«Εν Λασιθίω»: Ένα συναξάρι για την ιστορία της εκπαίδευσης στο Οροπέδιο

Κωστής Μαυρικάκης
Κωστής Μαυρικάκης

Το Οροπέδιο και σήμερα και στο αείν θα ‘ναι ο κλειδοκράτορας των νεφών, ο αποταμιευτής της ζωής, η πιο σημαντική κληρονομιά του Δία στους θνητούς. Ο πιο κοντινός τόπος που συνδιαλέγεται με τα Άνω…

Του ΚΩΣΤΗ Ε. ΜΑΥΡΙΚΑΚΗ

Μέσα στην ανυπόφορη και ζοφερή καθημερινή ελληνική και διεθνή επικαιρότητα, ξεχωρίζουν κάποιες μικρές φωτεινές ακτίνες. Εδώ στη νοτική εσχατιά της χώρας που εσχάτως αμφισβητείται, αναλαμπές από ελληνικό φώς, μπορούν να μετατρέψουν την απαισιοδοξία και την απογοήτευση σε ελπίδα, πίστη και σιγουριά για το αύριο. Τα γράφω αυτά, γιατί κάθε φορά που ανεβαίνεις στο Οροπέδιο Λασιθίου, γίνεσαι κοινωνός αοράτων τε ορατών εκπλήξεων. Στην ηχηρή χειμωνιάτικη σιωπή ενός ορεινού ιστορικού υψιπέδου δυσχερούς διαβίωσης, το διαχρονικό πνεύμα του τόπου, του τοπίου, της Ιστορίας και των ανθρώπων εξακολουθούν να δεσπόζουν και να γνέφουν μυστικά στους υποψιασμένους, με ακατάπαυστα και πολλαπλά νοήματα και μηνύματα.

Ήταν οι πρώτες μέρες μετά την πρόσφατη σφοδρή κακοκαιρία που ένας τροπαιούχος ήλιος μέσα σε αυτό το μοναδικής καθαρότητας μπλε του ελληνικού ουρανού κυριαρχούσε κι εκεί ψηλά στο λημέρι του Δία. Τον τόπο του μύθου, της αγριάδας και της αγιοσύνης. Τριγύρω, οι ορεινές μαδάρες, τ’ άπαρτα Λασιθιώτικα βουνά που ανασηκώνουνε με τις φτερούγες τους τον κάμπο που τοιχογυρίζουν σαν τις ελβετικές Άλπεις, επέστρεφαν κι αυτά εκθαμβωτικά με το εξαγνιστικό ολόλευκο χιόνι τους, τούτο το αθάνατο ελληνικό φως. Εκείνο που έκανε τους Έλληνες να αντισταθούν στο χρόνο και να τον μετατρέψουν σε αιωνιότητα, βάζοντας τα θεμέλια ενός οικουμενικού πολιτισμού.

Κατηφορίζοντας από την Άμπελο, δυσκολεύεσαι να πιστέψεις στο πάνλευκο τοπίο από τις κυκλοτερές βουνοκορφές που σπαθίζουν τα ύψη. Βρίσκεσαι μόνο στα εισόδια ενός άλλου κόσμου που σου αποκαλύπτεται λες για πρώτη φορά, κι ας είναι η απειροστή που πας! Οι παππούδες και οι γιαγιάδες, κάποιες με τις μαύρες μπολίδες και κάποιοι άλλοι με τα κροσσωτά κεφαλομάντηλα σαρίκια, αλλά και οι νεότεροι με τα δασύτριχα γενομούστακα και μαλλιά σαν τις φιγούρες του Κονδυλάκη, με τα σκληρόπετσα ψηλά στιβάνια και τα χοντρόχαντρα κομπολόγια, ζαλισμένοι κι εκείνοι από τη μόνιμη πνευματοφορία του τόπου τους και την ανέφελη ξεχασμένη μέρα μέσα στο καταχείμωνο, ρουφούσαν ομάδι σαν χειμερινοί ηλιοπότες και μαστουρωμένοι Ανατολίτες στα πεζούλια των αυλών και στα σοκάκια αυτό το μοναδικό και εξαγνιστικό χειμωνιάτικο ήλιο. Μόνο η ξαφνική κόρνα του αυτοκινήτου και οι μεγαλόφωνες εποχούμενες ευχές μας «χρόνια πολλά, καλή χρονιά!» τους έκαναν να διακόπτουν τρομαγμένοι το μεσημεριανή ηλιονάρκη και να ανασηκώνουν τα κεφάλια για να ανταποδώσουν χαμογελαστοί τις ευχές.

Δεν είναι δυνατόν να πατάς το Οροπέδιο και να μη φυγοδικεί μέσα σου η Ιστορία και εκείνα τα «άλλα» μυστικά μηνύματα που σε βομβαρδίζουν από τούτα τα χώματα. Το τοπίο τούτο δεν είναι μόνο τοπίο. Είναι τόπος που καδράρει το χρόνο και τη μνήμη με την υπερβατική ερμηνεία τους. Και η μνήμη είναι ο κύριος μηχανισμός επιβίωσης των κοινωνιών. Κι ο τρόπος που επεξεργάζεσαι νοητικά τον τόπο και το τοπίο, δεν είναι άλλος απ’ αυτόν που ορίζεις τον εαυτό σου στον κόσμο. Και σήμερα - αυτό είναι όσο ποτέ άλλοτε αναγκαίο - πρέπει να (επαν)ανακαλύψουμε την αισθαντικότητα της χαμένης ελληνικότητας. Με ό,τι αυτό σηματοδοτεί. Την ιστορία μας, τον πολιτισμό μας, την παιδεία μας. Δηλαδή τις (απολεσθείσες) ρίζες και τις Αξίες μας, που εκπιθηκίστηκαν σε αποφώλια πρότυπα της Εσπερίας.

Σήμερα, παρά την οριστική απώλεια εκείνου του οράματος γης του κάμπου, ερχόμενου λες από το όνειρο κι από έναν υπερρεαλιστικό τόπο που δεν υπήρξε ποτέ στο χώρο, εκεί που οι ανεμόμυλοι συγχέονταν στη φαντασία μου, με πελώριες λευκές μαργαρίτες, σωστές γιγάντιες πεταλούδες και οι άλλοι πάλι, οι πέτρινοι μονόκαιροι που άσπριζαν τα ταξίδια τους στα διάσελα και τις τσικούρες, όλοι π’ αλέθανε την αφθονία του κάμπου με φουσκωμένα τα πανιά από το θαλασσινό αέρα που ξεχύνονταν από το Σελί της Αμπέλου, δεν υπάρχουν πια. Διάσπαρτα ξεχασκωμένα ερείπια μόνο, συντηρούν τις μνήμες, σαν το «γυρισμό του ξενιτεμένου» στους στίχους του Σεφέρη. Ο «χώνος» κι εκείνος, αυτή η λαίμαργη αορτή που καταπόντιζε στα άγνωστα τάρταρα και στα πλουτώνια έγκατα τα νερά του κάμπου, του κάμανε κι εκείνου στράτα για να ξεπεζεύει και να ξεδιψά τα ξεραμένα λαρύγγια του υπερκαταναλωτικού κόσμου μας στα παράλια, εξαγνίζοντας τον από τις ξηρασίες και την αβεβαιότητα. Άσχετα, αν τούτες οι φαραωνικές επεμβάσεις (ποιος ξέρει;) θα πληρωθούν για τις καλλιέργειες του κάμπου πολύ-πολύ ακριβά στο μέλλον. Αλλά ας είναι! Το Οροπέδιο και σήμερα και στο αείν θα ‘ναι ο κλειδοκράτορας των νεφών, ο αποταμιευτής της ζωής, η πιο σημαντική κληρονομιά του Δία στους θνητούς. Ο πιο κοντινός τόπος που συνδιαλέγεται με τα Άνω…

Εδώ σε τούτο τον ιστορικό κάμπο στα ψηλά, που γύρω του χορεύουν σαν σε δικό τους ισοϋψή χορό οι βουνίσιοι ορίζοντες και που στις ρίζες τους βαστάνε το δικό τους αντίχορο σε στεφάνι κλειστό τα χωριά που ακούνε τους βουνίσιους και καμπίσιους σκοπούς, και να μη θες, μέσα στη χειμωνιάτικη ανάπαυλα ακούς τις εκκωφαντικές φωνές που έρχονται από το παρελθόν. Όλα τα βλέπεις, όλα τ’ ακούς: Τους ήχους από τα τύμπανα των Κορυβάντων και το βέλασμα της αίγας Αμάλθειας ψηλά στη σπηλιά του Ψυχρού, τις σχοινοτενείς μινωικές πομπές κάτω απ’ την πανσέληνο ν’ ανεβαίνουν στα ιερά κορυφής, τους διωγμούς του βενετσιάνου δυνάστη για να κάμψει το φρόνημα των κατοίκων, τα σπαρτά ν’ ανεμίζουν σα θάλασσα στον κάμπο για να θρέψουν με ψωμί τα πληρώματα των γαλερών της Βενετίας, το ποδοβολητό από τ’ ασκέρι του Χασάν πασά να κουρσεύει τον κάμπο, τη μεγαλειώδη μάχη και τα γιαταγάνια να κτυπιόνται με τους Οθωμανούς, τους αδερφούς Καμπάνηδες, τον καπετάν Καζάνη μωρό να τον βαφτίζουνε στην Μονή Κρουσταλλένιας μέσα στο καζάνι, αφού σπάσανε οι Τούρκοι την πήλινη κολυμπήθρα… Μα πιο πολύ, εκείνο τον απερίγραπτο ουράνιο ήχο από ένα αλλοτινό κήπο της Εδέμ: Το σύριγμα των χιλιάδων φτερωτών στον άνεμο, στο καλύτερο πόστο του Αιόλου. Τόπος κλειστός. Τριγύρω «όλο βουνά που έχουνε σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα». Τόπος μικρός, για τόση πελώρια μνήμη, για τόσες παρακαταθήκες, για τόσες μυστικές φωνές.

Κάποιες από τις εκκωφαντικές τούτες μυστικές φωνές της Ιστορίας της εκπαίδευσης του τόπου, σε χρόνους δίσεχτους και ηρωικούς, σα χαμένα και κιτρινισμένα από το χρόνο συναξάρια σε παλιά και σκονισμένα σεντούκια, αποδελτιωμένα πλέον σε ένα αξιόλογο πόνημα από το συγγραφέα και διευθυντή της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης Λασιθίου κ. Μαν. Μακράκη, έφτανε από το τυπογραφείο, συμπτωματικά και συμβολικά ίσως, εκείνη τη χειμωνιάτικη μέρα της ανάβασης μας στο Οροπέδιο, με τον πάμφωτο ουρανό. Με οικονομικό στυλοβάτη και πρωτεργάτη της ιστορικής και συμβολικής αυτής για το Δήμο του Οροπεδίου έκδοσης, το σύγγραμμα με τίτλο «Εν Λασιθίω» διασώζει από τις ερπύστριες του χρόνου, της λήθης και της απαξίωσης της παγκοσμιοποιημένης νεωτερικότητας, όλες τις ιστορικές πτυχές της εκπαίδευσης ενός ηρωικού, εμβληματικού και δυσπρόσιτου τόπου της Κρήτης. Από τον τίτλο κιόλας εκπλήσσει και αιφνιδιάζει ευχάριστα: Η αρχοντική μεγαλοπρέπεια της αποβιώσασας πτώσης της δοτικής του ενικού, προσδιορίζει το χώρο, τον τόπο που πραγματεύεται δίνοντας το στίγμα: «εν Λασιθίω», στο Λασίθι. Πρόκειται για ένα μοναδικό ιστορικό επιστημονικό σύγγραμμα έμπλεο από αδημοσίευτα έγγραφα πρωτογενών πηγών, ισχυρά τεκμήρια μιας εποχής κι ενός κόσμου που χάθηκε οριστικά σε καιρούς δίσεχτους για τον ιστορικό αυτό τόπο. Ένα θησαύρισμα βαρύτιμων αρχείων από κείμενα και φωτογραφικό υλικό που σχηματοποιούν ψηφίδα ψηφίδα την εικόνα και τον καμβά της εκπαιδευτικής ιστορίας του Οροπεδίου Λασιθίου. Είναι όπως και τα συναξάρια, που σαν λειτουργικά βιβλία περιλαμβάνουν σύντομες ή εκτενείς διηγήσεις σχετικά με τον βίο και τα μαρτύρια που υπέστησαν Άγιοι και Οσιομάρτυρες, έτσι και σε τούτο το πόνημα αποθησαυρίζεται και ξαναφωτίζεται από τη λήθη ό,τι πολύτιμο, -με όποια πολλαπλή ανάγνωση μπορεί να κάνει κάθε αναγνώστης στους δύσκολους καιρούς μας - για την πιο σημαντική παράμετρο κάθε κοινωνίας, την Παιδεία. Αναπόφευκτα το σύγγραμμα ενισχύει την επιστροφή στα νάματα του απολεσθέντος προσανατολισμού της σύγχρονης ελληνικής παιδείας. Στις γνήσιες ελληνικές πηγές, καταβολές και προγονικές αξίες. Είναι όπως και να γίνει μια μορφή αντίστασης απέναντι στον αόρατο και αψυχολόγητο σημερινό διεθνισμό και την απαξίωση κάθε τι Ελληνικού. Είναι μια «επιστροφή» που μας χρειάζεται. Όπως έγραφε και ο υμνητής της ελληνικής αισθητικής, ο ελληνολάτρης και ελληνοποιός επαναστάτης Περικλής Γιαννόπουλος που έριξε τον σπόρο του στην υπόθεση της ελληνικής Αναγέννησης αυτές οι «επιστροφές» είναι αναβάπτισμα. «Ξυπνήστε, Εγερθήτε» έγραφε. «Και επαναστατήσετε κατά του Εαυτού σας. Και αναβαπτισθείτε εις το θείον φως της Γης σας και εις τα Παραδείσια Ελληνικά νερά. Θα εξέλθετε Ζωντανοί. Και θα εξέλθετε Έλληνες».


Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ