Ουράνιες μελωδίες στην ώρα της αμφιλύκης

Κωστής Μαυρικάκης
Κωστής Μαυρικάκης

Κάπου στα έλυτρα του Αυγούστου στον εσπερινό της Κοίμησης, σ’ αυτή την θεσπέσια κι αγαπημένη ώρα του Παπαδιαμάντη, ο Πέτρος Γαϊτάνος αφήνοντας πίσω του το κοσμοπολίτικο παραθαλάσσιο Μιραμπέλλο, έφτανε στην ενδοχώρα και ψηλότερα

 

Του ΚΩΣΤΗ Ε. ΜΑΥΡΙΚΑΚΗ

Οι μέρες του Δεκαπενταύγουστου, στην καρδιά του κρητικού καλοκαιριού κρύβουν μιαν ανερμήνευτη γοητεία κι έναν αδιόρατο μυστικισμό. Ιδιαίτερα, εκεί στα ακροσύνορα της μέρας, όπου οι σκιές των πριονωτών βουνών του νησιού, προετοιμάζουν το αργό πέρασμα από το φως στο σκοτάδι. Στην επικράτεια της ζώνης του λυκόφωτος, τις μαγικές στιγμές της «αμφιλύκης» των παπαδιαμαντικών κειμένων. Είναι η ώρα που νιώθεις περισσότερο να αιωρείται στον αέρα κάτι σαν από μιαν απαστράπτουσα ιερότητα των ημερών από την έλευση του Πάσχα του καλοκαιριού. Ίσως, γιατί βαραίνουν οι ύμνοι της ελληνικής Παναγιάς. Ίσως γιατί ‘ναι οι ώρες που στην καταλάγιαση της πυράς της μέρας και του θαλασσογέννητου μελτεμιού που διαπερνά ως και τα μεσιανά βουνά, κάνουν πολλούς να αναρωτιούνται όπως κι ο ποιητής γιατί να «...μην είχε κάποτε ανεβεί κείνα τα σκαλοπάτια του ατελεύτητου καλοκαιριού».

Όμως σε τούτα τα παραπονιάρικα ερωτήματα, κάποτε κάποτε, όπως στα παραμύθια της Ανατολής, σα να εμφανίζεται ένα μαγικό τζίνι και κάνει τον θερινό καημό ψηλαφητή πραγματικότητα. Εκεί λοιπόν στην αδαπάνητη ομορφιά του ελληνικού καλοκαιριού, κάπου στα έλυτρα του Αυγούστου μεσοστρατίς στο δρόμο του, στον εσπερινό της Κοίμησης, σ’ αυτή την θεσπέσια κι αγαπημένη ώρα του Παπαδιαμάντη, ο Πέτρος Γαϊτάνος αφήνοντας πίσω του το κοσμοπολίτικο παραθαλάσσιο Μιραμπέλλο, έφτανε κάπου πιο μέσα, προς στην ενδοχώρα και ψηλότερα. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Είχε προηγηθεί στην πυρά της μέρας το ταπεινό προσκύνημα, στο - αναστηλωμένο από τη Μητρόπολη Πέτρας και Χερρονήσου και τον αοίδιμο επίσκοπο Νεκτάριο -, χανσενικό οστεοφυλάκιο και κοιμητήριο στον προμαχώνα Donato της Σπιναλόγκας. Μετά ανηφόρισε κάπου για την «Απάνω Κρήτη που φεγγοβολά από μεγαλοσύνες κι ομορφάδες» που θα ‘λέγε κι ο Κονδυλάκης για να δει και να γίνει κοινωνός της μυσταγωγίας του αυθεντικού νησιού και της Ιστορίας του. Της πατρώας θρησκευτικής παράδοσης και των ακριβών παρακαταθηκών.

 

Εκεί στο μνημειακό ιστορικό καστρομονάστηρο, τον αναστηλωμένο ορθόδοξο θησαυρό της ύστερης περιόδου της Βενετοκρατίας, ένα από τα θρησκευτικά Παλλάδια της Κρήτης, την περιώνυμη Μονή Αρετίου. Σουρούπωνε σα φτάναμε να τον ξεναγήσουμε με το φίλο Ιδομενέα Μαρκάκη, ανηφορίζοντας μέσα σ´ ένα σκληρό, αυστηρά δωρικό και απείθαρχο τοπίο με τη φτενόσαρκη γη του Μιραμπέλλου και το ανελέητο πετροκοπιό να δεσπόζουν γύρωθεν. Να σε μεταφέρουν στο χρόνο και στα συναισθήματα και να παίρνουν αυθόρμητα κι αναπόφευκτα τη διάσταση του μυστηρίου και της μεταφυσικής. Ο αέρας, το τοπίο αλλά και όλο το κτιριακό συγκρότημα σε κάνουν και να μη θες, να δρασκελίσεις τα χρόνια. Η μνήμη και η Ιστορία εδώ σε τυραννούν ευχάριστα, τερπτικά, αναγωγικά από την ύλη στο πνεύμα, σαν μια κυκλική σπείρα που ανεβαίνει συνέχεια προς τους ουρανούς.

Εδώ είναι τα Εισόδια ενός άλλου κόσμου, ταυτισμένου απόλυτα με το λαμπρό φέγγος της ορθόδοξης κληρονομιάς, της παρακαταθήκης της πατρώας πίστης και της Πατερικής παράδοσης. Εδώ σου νεύει ακατάπαυστα το Βυζάντιο και ο ορθόδοξος μοναχισμός. Εδώ με το αυχμηρό τοπίο βαραίνουν όλα μαζί: Ιστορία, συμβολισμοί, ρουκούνια, πορτοστασιές και περίτεχνα αρχιτεκτονικά μέλη από τις δυο μονόκλιτες βασιλικές. Οι καταπράσινες αυλές, τα κελιά των μοναχών, ο ξενώνας, το αρχονταρίκι, τα θρησκευτικά κειμήλια, τα σκαλιστά τέμπλα, οι παλιές θολωτές βενετσιάνικες αίθουσες, οι φούρνοι, οι αποθήκες, οι παραδείσιες φωνές των πουλιών, τα γέρικα κεραυνοπελεκημένα κυπαρίσσια. Όλα εδώ είναι στη θέση τους, παρόντα με τους αιώνες. Όλα εδώ και να μη θες, παίρνουν ένα τόνο τελετουργικό, μυστηριακό, όλα έχουν συνέχεια και βάρος. Όλα είναι ατελεύτητα αφήνοντας πίσω τους, τη ματαιότητα του πρόσκαιρου, του ταπεινού, του σκόπιμου, του φτιατσιδωμένου. Η αδαπάνητη φιλοξενία, το αυθόρμητο καλωσόρισμα και η ξενάγηση από τον Ηγούμενο Ευμένιο.

Ίσως, όλα τούτα να συναντιούνται μονάχα στην Ελλάδα τη χώρα «που βγαίνει απ’ την άλλη την πραγματική, όπως τα όνειρα από τα γεγονότα της ζωής μας». Ένας κόσμος άρρητος και άπιαστος στην ομορφιά, στα συναισθήματα, στις συγκινήσεις, στην παράδοση, στην οικουμενική παγκοσμιότητα του ελληνικού πολιτισμού. Αυτός ο ελληνορθόδοξος κόσμος της συμπαντικής ελληνικής ομορφιάς, που είναι λαξευμένος στις δέλτους της αιωνιότητας και που δε σβήνει ποτέ όπως ο ήλιος.

Σε τούτη την άρρητη ομορφιά της πατρώας κληρονομιάς, σ’ εκείνο τον εσπερινό της Κοίμησης, ο Πέτρος Γαϊτάνος δώρισε με τους αφθονοπάροχους και καλικέλαδους ύμνους του στη Θεοτόκο, ένα απρόσμενο κάλλος.

Το λιγοστό εκκλησίασμα έγινε δωρεολήπτης από τις γλυκές ψαλμωδίες της μετεσπερινής παράκλησης προς τη Μητέρα του Θεού, στο ημίφως των κεριών, σα σε σκηνικό Αθωνικού Μοναστηριού. Τόσο, που νόμιζες, ότι η υπερουράνια φωνή του Γαϊτάνου, ερχόταν ανάκατη κι έβγαινε από τις σπαθιές των φτερών κι από τα φτερουγίσματα των Σεραφείμ που αυλάκωναν το στερέωμα μέσα κι έξω από την ιστορική Μονή. Κατανυκτικές εκκλησιαστικές μελωδίες, υπερκόσμια ακουστικά ευεργετήματα σε παρασιτικούς για τα ώτα καιρούς. Μελωδίες και ακούσματα που ερμηνεύουν και εκφράζουν τα αντίστοιχα νοήματα των υψηλών ποιητικών στίχων προς τη Θεοτόκο. Εκείνες που αναγάγουν την ύλη στο πνεύμα. Με διακριτά τον πόνο, τη λύπη, τη συντριβή, την ταπείνωση, την κατάνυξη. Γιατί ο Γαϊτάνος, εκφράζει σήμερα, αλώβητα από τους αιώνες, εκείνα τα πρωτότοκα ρωμαίικα ακούσματα κάτω από τους τρούλους της Αγιάς Σοφιάς. Εκείνη την αυθεντική ορθόδοξη λατρευτική υμνωδία μέσα από την όσμωση και την αλληλοσυμπλήρωση της ομορφιάς του μουσικού λόγου και της υψηλής θρησκευτικής ποίησης. Γιατί ο Λόγος και ο Ύμνος στην Ορθοδοξία ήταν ταυτόσημα, ήταν ένα πράγμα εν τη γενέσει της. Είναι εκείνο που απώλεσε σήμερα η Ορθοδοξία και που ο Γαϊτάνος επιμένει να υπενθυμίζει μ’ έναν μοναδικό χαρισματικό και αποκαλυπτικό τρόπο, άφθαρτο κι αδαπάνητο. Σχεδόν υπερουράνιο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ