσό[6] και τους Δημήτριο Πατσόπουλο και Παύλο Καρολίδη.

Το 1911, από την Ελληνική Φιλολογική Εταιρεία (με έδρα την Κωνσταντινούπολη)

Το 1912, ξανά από τον Γεώργιο Χατζιδάκη.

Ο Γ. Σουρής παντρεύτηκε το 1881, σε ηλικία 28 ετών την Μαρή Κωνσταντινίδη, από τη Χίο, του γένους Αργέντη Ροδοκανάκη, με την οποία και πέρασε μια ευτυχισμένη ζωή αποκτώντας πέντε παιδιά. Η γυναίκα του επέμενε πως είχε έξι, συμπεριλαμβάνοντας και τον σύζυγό της που "καθώς ήταν αδέξιος και ανέμελος" είχε πραγματική ανάγκη μητρικής στοργής και φροντίδας.

 

Ο Γεώργιος Σουρής πέθανε στις 26 Αυγούστου του 1919 στο Νέο Φάληρο και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη με τιμές στρατηγού. Από τα πέντε του παιδιά ο Κρίτων και η Αλεξάνδρα δεν απέκτησαν παιδιά. Η Έλλη (Μοσχονά) έζησε στην Αγγλία όπου απέκτησε τρία παιδιά, την Μαρί (άκληρη), τον Χαράλαμπο (άκληρος)και την Λητώ (Carathers)που απέκτησε μια κόρη (εν ζωή) την Jill που ζει στην Αγγλία. Η Ηρώ (Χαλμούκου) απέκτησε δύο παιδιά την Ναυσικά και τον Τάκη που δεν απέκτησαν παιδιά. Η Μυρτώ παντρεύτηκε τον Νικόλαο Δουμπιώτη (της οικογένειας των αγωνιστών από τα Δουμπιά Χαλκιδικής),τον μετέπειτα γνωστό Μακεδονομάχο Καπετάν Αμύντα (και μετέπειτα στρατηγό). Απέκτησαν δύο παιδιά, τον Ιωάννη και την Ελισάβετ. Ο Ιωάννης κατετάγη εθελοντής στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο και "χάθηκε" στο Αλβανικό μέτωπο. Η Ελισάβετ (Γιαννακοπούλου) απέκτησε δύο παιδιά, τον Δημήτριο και τον Νικόλαο. Και οι δύο ζουν στην Αθήνα και έχουν ο μεν Δημήτριος τρία παιδιά (Αλέξης, Φίλιππος, Βεατρίκη), ο δε Νικόλαος τρία παιδιά (Ελισάβετ, Σμαράγδα, Γεώργιος).

Ρωμηός …Η σατυρική εφημερίδα του Γεωργίου Σουρή!

Ο Ρωμηός (με υπότιτλο «Εφημερίς που την γράφει ο Σουρής») ήταν έμμετρη εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα. Δημιουργός και μοναδικός συντάκτης της ήταν ο Γεώργιος Σουρής. Εκδιδόταν σχεδόν ανελλιπώς από το 1883 ως το 1918.

Η εφημερίδα "...έγινε αμέσως γνωστή και η μεγάλη κυκλοφορία της παρέμεινε αμείωτη καθ’ όλη τη διάρκεια της μακρόχρονης έκδοσής της. Κυρίως μέσα από τους διαλόγους του «Φασουλή» και του «Περικλέτου», καταγράφονταν τα σημαντικότερα πολιτικά αλλά και τα κοινωνικά γεγονότα της εβδομάδας, γραμμένα και σχολιασμένα με ευτράπελο τρόπο. Κεντρική μορφή της έμμετρης αρθρογραφίας της ήταν ο «Φασουλής», ο οποίος συγκεντρώνει όλα τα ελαττώματα και τα προτερήματα του μέσου Έλληνα: είναι αντιφατικός, ενθουσιώδης, εγωιστής, επιπόλαιος, πολυπράγμων, αδιάφορος, αλλά και έξυπνος, κοροϊδευτής των πάντων, άξιος να κάνει ο ίδιος αυτά που κατηγορεί. Ο «Περικλέτος», πιο αισιόδοξος αλλά και πιο πρακτικός, μιλάει πολύ λιγότερο από τον «Φασουλή» και χρησιμεύει κυρίως για να κρατάει την ισορροπία του διαλόγου ο οποίος όμως τις περισσότερες φορές καταλήγει στην απώλεια της ψυχραιμίας του «Περικλέτου» και στον ξυλοδαρμό του «Φασουλή»..."

Ο Ρωμηός αν και γνώρισε τεράστια επιτυχία δίχασε την πνευματική κοινότητα και τους κριτικούς κυρίως λόγω των συνεχών ανακολουθιών και αντιφάσεων στα τρέχοντα ιδεολογικά, πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα.

Μεταξύ των θαυμαστών του ο Στρατήγης διατυπώνει την άποψή του για την επιτυχία και την απήχηση του Ρωμηού ως εξής: "Φασουλής και Περικλέτος! Ιδού οι δύο αθάνατοι εθνικοί τύποι, τους οποίους εδημιούργησεν εν τω "Ρωμηώ" του. Ξύλιναι πλαγγώνες, εις τας οποίας έδωκε σάρκας και αίμα η ψυχοδότειρα Μούσα του μάγου ποητού μας. Άλλα έθνη έχουσι μόνον ένα τοιούτο κωμικόν εθνικόν τύπον, τον Πουλτσινέλλαν ή τον Αρλεκίνον, η Ελλάς χάρις εις τον Σουρήν της έχει δύο. Η διαφορά δε μεταξύ Φασουλή και Αρλεκίνου αφ'ετέρου, είνε ότι τους μεν τελευταίους εδημιούργησεν ο λαός ολόκληρος και επί πολλούς αιώνας, εν ω τους πρώτους έπλασεν εντός δέκα ετών εις και μόνος, εις δημιουργός ποιητής, εμφυσήσας εις αυτούς τας σκέψεις, τας ιδέας, τα ελαττώματα ολοκλήρου του έθνους. Ιδού διατί ο "Ρωμηός", καίπερ εφημερίς, θα μείνη αθάνατος, αιώνιος, καίπερ διακωμωδών τα επίκαιρα μόνον της ημέρας γεγονότας, τας πολιτικάς ή κοινωνικάς actualites του έθνους.".

Ο Παλαμάς το 1888 υποστηρίζει ότι "...η ποίησις του Σουρή εμπνεομένη εκ της πραγματικότητας, αδιαφορούσα, καταφρονούσα, αν θέλετε, τας ηρωϊκάς αναμνήσεις του παρελθόντος, τρεφόμενη εκ της καθ'ημέραν ανασκοπήσεως των προσώπων και των πραγμάτων, μη απομονουμένη εις ρεμβασμούς και μελέτας, συγχεομένη προς τον όχλον, ταπεινουμένη, ανασκαλεύουσα εν τη κοπριά, αληθής σατυρική ποίησις ως ενεφανίσθη εν παντί χρόνων και τόπω" .

Λίγο αργότερα όμως (1905) ο Ψυχάρης στη γνωστή κριτική μελέτη του στο Νουμά ασκεί ολομέτωπη επίθεση στον Σουρή και το έργο του και ιδιαίτερα στη στάση του στα σημαντικά ζητήματα της εποχής: "...Πως θέλεις ο ίδιος άνθρωπος να νοιώση τι σημασία μέσα του κρύβει ένας πόλεμος, ένα κίνημα επαναστατικό, ένα γλωσσικό ζήτημα; Το γλωσσικό το ζήτημα; Καλέ, δε βαριέσαι; Τι θα πη και που πέφτει;......Την ησυχία μας. Όσο κατάλαβε ο όχλος, κατάλαβε και ο Σουρής. Μα μήπως πάσκισε ποτέ του να καταλάβη την ποίηση ενός Παλαμά, ενός Πάλλη, ενός Εφταλιώτη; Ιδού λοιπόν άνθρωπος που έψαλε την εποχή του και που την εποχή του δεν την κατάλαβε. Είναι όμως γνώρισμα τουποιητή να καταλαβαίνη. Και δεν κατάλαβε ο Σουρής." .

Η στάση του Σουρή για αυτά τα σημαντικά ζητήματα καταγράφονται πάντως ακόμα και σε κείμενα θετικά προσκείμενων στο έργο του όπως ο Καλογερόπουλος διευθυντή της Πινακοθήκης:"Ο Σουρής, σφυγμομετρών την κοινή συνείδησιν, έλυσε και το γλωσσικόν ζήτημα, ακολουθήσας την μέσην οδόν. Δεν ηνείχετο υποερβολάς, και ιδίως του μαλλιαρούς. Έγραφε όπως ωμίλει και δι'αυτό ήρεσκεν εις όλους". 

 

Η έκδοση και η επιτυχία του Ρωμηού συνεχίστηκαν μέχρι και το Νοέμβριο του 1918 οπότε και μάλλον λόγω σοβαρής ασθένειας του Σουρή σταματάει, ενώ λίγους μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του επόμενου έτους (26 Αυγούστου 1919) ο Σουρής έχοντας προσβληθεί από την Ισπανική γρίπη, πεθαίνει. Ακόμα και τότε ο Σουρής και ο Ρωμηός αντιμετωπίστηκαν με διαφορετική προσεγγίσεις. Κατά τον Καλογερόπουλο "Ο Γεώργιος Σουρής ήτο ο δημοφιλέστερος 'Ελληνας σατυρικός ποιητής. Ήτο η πραγματική εκπροσώπησις του Ρωμηού, τον οποίον απεικόνισε και απηθανάτησεν εις τους 35 τόμους της ομωνύμου εφημερίδος του.". Αντίθετα ο Ταγκόπουλος, διευθυντής του Νουμά συνεχίζοντας την κριτική του Ψυχάρη γράφει: " Αυτό είναι. Είδε και δεν κατάλαβε. Άλλο ζήτημα αν ήθελε και δεν μπορούσε ή αν μπορούσε και δεν τονε σύφερνε να καταλάβει. Λογαριασμός δικός του αυτός. Εμείς είδαμε μόνο πως δεν κατάλαβε τίποτα. Και τούτο γιατί ποτέ του δε δοκίμασε ή δεν μόρεσε να κρατήσει τα γκέμια της αφηνισμένης κοινής γνώμης, μα πάντα αφέθηκε να σέρνεται, δορυάλωτος, στο νικηφόρο άρμα της..."

Ποιος είδε κράτος λιγοστό σ' όλη τη γη μοναδικό,

εκατό να εξοδεύει και πενήντα να μαζεύει;

Να τρέφει όλους τους αργούς, νά 'χει επτά Πρωθυπουργούς,

ταμείο δίχως χρήματα και δόξης τόσα μνήματα;

Νά 'χει κλητήρες για φρουρά και να σε κλέβουν φανερά,

κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε τον κλέφτη να γυρεύουνε;

Όλα σ' αυτή τη γη μασκαρευτήκαν ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,

οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.

Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι, κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.

Κι από προσπάππου κι από παππού συγχρόνως μπούφος και αλεπού.

Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο- να παριστάνει τον ευρωπαίο.

Στα δυό φορώντας τα πόδια που 'χει στο 'να λουστρίνι, στ' άλλο τσαρούχι.

 

Σουλούπι, μπόι, μικρομεσαίο, ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.

Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης, λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.

Και ψωμοτύρι και για καφέ το «δε βαριέσαι» κι «ωχ αδερφέ».

Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς.

Δυστυχία σου, Ελλάς, με τα τέκνα που γεννάς!

Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα,τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;

 

ΠΗΓΕΣ:

Wikipedia.gr

Sanshmera.gr

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ