Μνημόσυνα και αναμνήσεις!

Γιώργος Μηλιαράς
Γιώργος Μηλιαράς

Ανεμάζωξα το νου μου, εχαμογέλασα στη φωτογραφία του θείου και της θείας απέναντι στη πόρτα και χτύπησα όξω... Καλή εβδομάδα νάχομε...


του Γιώργου Μηλιαρά


-Καλά σαι μρε;...
-Καλά μαι, αφού δε με γράφει ο στύλος τση ΔΕΗς...

Ετσά ναι κιόλας. Μα οι παντέρμοι στύλοι είναι βιβλία ολόκληρα κάθε Σαββατοκύριακο. Δεν είναι μόνο τιμή στην οικογένεια του ποθαμένου η παρουσία στα μνημόσυνα, είναι και γιατί κρατιέται αζωντανός ο νεκρός, « όσο γιαυτόν κάποιος αναστενάζει...» Και σίγουρα στη διάρκεια τους, κάποιες  μνήμες χαμηλοπετούνε στη σκέψη, κατεβαίνουν στη καρδιά, ανταριάζουν τη ψυχή και γίνονται στο τέλος βουερός  αναστεναγμός, ανάλογα τη περίσταση ...
  Στο σημερνό σαρανταήμερο του αείμνηστου θείου-Κανάκη στον Αβρακόντε, μιας εμβληματικής μορφής με το καφενέ του κάπου εκεί στη στροφή για το Λιμνάκαρο, δάκρυα και αναστεναγμοί ανακατώθηκαν στις φυσιογνωμίες πολλών ανθρώπων, πλήθους κυριολεκτικά που ήρθε να τιμήσει τη μνήμη του, να υποδηλώσει τη σπουδαία κοινωνική αξία των εξαίρετων παιδιών του, μα και να καταδείξει  άλλη μια φορά την Αβρακοδιανή κοινωνία, ως τη πιο οργανωμένη  στη περιοχή, που θα μπορούσε να είναι πρότυπο...

Φόρτωσα στη κεφαλή μου τις αναμνήσεις μου, παλιές και καινούργιες με  το θείο-Κανάκη, που ήταν ο τελευταίος που καλημέριζα και ο πρώτος που καλησπέριζα στα πυκνά μου ανεβοκατεβάσματα στο Λιμνάκαρο και πήρα τον κατήφορο να πάω προς τον παρκαρισμένο ματρακά μου και να δώσω των αματιών μου...
Όμως σε τέτοιες ή παρόμοιες περιστάσεις περίσκεψης, ο νους κάνει τα δικά του σούφερα  και πιο πολύ όταν όλα γύρω τριγύρω, είναι σφιχτοδεμένα με αναμνήσεις παιδικές, ωσάν κι αυτές που έζησα κι εγώ ολόκληρη τη παιδική μου ηλικία στο  μοναδικό μου σεργιάνισμα στα Όρη και  ανάμεσα στα χωριά των γονιών μου, Αβρακόντε και Ψυχρό ...
Κοντοστάθηκα στην ανοιχτή πόρτα του γωνιακού πρώην «πολυκαταστήματος» του θείου Αριστοτέλη ! Κλειστό εδώ και πάρα πολλά χρόνια , αφότου τα αφεντικά του μετακόμισαν στον ουρανό . Σήμερα ήταν ορθάνοιχτο , έτσι για να πάρει αέρα, αφού τα εξαδέρφια μου ήταν στο χωριό για την ίδια αιτία με μένα . Μπήκα μέσα συνεπαρμένος ...Πάνε τόσα χρόνια από τη τελευταία φορά.... Ανακαινισμένο, με μοναδικό περιεχόμενο τρεις φωτογραφίες αλλοτινών καιρών στους τοίχους και χιλιάδες αναμνήσεις ... Το μαγαζί του θείου του Αριστοτέλη!!!!  Το πολυκατάστημα όπως θα λεγότανε σήμερο . «Καφενείον-Κρεοπωλείον-Κουρείον» Όχι περισσότερο από 25-30 τετραγωνικά μέτρα ...     -    Μα πως δε τα είδα όλα ετούτα από την αρχή; Εστραβώθηκα; , μου πέρασε  φευγαλέα από το μυαλό ...αλλά κατάλαβα ντελόγω,  πως ήνοιξε τα μάθια τζη η σκέψη μου κι εθώριενε χρόνους πολλούς  οπίσω....

Όλα στη θέση ντος ήτανε...Το «τεζιάκι*» στη γωνία και παραδίπλα στο τραπεζάκι το πετρογκάζι με  μόνιμο βάρος απάνω ντου ένα «πατινιώτικο*» τσικάλι κρέας βραστό, στην άλλη γωνιά ένα τσιγκέλι* στερεωμένο σε ένα σίντερο της οροφής με  μόνιμα κρεμασμένο το σφαχτό τυλιγμένο στη κόκκινη πετσέτα και πιο πέρα στην άλλη άκρα ένας μεγάλος  καθρέπτης με μια καρέκλα μπροστά και το τραπεζάκι με τα σύνεργα του κουρέα θείου Γιώργου ... Οι θύμησες πιάσανε  γρήγορο πεντοζάλι και τα χρειάστηκα από το ζόρε ντος να περάσουνε όλες απ´ το καθρέπτη του νού μου ... Άθελα έβαλα τρικλοποδιά σε δυό που πέσανε μπροστά μου. Τις σήκωσα τρυφερά και τις εσκούπισα από τη σκόνη του χρόνου και της κόρης του της  λησμονιάς .... Τις  μεταγράφω μακιγιαρισμένες επαδέ...    Είχα μεγάλη απορία κάθε φορά που έβλεπα , στα συχνά παραστεκουλίσματά μου στη πόρτα του  καφενέ , να σερβίρει ο θείος-Αριστοτέλης,  σε ωρισμένους πελάτες, το καφέ μαζί με ένα μικρό κομμάτι ξύλου ... -Τι στο καλό το θέλει το ξύλο με το καφέ, σκεφτόμουνα για καιρό, μέχρι που άκουσα την εξήγηση από τα χείλια του θείου, που έλυσε την ίδια απορία σε κάποιο άλλο ενήλικα συγχωριανό ντου που τονε ρώτηξε : - Καλά δε θωρείς πως μούχουνε καωμένες τσοι καρέκλες ο Κατσονικόλης και ο Ψευτοντουνιάς με τα τσακάκια* ντος καθ´ αργά που δα κάτσουνε να πιούνε καφέ; Δεν έχουνε κομπολόϊ να παίζουνε και βγάνουνε τα τσακάκια και πριονίζουνε τσοι καρέκλες, σάματις τα ακονίζουνε...Κι ήντα να τοσέ πω δα; Να τσοι προσβάλω και να τσοι χάσω κι από πελάτες ; Πάω τος μαζί με το καφέ και το ξυλαράκι και τοσέ λέω : εκέ να κονίζετε τα τσακάκια να γλυτώσω τσοι καρέκλες ...και γελούνε κι αυτοί κι εγώ....    Ήτανε όμως και το κουρείο, που είχε κυρίως τα Σαββάτα πελατεία για ξύρισμα, απευθείας από το κάμπο, να πάνε το πρωί στην εκκλησά περιποιημένοι και καθαροί  οι άντρες του χωριού. Κατάκοπος από τη κούραση του κάμπου, τέτοια εποχή οπού σκαλίζανε τσοι πατάτες, εμπήκενε το λιόγερμα ο Γλυκόλαλος στο καφενείο, ήκατσε στη καρέκλα  και παράγγειλε του νεαρού κουρέα  : -Πάρε μου μωρέ παιδί μου μιαολιά τα γένια, να πα  να λουστώ και να πάω τη ταχινή στην εκκλησά σα τον άνθρωπο... Η κούραση ντου και η περιποίηση του  κουρέα, ηρέμησαν το κουρασμένο του σώμα και δικαιωματικά ο ύπνος εσφάλιξε τα μάθια του... Δεν εκατάλαβε ούτε τα μαχαιρώματα από το ξυράφι στο πρόσωπο ούτε το τσούξιμο από το οινόπνευμα που προσπαθούσε να του  σταματήσει ο κουρέας τα μικροξεματώματα... Είδε όμως οντέ του φώνιαξε ο μπαρμπέρης , έτοιμος, το αίμα και τα μπαμπάκια που  του είχε κολλήσει στα ξυραφίσματα και έντρομος μα τρυφερός τον ερώτηξε: -Και δε μου λες παιδί μου, κάνει εδά να τρώω τσιγαριστά*;...   Ανεμάζωξα το νου μου, εχαμογέλασα στη φωτογραφία του θείου και της θείας απέναντι στη πόρτα και χτύπησα όξω... Καλή εβδομάδα νάχομε...

   ΓΜ/Μάϊος 2018

Λεξάρι: ======= *τεζιάκι: πάγκος παρασκευής των καφέδων κλπ *πατινιώτικο: πήλινο ( τοπική έκφραση) *τσιγκέλι: κρεμαστάρι του κρέατος *τσακάκι: μικρός σουγιάς, με κυρτή λεπίδα *τσιγαριστα: τηγανητά .( επιβεβλημένη δίαιτα σε κάποιες παθήσεις)

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ