Ασκήσεις μνημοσύνης σε μια αμνήμονα πόλη

Κωστής Μαυρικάκης
Κωστής Μαυρικάκης

Δυστυχώς δεν έχει βρεθεί ακόμη κανένα εμβόλιο για την ανίατη ασθένεια της λήθης. Ένα εμβόλιο που να ισχυροποιεί τη μνημοσύνη, αλλά κυρίως να περιφρουρεί τη σοβαρότητα στις δημόσιες παρεμβάσεις και να διασώζει το κύρος του επιστημονικού λόγου απέναντι στον κυνισμό και την υποκρισία.

Του Κωστή Ε. Μαυρικάκη

«Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονά» διατείνεται η προφητική ενόραση της ποίησης. Κι ο Μάιος στην Ελλάδα, είναι ο κατεξοχήν μήνας της μνήμης. Κι όταν έχεις αυτή τη δεδομένη υπόσταση του ανοιξιάτικου μήνα, είναι οξύμωρο να σκέφτεσαι ότι σε μια αμνήμονα πόλη και κόσμο, ο προφητικός λόγος του ποιητή εξακολουθεί να βοά και να καταρρίπτει τους καθωσπρεπισμούς και τις συμβατικότητες. Λεπίδα κοφτερή, κόβει τα σκοτεινά παραβάν και τα άλλοθι που στιγματίζουν τους ταγούς  και τους a la carte ακτιβιστές της κοινωνίας, για την κάθε εξορία, τον κάθε ποικιλότροπο εκτοπισμό της μνημοσύνης  από τις μελλοντικές γενιές. Αλήθεια τι είναι μνήμη; «Μνήμη εστίν η του γνωσθέντος τήρησις· ανάμνησις, η του απελθόντος ανάληψις» έγραψε ένας από τους Μεγάλους Πατέρες της Ορθοδοξίας ο Μέγας Βασίλειος.

Αν σε κάτι ωφέλησε η πρόσφατη αιχμηρή, και εν πολλοίς οργισμένη, δημόσια παρέμβαση των 16 διακεκριμένων συμπολιτών μας από το χώρο της Επιστήμης, των Γραμμάτων, των Τεχνών και της Εκκλησίας που κολάζουν τη Δημοτική Αρχή Ηρακλείου για την «στρεβλή, άνιση, επιλεκτική και ανιστόρητη» παρουσίαση του Χάνδακα στην εικονική τρισδιάσταση αναπαράστασή του, λίγα χρόνια (1640) πριν την έναρξη του μεγάλου Κρητικού Πολέμου, είναι ένα και μοναδικό: Μέσα στο ζόφο της πανδημίας και στην πληκτική τοπική επικαιρότητα, έθεσε καθυστερημένα και επαναδιατύπωσε την υπέρτατη αξία ενός απολεσθέντος δημόσιου διαλόγου για τη διατήρηση της μνήμης ως μοναδικού μηχανισμού αυτοσυντήρησης των κοινωνιών όπως εκφράζεται από τα αποτυπώματα του παρελθόντος και της Ιστορίας, μέσα στον αστικό ιστό της πόλης.

Το ύφος και η επιθετικότητα που προκύπτει όμως μέσα από τις λεκτικές διατυπώσεις των συμπολιτών μας, τόσο στο κείμενό τους όσο και στη συνέχεια που δόθηκε στα ερτζιανά, στο διαδίκτυο και τις εφημερίδες, γι’ αυτούς που μπορούν να αποκρυπτογραφήσουν τα γεγονότα, ομολογουμένως δεν συνάδει με το επιστημονικό κύρος που είθισται να συνοδεύει τέτοιου είδους παρεμβάσεις. Τους αδικεί και τους μειώνει κατάφωρα.

Επί του θέματος όμως:

Ασφαλώς το μέρισμα και η συμμετοχή του ελληνορθόδοξου στοιχείου στον βενετοκρατούμενο Χάνδακα είναι πολύ γνωστό σε όλους όσους έχουν ασχοληθεί με την εποχή. Και φυσικά, η μεγάλη Αναγέννηση των Κρητικών Γραμμάτων και των Τεχνών με την κορύφωσή της στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα είναι το ασύλληπτο θαύμα της επιβίωσης της Ρωμιοσύνης. Δεν «ανακαλύπτουν την Αμερική» με τα καταγγελλόμενα τους. Γνωστά πράγματα είναι αυτά και τα έχουν πει δεκάδες προσωπικότητες, ιστορικοί, ερευνητές, ακαδημαϊκοί και κρητολόγοι σε χιλιάδες συγγράμματα, αναφορές, δημοσιεύσεις, συνέδρια, ινστιτούτα κ.λπ. πέραν από αυτούς που αναφέρουν. Εκτός κι αν γίνεται επίκληση για να γίνει εξ επαγωγής γνωστό «το σκεπτικό» που αφαιρέθηκε από τη 3d απεικόνιση η Αγ. Αικατερίνη των Σιναϊτών και να προκύψει (πάλι εξ επαγωγής) το συμπέρασμα στον αναγνώστη ότι η δημοτική Αρχή είναι …πράκτορας του Πάπα και του Βατικανού. Σαφώς οι Βενετσιάνοι ήταν οι κυρίαρχοι, ήταν οι κατακτητές, είχαν το πάνω χέρι. Και το Βασίλειο της Κάντια ήταν «το πετράδι στην κορώνα του βασιλικού μεγαλείου και ο βραχίονας υπεράσπισης της Αγίας Πίστης ημών» στο Λεβάντε, καθώς γράφανε στις αναφορές τους στη Γερουσία οι ίδιοι οι τοπικοί προβλεπτές τους. Και οι Βενετσιάνοι, ως πανέξυπνοι έμποροι και συμφεροντολόγοι, βάσιζαν τις κτήσεις τους (μετά από 4,5 αιώνες) στην ανεκτικότητα και την ετερότητα, δημιουργώντας ισχυρά θεμέλια για την πολυπολιτισμικότητα και τον κοσμοπολιτισμό σε αυτές. Έγινε η αναπόφευκτη ώσμωση, το πάντρεμα του δυτικού με το ανατολικό, παντού. Στην ύλη και το πνεύμα. Ασφαλώς και είναι γνωστές οι πάνω από 100 ορθόδοξες εκκλησίες εντός των τειχών μέσα από το αναλυτικό σχέδιο του Ελβετού μισθοφόρου μηχανικού Hans Rudolf Werdmüller. Και αν δεν αποτυπώθηκε στην εικονική τρισδιάσταση αναπαράσταση της πόλης κάποιο από το κτιριακό απόθεμα των ορθόδοξων αυτών εκκλησιών, όπως η Αγ. Αικατερίνη που έγινε ο πολύς λόγος από τους «16», ναι αυτό είναι μια τεχνική παράλειψη που σίγουρα πρέπει να αρθεί. Σε μια 3d αναπαράσταση μιας ιστορικής πόλης που για πάνω από τέσσερεις αιώνες ήδη μέχρι τότε, ανήκε στην πανίσχυρη Δημοκρατία του Αδρία, δεν θα περίμενε κανείς να δει ένα αρχιτεκτονικό αποτύπωμα και κτιριακά ίχνη που να θυμίζουν την …κλασική Αθήνα. Η πόλη στο δημόσιο κτιριακό της απόθεμα ήταν, μια μικρογραφία της μητρόπολής της. Έτσι η ψηφιακή κτιριακή αναπαράσταση που έχει γίνει, δεν απέχει σχεδόν καθόλου από την πραγματική, αφού βασίζεται στις πάμπολλες ιστορικές πηγές και το πάμπλουτο αρχειακό χαρτογραφικό υλικό της περιόδου, ένα από τα καλά που είχαν ευτυχώς οι Βενετοί.

Ωστόσο, η αντίδραση των «16» εγείρει και άλλα ερωτήματα, που κυρίως σχετίζονται με κείνο που θέτουμε εξ αρχής: Τη διατήρηση της μνημοσύνης, και των αποτυπωμάτων του παρελθόντος  στο αστικό περιβάλλον που οριοθετούν την ιστορική ταυτότητα ενός λαού. Γιατί λοιπόν αυτή η επιλεκτική, αυτή η a la carte εξέγερσή τους, απέναντι στην επί της ουσίας δίκαιη, επιμονή τους για προβολή της Ιστορίας και της Μνήμης, τη στιγμή που «αγνοούν» (βλ. κάνουν γαργάρα) άλλες σπουδαιότερες παραλείψεις; Και να εξηγηθούμε:

Εφέτος γιορτάζεται το Ιωβηλαίο των 200 χρόνων από την εθνεγερσία του 1821, ένα κορυφαίο εθνικό ιστορικό γεγονός για τον Ελληνισμό και την Ελλάδα που αποτελεί μια ιδιαίτερη ευκαιρία απομνημόνευσης, που επιβάλει ξεχωριστή εορταστική μεγαλοπρέπεια. Η πόλη του Ηρακλείου, η πόλη που πάντα είχε ανοιχτούς λογαριασμούς με τη μνημοσύνη (…ας μην ξεχνάμε ότι στο πρόσφατο παρελθόν με ΦΕΚ κατεδαφίστηκε ένας τεράστιος μνημειακός πλούτος των «κακών» καθολικών Ενετών) φυσικά δεν πρέπει να λείψει, και δεν θα λείψει από αυτή. Ωστόσο, υπάρχει κάτι που κηλιδώνει βάναυσα και βάρβαρα όλη αυτή την εικόνα. Και για την οποία δεν ομιλούν όλοι όσοι προκύπτουν ως κήνσορες υπεράσπισης της μνημοσύνης. Και σε τούτο, δεικτικά κάνουν γαργάρα οι «16»: 

Είναι γνωστή η άθλια εικόνα εγκατάλειψης και προσβολής, ενός (πρώην) τοπόσημου της πόλης. Του «Ηρώου Ηρακλείου». Εκείνου που θεμελιώθηκε το 1930, σε οικόπεδο που παραχωρήθηκε από το Δήμο στη Νομαρχία Ηρακλείου με αφορμή τον εορτασμό της Εκατονταετηρίδας από την Εθνική Παλιγγενεσία και την ίδρυση του Ελληνικού κράτους, η οποία εορτάστηκε τον ίδιο χρόνο σε ολόκληρη τη χώρα. Το έργο που οικοδομήθηκε σε σχέδια του σπουδαίου αρχιτέκτονα και νομομηχανικού του Δήμου Ηρακλείου Δημήτρη Κυριακού, που εγκρίθηκαν ομόφωνα από την Επιτροπή Εορτασμού Εκατονταετηρίδας, που αποτελούνταν από εκπροσώπους φορέων και αρχών και προσωπικότητες του Ηρακλείου εκείνης της εποχής, σήμερα παραμένει ταπεινωμένο και ατιμασμένο παραδομένο στη λήθη, κρυμμένο πίσω από ακλάδευτους φοίνικες και συκιές στο κέντρο της πλατείας Ελευθερίας Ηρακλείου. Είναι γνωστή η προ ετών απόπειρα του ΤΕΕ/ΤΑΚ να διασωθεί και να κηρυχτεί νεώτερο μνημείο, αλλά εις μάτην!

Το Ηρώο του Ηρακλείου, που αποτελεί μεγίστη, βάρβαρη, αχαρακτήριστη και πρωτοφανής προσβολή στην Ιστορική Μνήμη, σχεδιασμένο σε γραμμές και αναλογίες της μινωικής αρχιτεκτονικής, όπως αυτή γινόταν τότε γνωστή από τις ανασκαφές και τις αναστηλώσεις του Έβανς, καταρρέει μέσα στη γενική πανδημία της λήθης που σαρώνει διαρκώς το Μεγάλο Κάστρο. Το κτίριο σύμβολο που επιχείρησε να ενσωματώσει τις ιστορικές μνήμες της Κρήτης, από τους μινωικούς χρόνους μέχρις τις κρητικές επαναστάσεις έχει καταντήσει ουρητήριο, χωρίς να θίγεται κανένας ταγός, ρασοφόρος, δημοτική πολιτική παράταξη ή όψιμος ακτιβιστής. Ναι εκεί που κρεμούσαν οι καπεταναίοι τ’ άρματα…

Δυστυχώς δεν έχει βρεθεί ακόμη κανένα εμβόλιο για την ανίατη ασθένεια της λήθης. Ένα εμβόλιο που να ισχυροποιεί τη μνημοσύνη, αλλά κυρίως να περιφρουρεί τη σοβαρότητα στις δημόσιες παρεμβάσεις και να διασώζει το κύρος του επιστημονικού λόγου απέναντι στον κυνισμό και την υποκρισία. Φαίνεται πως ο θεός Ιανός, εξακολουθεί να έχει ακόμη πολλούς πιστούς και στην Κρήτη. Κι ας ήταν και Λατίνος…

Κεντρική φωτογραφία: Σύνθεση από γκραβούρα “Insula Candia, De Wit Frederick, Amsterdam 1680” και πίνακα “La Mémoire” του René Magritte.

 

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ