Γράμμα στον κορωνοϊό...

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Για την Ιστορία υπάρχει μια αρρώστια, που παλιά ήταν ανίατη και σας μοιάζει. Λέπρα την έλεγαν κι έφερνε τον ίδιο πόνο, φόβο, τον ίδιο εγκλεισμό.

Της Μαρίας Λιονάκη

 

Μήπως έγιναν εκλογές στον σύμπαν μας και εκλέχτηκαν τα σύννεφα κι όσες ενστάσεις κι αν κάνει ο ήλιος, κατηγορώντας τα για νοθεία, δεν δικαιώνεται και πρέπει τώρα να εγκαταλείψει το Λευκό Οίκο του ουρανού; Μόλις στόλισε η Μελάνια τα εξήντα δύο χριστουγεννιάτικα  δέντρα; Μήπως το περιλάλητο ουράνιο σώμα περνάει καμία κατάθλιψη και πρέπει να ολοκληρωθούν ορισμένες συνεδρίες για να αποκτήσει πάλι την αυτοπεποίθησή του και να βγει να λάμψει στο στερέωμα; Δεν μπορεί ο ήλιος να την κάνει την καραντίνα του εδώ; Να κάτσει σε ένα τόπο κι όχι να μπαινοβγαίνει σαν ακορντεόν; Ζαλίστηκα. Ακορντεόν αυτός, ακορντεόν  τα  άνοιξε- κλείσε. Όχι δεν είχα κάπου να πάω. Ήθελα όμως να μπορώ, αν θέλω. Μήπως πλήρωσε ο ήλιος  πολύ ΕΝΦΙΑ στον ουρανό μας  και ψάχνει τώρα σπίτι σε άλλη χώρα;  Με τι μήνυμα τριγυρνάνε όλη μέρα, κάθε μέρα, τα σύννεφα  ασύδοτα και ανεξέλεγκτα και κανείς δεν τα ελέγχει; Αστυνόμευση  δεν υπάρχει στον ουρανό; Λες να γλιτώσουμε εκεί τους ελέγχους, όταν έρθει η ώρα μας; Ξύλο xτυπάς; Χτυπάς δε χτυπάς, το ίδιο σου κάνει, άμα έρθει η ώρα σου πρέπει να φύγεις.  Κανόνισε να μοιάσεις στον Τραμπ. Να μη θέλεις να αφήσεις τα εγκόσμια. Το άγχωσε, το άλλο, το ντελικάτο παλικάρι κι έσπασε το πόδι του, παίζοντας με το σκύλο. Φαντάσου να κυβερνήσει κιόλας. Μήπως τα σύννεφα,  μαζί με  τη βροχή και τις  καταιγίδες έχουν πάρει επιδόματα από το δημόσιο να βοηθήσουν την Κυβέρνηση στο έργο του lockdown;  Που μας έκλεισε πάνω στο άνθος της ηλικίας μας; Όχι δε με πειράζει που κάθομαι μέσα. Με πειράζει που θεώρησαν δεδομένο πως θα κάτσω. Ξέρεις εσύ, πως αντιδρώ, άμα με θεωρούν δεδομένη. Να μη λέω lockdown;  Τι να λέω; Ναι, αυτό μας μάρανε. Εδώ ο κόσμος χάνεται, εσύ το χαβά σου.  Ο Τιτανικός βυθίζεται κι εσύ παίζεις μουσική.  T’ άκουσες πως θα στολιστούν φαντασμαγορικά δέντρα στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες; Για ποιον θα τα στολίσουν, να μην τα δω; Ναι, μου αρέσει να ταξιδεύω, εσένα τι σε πειράζει; Κανόνισε τώρα με τον ιο να αρχίσουν οι ζήλειες. Έχουμε που έχουμε αποξενωθεί.  Δεν αγκαλιαζόμαστε, δε φιλιόμαστε, κορωνοϊό έχει το τηλέφωνο σου και δε με παίρνεις; Γράψε μου τουλάχιστον ένα γράμμα. ‘Η στείλε μου  μια κάρτα. Κι εγώ θα σου απαντήσω. Να, τώρα  κι εγώ, γράμμα γράφω. Όχι στον Άγιο Βασίλη. Στον κορωνϊό!  Τον κορωνο-διάβολο, σςς μη μας ακούσει.  Που πρέπει να τον καλοπιάσω ,  να τον κάνω να συναισθανθεί. Καθώς  έχει το απάνω χέρι…

 

«Κύριε Κορωνοϊέ. Δε γνωριζόμαστε προσωπικώς κι ούτε θα ήθελα, για να είμαι ειλικρινής μαζί σας. Έχω όμως ακούσει τόσα για σας. Πιο συγκεκριμένα πάνε κάποιοι μήνες, που δεν ακούω τίποτε άλλο, πέρα από το όνομά σας. Να σπέρνει παντού φόβο και πανικό.  Για την Ιστορία υπάρχει μια αρρώστια, που παλιά ήταν ανίατη  και σας μοιάζει. Λέπρα την έλεγαν κι έφερνε τον ίδιο πόνο, φόβο, τον ίδιο εγκλεισμό. Στη Σπιναλόγκα, δίπλα στον τόπο που μένω, ήταν το νησί που  πηγαίνανε τους λεπρούς . Τώρα τους πηγαίνουνε στους θαλάμους covid. Που όσοι και αν ανοίξουν,  δεν αρκούν. Κι είναι ίδια η απομόνωση, ίδια η μοναξιά, η ορφάνια,  ασθενών και συγγενών. Δεν ξέρω αν το έχετε αναλογιστεί. Δεν ξέρω αν έχετε ενσυναίσθηση και σε ποιο βαθμό. Έχουν χαθεί ενάμιση εκατομμύριο ζωές για την αφεντιά  σας,  το γνωρίζετε;  Σε όλες τις χώρες, σε  παλιό και νέο κόσμο. Άνθρωποι που  υπέφεραν τις τελευταίες στιγμές μόνοι. Που δεν μπόρεσε καμία επιστήμη να βοηθήσει, να σώσει. Τις    αιφνιδιάσατε τις επιστήμες,  το ξέρετε;  Δεν είχαν όπλα να σας πολεμήσουν κι ένιωσαν παράπονο γι’ αυτό. Γιατί ήταν έτοιμοι και στη φωτιά να πέσουν. Αρκεί κι εσείς να λυγίζατε λιγάκι, να υποχωρούσατε.  Μερόνυχτα ακοίμιστοι, τόσοι και τόσοι στρατιώτες των νοσοκομείων. Κι όμως δεν  μπόρεσαν να αποτρέψουν το χαλασμό.  Ασυνόδευτοι έφευγαν  οι ασθενείς,  χωρίς τον τελευταίο ασπασμό. Χωρίς ένα λουλούδι, έναν επικήδειο, λίγο χώμα ριγμένο πάνω απ’ το νωπό χώμα. Δεν τους άξιζε. Καραβάνια από νεκροφόρες στο Μπέργκαμο, μαύρες λίστες θανάτων σε όλες τις χώρες, τις περισσότερο ή λιγότερο προηγμένες, θάνατοι στην πατρίδα μας.  Ναι,  δεν κάνατε  διακρίσεις , είναι γεγονός.  Δε νομίζω να περιμένετε έπαινο... Ναι, τα καταφέρατε να κηρύξετε τον τρίτο Παγκόσμιο πόλεμο. Ναι, τα καταφέρετε να σταματήσετε τα ταξίδια, την οικονομία, την εκπαίδευση, τις πολιτιστικές και  καλλιτεχνικές εκδηλώσεις,  να κλείσετε τόσους και τόσους ανθρώπους στα σπίτια τους, να μας φορτώσετε άσχημη ψυχολογία,  αγωνία για το αύριο, να μας στερήσετε την ελευθερία μας, για την οποία έγιναν ήρωες οι πρόγονοί μας. Ναι,  τα καταφέρατε να επιβάλλετε τους δικούς σας νόμους. Ίσως και να θέλατε  κάτι να μας διδάξετε, δε χρειαζόταν όμως τόσο κακό. Τώρα πλησιάζουν γιορτές. Κι εμάς μας έχουν λείψει πράγματα απλά, σχεδόν ξεχασμένα. Μια αγκαλιά, ένα φιλί, ένα πρόσωπο χωρίς μάσκα, ένα χαμόγελο. Ξέρετε τι είναι για ένα παιδί  μια φωτογραφία δίπλα στον ‘Αγιο Βασίλη, μια βόλτα σε μια πλατεία με κουκλόσπιτα, στολισμένο δέντρο, φωτάκια που αναβοσβήνουν; Ένα δώρο που το ξετυλίγουν με λαχτάρα παιδικά δαχτυλάκια, ξέρετε τι είναι; Ξέρετε τι είναι η προσμονή ενός ηλικιωμένου για ένα γιορτινό τραπέζι; Τι είναι για το φοιτητή να γευτεί σπιτικό μελομακάρονο και γαλοπούλα γεμιστή με κουκουνάρια και σταφίδες; Να ζεσταθεί στο τζάκι του σπιτιού του , στην αγκαλιά της μάνας του, να αστειευτεί με τον αδερφό, το θείο, το ξάδερφο, το φαντάρο που έχει παγώσει στις σκοπιές; Ξέρετε τι είναι για μια μάνα να έχει, έστω και λίγες μέρες κοντά της, το παιδί της από μακριά;  Τώρα που τα παραμύθια το έσκασαν από τα στόματα των γιαγιάδων κι οι τηλεοράσεις σπέρνουν ρεαλισμό, ξέρετε τι είναι λίγη μαγεία Χριστουγέννων, λίγη χρυσόσκονη, μια αχτίδα αισιοδοξίας; Ένα φως ελπίδας; Όλο με ρωτάει η  μαμά μου, η κυρα Ξανθίππη,  πότε και πότε θα πάω στα Χανιά να τη δω κι όλο δεν καταλαβαίνει, όσο κι αν της εξηγώ. Να ξέρετε ότι ζείτε, επειδή δε σας τσάκωσε κάπου η κυρα Ξανθίππη. Κι όλο ρωτάω με λαχτάρα την κόρη μου από την Αθήνα, αν θα κατέβει. Κι όλο παρακολουθώ με αγωνία τον έναν και τον άλλο λοιμωξιολόγο για να κάνω σχέδια, να δω αν θα γιορτάσω φέτος. Κι όλο ντρέπομαι γι’ αυτά που θεωρώ εγώ σημαντικά, όταν έχουν τόσοι άνθρωποι χαθεί και υποφέρει. Σας γράφω το γράμμα αυτό, ελπίζοντας πως, έστω και την τελευταία στιγμή θα λυγίσετε, θα υποχωρήσετε και  θα σταματήσετε όλο αυτό το κακό… Θα μας δώσετε πίσω τις ζωές μας.  Θα μας αφήσετε να γιορτάσουμε, όπως μας αξίζει. Δεν ξέρω αν το μάθατε. Οι επιστήμες αμύνθηκαν,  οργανώθηκαν και δε θα αργήσουν να σας απαντήσουν με τα  δικά τους όπλα , τα εμβόλια.  Και τότε όλοι θα ξαναγίνουμε δυνατοί και χαρούμενοι πάλι.  Κι όλα τότε θα είναι αλλιώς. Ο ήλιος  θα ξανακερδίσει την παρτίδα.  Κι όλοι μας  θα ξεχυθούμε στους δρόμους απελευθερωμένοι, θα εμβολιαστούμε με αγάπη και φιλιά. Σύντομα θα  είστε μόνο μια κακιά ανάμνηση, ένας εφιάλτης που πέρασε. Γιατί,  όπως έγραψε παλιά  κι ένας σπουδαίος συμπατριώτης μου, ο Νίκος Καζαντζάκης: 

«Υπάρχει στον κόσμο τούτον ένας μυστικός νόμος —αν δεν υπήρχε, ο κόσμος θα ‘ταν από χιλιάδες χρόνια χαμένος— σκληρός κι απαραβίαστος: το κακό πάντα στην αρχή θριαμβεύει και πάντα στο τέλος νικάται.»

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ