Τα δόντια των απόκληρων

Θανάσης Γιαπιτζάκης
Θανάσης Γιαπιτζάκης

Βραβευμένος ήδη για το ανθρωπιστικό έργο του από την Ακαδημία Αθηνών, επίτιμος δημότης στα μέρη του Αγίου Νικολάου και της Ελούντας που βρίσκονταν τόσο κοντά στην κόλαση της Σπιναλόγκας, έχει τιμηθεί επίσημα και από τη Βουλή των Ελλήνων

Του Θανάση Γιαπιτζάκη       

 

Στα πλαίσια της διημερίδας του Πανεπιστημίου Αθηνών για τα Διακόσια Χρόνια Νεότερης Ελληνικής Ιατρικής (κατά μίμηση της επετείου των Διακοσίων Χρόνων από το 1821) έγινε η ομιλία του γαλλόφωνου Ελβετού οδοντίατρου Ζουλιέν Γκριβέλ, που είχε για θέμα της τη λέπρα στην Ελλάδα στον 19ο και στον 20ο Αιώνα.

Η πρόσφατη αυτή παρουσία του φιλέλληνα (και κυρίως ανθρωπιστή) Ζουλιέν Γκριβέλ αποτελούσε συνέχεια πολλών παρόμοιων ελεύσεών του στην Αθήνα. Κάποτε, από το 1972 και μετά, ερχόταν δυο φορές τον χρόνο για να συνδράμει στους λεπρούς στην Ελλάδα. Τώρα έρχεται περισσότερες φορές τον χρόνο, για να τον τιμήσουν για την προσφορά του μιας ολόκληρης ζωής. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ότι στη θέση της μεγαλοπρέπειας μιας πολύχρονης, επίμονης και επίπονης εθελοντικής προσφοράς βρίσκεται ένας απλός ευγενικός άνθρωπος που θα μπορούσε να λεγόταν στα ελληνικά Ιουλιανός Γριβελάκης. Βραβευμένος ήδη για το ανθρωπιστικό έργο του από την Ακαδημία Αθηνών, επίτιμος δημότης στα μέρη του Αγίου Νικολάου και της Ελούντας που βρίσκονταν τόσο κοντά στην κόλαση της Σπιναλόγκας, έχει τιμηθεί επίσημα και από τη Βουλή των Ελλήνων για τη βαρύτητα της ανθρωπιάς που αποκόμισαν πολλοί από τη ζωή του, από τις πρωτοβουλίες του, από τις ενέργειές του, από την παρηγοριά της παρουσίας του.

Ο ανθρωπισμός του Γκριβέλ  στη Βουλή των Ελλήνων

Ο Ζουλιέν Γκριβέλ είχε ευχαριστήσει τότε τη Βουλή για την τιμή, λέγοντας ότι «αυτή η αποστολή έχτισε τις βάσεις της ζωής μου, ήταν το βασικό μου πανεπιστήμιο» και είχε δώσει το μήνυμα πως «η μόνη ελπίδα είναι το μοίρασμα». Αυτό «μοιράστηκε» και ο πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Χανσενικών Μανώλης Κυριακάκης, που λέει εκ μέρους αυτών των ανθρώπων:

      «Σ’ εκείνες τις εποχές που ο κοινωνικός ρατσισμός αντιμετώπιζε τη Νόσο του Χάνσεν και τους λεπρούς με αποστροφή, χλευασμό, καταδίκη και κατάρα, ο νεαρός τότε Ελβετός οδοντίατρος Ζουλιέν Γκριβέλ αγνόησε κάθε κατεστημένο και πλησίασε τους Έλληνες χανσενικούς σαν καλός Σαμαρείτης. Η πρώτη του κιόλας επίσκεψη το 1972 στο Νοσοκομείο Λοιμωδών Νόσων, στην Αγία Βαρβάρα Αττικής, ήταν αρκετή για να καθορίσει τη μετέπειτα ανθρωπιστική πορεία του. Και η ανιδιοτελής προσφορά του έγινε σκοπός της ζωής του. Έτσι, δύο φορές κάθε χρόνο, για τρεις δεκαετίες, επισκεπτόταν και προσέφερε αφιλοκερδώς τις οδοντιατρικές του υπηρεσίες στην Ελλάδα, στους χανσενικούς «φίλους του» όπως ο ίδιος λέει και προπάντων αισθάνεται. Μα δεν ήταν μόνο η προσφορά των οδοντιατρικών του υπηρεσιών. Τόσο ως Άνθρωπος όσο και ως Επιστήμονας, όχι απλά με «Α» και με «Ε» κεφαλαίο, αλλά με όλα τα γράμματα κεφαλαία, γλύκανε τον πόνο των ασθενών και μας βοήθησε να σηκώσουμε τον σταυρό μας. Όχι μόνο τον σταυρό του σωματικού πόνου, αλλά περισσότερο τον σταυρό του ψυχικού πόνου, που πάντα είναι βαρύτερος. Σ' αυτό συνέβαλαν πάντα και σε μεγάλο βαθμό η συμμετοχή και η μέγιστη βοήθεια από τη λατρεμένη του σύζυγο, αλλά και ο άριστος χειρισμός της ελληνικής γλώσσας, η καλή του η κουβέντα, ο τρόπος του, η φιλική του διάθεση, το χαμόγελό του, η αισιοδοξία του, η δεκτικότητά του, και καθετί του ξεχωριστού χαρακτήρα του. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι μόλις μάθαινε ότι έφευγε απ' τη ζωή κάποιος φίλος χανσενικός, αμέσως επικοινωνούσε μαζί μας για να μας συλλυπηθεί. Και μόλις ερχόταν στην Ελλάδα, έπρεπε να πάει στο μνήμα του, να αφήσει δυο λουλούδια, να ανάψει ένα κεράκι και να αποτίσει φόρο τιμής στον εκλιπόντα. Αυτό γινόταν όχι μόνο γι’ αυτούς που είχαν ταφεί στην Αθήνα, αλλά και σ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας. Στις μέρες μας που η αξία «Άνθρωπος» συνεχώς υποβαθμίζεται, τέτοιες προσωπικότητες αποτελούν φωτεινά παραδείγματα. Ο Ζουλιέν Γκριβέλ ένιωσε πολλές φορές την ανάγκη να εξωτερικεύσει τα συναιθήματά του, τις εμπειρίες του, και τις διαπιστώσεις του με γραπτά κείμενα, με διατριβές και με βιβλία, που του απέδωσαν τον τίτλο του διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Γενεύης. Μετά τις πολλές βραβεύσεις του Ελβετού φιλέλληνα και αλτρουιστή οδοντίατρου από συλλόγους, από φορείς, από δήμους, από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό και από την Ακαδημία Αθηνών, η βράβευσή του από τη Βουλή των Ελλήνων ήλθε ως κορωνίδα, να αναγνωρίσει την προσφορά του στην Ελλάδα. Οι λέξεις «θαυμάζουμε» και «ευγνωμονούμε» είναι πολύ μικρές να εκφράσουμε τα συναισθήματά μας για το μεγαλείο της ψυχής του ανεκτίμητου φίλου και ευεργέτη μας. Ο Ζουλιέν Γκριβέλ είναι προσωποποίηση του αποφθέγματος του Μενάνδρου «Ως χαρίεν έστ' άνθρωπος, όταν άνθρωπος ή»! Σε ευχαριστούμε μέσα από την καρδιά μας, αγαπημένε μας φίλε Ζουλιέν, και ευχόμαστε η προσφορά και το έργο σου να βρει μιμητές, γιατί σήμερα το έχει ανάγκη η κοινωνία μας όσο ποτέ άλλοτε. Σε αγαπάμε πολύ και για πάντα».

      Αυτός είναι ο Ζουλιέν Γκριβέλ που μίλησε πριν λίγες μέρες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο Ελβετός οδοντίατρος των ασθενών της Σπιναλόγκας, που μετά την εύρεση του φαρμάκου είχαν μεταφερθεί στην Αγία Βαρβάρα στην περιοχή του Αιγάλεω. Τεύχη της διατριβής του «Η νόσος του Χάνσεν στην Ελλάδα και στην Κρήτη τον Εικοστό Αιώνα» σε μετάφραση Πάρι Ασανάκη προσφέρθηκαν στους παρευρισκόμενους του Συνεδρίου με πρωτοβουλία της Βιβλιοθήκης «Μανώλης Φουντουλάκης», ενός θεραπευμένου πρώην χανσενικού από την Ελούντα που η γνωριμία του ενέπνευσε τον Ζουλιέν Γκριβέλ, αλλά και την Βικτόρια Χίσλοπ - με το μπεστ σέλλερ βιβλίο της «Το Νησί» να είναι αφιερωμένο σ’ αυτόν. Όμως, παρά  τα εξήντα τέσσερα χρόνια από το κλείσιμο της Σπιναλόγκας σαν τόπο εγκλεισμού των λεπρών και παρά το γεγονός ότι η νόσος του Χάνσεν, έχοντας ηττηθεί, αποτελεί πλέον παρελθόν, εντούτοις όπως το διατυπώνει ο Μανώλης Θραψανιώτης «η προκατάληψη και ο κοινωνικός αποκλεισμός καλά κρατεί». Ενάντια σ’ αυτά, στο θέμα της ενημέρωσης έδωσε τη μάχη του ο Γκριβέλ με την ομιλία του στη Μεγάλη Αίθουσα Εκδηλώσεων του Πανεπιστημίου:

 

      «Είμαι σίγουρος ότι είστε έκπληκτοι να δείτε μπροστά σας έναν Ελβετό να σας μιλήσει για τη λέπρα στην Ελλάδα. Η ομιλία μου είναι στην πραγματικότητα μια περίληψη της διατριβής μου.

      Η πρώτη διαμονή μου στην Ελλάδα ήταν πολύ ασυνήθιστη. Συνάντησα το 1972 μια Ελλάδα υπόγεια, σιωπηλή, πονεμένη. Μια άτυχη κοινότητα που είχε σκληρά χτυπηθεί από τη μάστιγα της λέπρας, «της ιεράς αρρώστιας».

Εγώ πήγαινα δυο φορές τον χρόνο στο λεπροκομείο όπου ζούσαν στο Αιγάλεω, και τους έφτιαχνα τα δόντια μέχρι το 1998. Το 1976 ζήτησα από τον Έλληνα Σπύρο Δοξιάδη, υπουργό Υγείας τότε, την άδεια να συνεχίσω την αποστολή μου εκεί στο λεπροκομείο, γιατί υπήρχαν τότε περίπου πεντακόσιοι νοσηλευόμενοι ασθενείς. Ζούνε ακόμη στο ίδρυμα αυτό 5-6 επιζώντες».

      Στο μέρος εκείνο, στον «Αντιλεπρικό Σταθμό» της Αγίας Βαρβάρας που βρισκόταν μέσα στον περίβολο χώρο του Νοσοκομείου Λοιμωδών Νόσων, ανέφερε κάπου στην ομιλία του ο Γκριβέλ «το 1938 φτιάχτηκε ένα παράρτημα όπου μεταφέρθηκαν τα παιδιά των λεπρών για παιδεία. Πριν, έμεναν με τους γονείς τους. Για τους ασθενείς ήταν ένας οδυνηρός αγώνας μεταξύ λογικής και αγάπης. Η λογική έλεγε ότι έπρεπε να φύγει το μωρό απ’ τις πληγές της μητέρας του, αλλά η αγάπη μιας μητέρας δεν υπέμενε μια τέτοια δοκιμασία».  

      Μετά ο Γκριβέλ ανακάλεσε στη μνήμη του την εντυπωσιακή περίπτωση του Επαμεινώνδα Ρεμουντάκη:

      «Αυτός ο άνθρωπος είχε την ατυχία να προσβληθεί από λέπρα όταν σπούδαζε στο τρίτο έτος της Νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και τον έστειλαν στη Σπιναλόγκα στην ηλικία 22 ετών.            

 

Το 1936 λοιπόν έφτασε στον τόπο αυτό της εξορίας και συνάντησε μια απελπισμένη κοινότητα. Έγινε μια πολύ σημαντική προσωπικότητα εκεί, έγινε μια φωνή στη νύχτα. Μέσα από την αβουλία, βρήκε τη δύναμη και το θάρρος να αντιδράσει κι ένα νέο σκοπό στη ζωή του. Έγραψε στις αρχές, στα μοναστήρια, για να μαζέψει τα μέσα να βελτιωθεί η ζωή σ’ αυτό το καταραμένο νησάκι που πάνω του τόσες ζωές ναυάγησαν. Πρότεινε έτσι σ’ όλους τους άμοιρους συντρόφους του μια λίγο πιο αξιοπρεπή ζωή μέχρι το κλείσιμο του νησιού «του πόνου και των δακρύων» όπως το ονόμαζε εκείνος».

      «Στη Σπιναλόγκα» λέει ο Ρεμουντάκης «όλα προχωρούσαν προς τον θάνατο επειδή το πνεύμα της δημιουργίας δεν υπήρχε. Μπήκαμε στη Σπιναλόγκα για να πεθάνουμε, χωρίς ελπίδα, χωρίς σχέδια».

      Ο Γκριβέλ τότε συνέχισε με το πώς τον γνώρισε: «Όταν συνάντησα το 1972 τον κ. Ρεμουντάκη, ήταν ο πρώτος μου ασθενής στην Αγία Βαρβάρα. Όταν τους γνώρισα για πρώτη φορά στην καλύβα τους στον κήπο του λεπροκομείου, η κα Ρεμουντάκη, η Τασία, οδηγεί τον τυφλό σύζυγό της μέχρι το τραπέζι για να καθίσει. Πόσο τρυφερή φροντίδα από τη γυναίκα αυτή που ο σύζυγός της αποκαλεί «άγγελε παρηγοριάς, λυχνάρι μου». Τον κ. Ρεμουντάκη τον είχε σημαδέψει έντονα η ασθένεια, αλλά διατηρούσε ένα αγέρωχο ανάστημα. Τί ενέργεια βγαίνει απ’ αυτόν τον στιγματισμένο άνδρα! Η συμπεριφορά του εντυπωσιάζει το περιβάλλον του. Έπρεπε, λοιπόν, να του ξαναδώσω του Ρεμουντάκη ένα χαμόγελο. Πήγαμε στο οδοντιατρείο του λεπροκομείου. Ο Επαμεινώνδας κάθεται στην καρέκλα του και, τη στιγμή που ετοιμάζομαι να κοιτάξω την οδοντική κατάστασή του, σταματάει τη χειρονομία μου με τα δυο ακρωτηριασμένα χέρια του, στρέφεται στη γυναίκα του για να του ανάψει ένα τσιγάρο, σαν να ήταν το τελευταίο του. Εκείνος που δοκιμάστηκε τόσο πολύ σ’ όλη τη ζωή του με ένα απίστευτο θάρρος, είναι τώρα μπροστά μου σαν φοβιτσιάρικο παιδί!  Αφού τελειώσαμε τη δουλειά μας με τον φίλο μου Ελβετό οδοντοτεχνίτη Ζαν-Πιερ Μπουσιέν, μας κάλεσαν να φάμε ένα γεύμα μαζί τους για να δοκιμάσει ο Επαμεινώνδας την οδοντοστοιχία του.         

 

      Γνώρισα το 1973 και τον Μανώλη Φουντουλάκη στο λεπροκομείο. Ήταν ο πρώτος υπεύθυνος του τεράστιου φιλικού δικτύου που με οδήγησε βαθιά στο πνεύμα, στη σκέψη και στους ανθρώπους αυτής της μαγεμένης Ελλάδας».

 

      Μετά τις περιστασιακές αυτές αναπολήσεις του, θυμάται επίσης ότι βρίσκεται σε ιατρικό συνέδριο:

      «Η λέπρα, η νόσος του Χάνσεν, είναι μια φοβερή ασθένεια, μια μάστιγα της Ανθρωπότητας. Ο παθογόνος παράγοντας της νόσου, το «Mycobacterium Leprae» ή βάκιλος του Χάνσεν είναι ένα αρχέγονο βλάστημα που πολλαπλασιάζεται πολύ αργά. Η νόσος δεν είναι εύκολα μεταδοτική στους ενήλικες, αλλά ισχύει ιδιαίτερα στα παιδιά όταν υπάρχει συχνή επαφή με ασθενή επειδή τα παιδιά δεν έχουν ακόμα το ανοσοποιητικό σύστημα ικανό να την καταπολεμήσει. Η λέπρα είναι μια χρόνια φλεγμονώδης νόσος του νευρικού συστήματος. Διακρίνονται δυο μορφές λέπρας (α) η ολιγοβακτηριακή μορφή χωρίς νευρική προσβολή (β) η πολυβακτηριακή μορφή που προκαλεί παραμορφώσεις που μπορούν να φτάσουν μέχρι και σε ακρωτηριασμούς και συχνά τύφλωση».

      Εκείνη τη στιγμή ο Γκριβέλ πατάει το πλήκτρο προβολής. «Σ’ αυτήν την  ακτινογραφία μιας πολυβακτηριακής μορφής, παρατηρούμε την εξαφάνιση των ρινικών οστών, την ατροφία της άνω φατνιακής απόφυσης και του οπίσθιου ρινικού διαφράγματος, καθώς και μια υπερώα διάτρηση που δημιούργησε στοματική-ρινική επικοινωνία».

      Αμέσως μετά, όμως, παρατάει τα ιατρικά του και στρέφεται στην ανθρώπινη συμπεριφορά: «Εξάλλου, δημιουργεί  αυτή η αρρώστια ένα σοβαρό πρόβλημα μεταξύ του ασθενούς και  της κοινωνίας. Είναι μια διακοπή με τις κοινωνικές σχέσεις. Η τραγωδία του χανσενικού ασθενή είναι βαθειά, γιατί αποτελεί απειλή της υγείας του ταυτόχρονα με την απειλή για τους άλλους.  Αρχικά, διαταράσσεται ο κοινωνικός χαρακτήρας. Υπάρχει λοιπόν, στην απελπισία τού ασθενή μια αναπαράσταση της κοινωνικής κρίσης: Αισθάνεται ότι απορρίπτεται, ότι καταδιώκεται, ότι γίνεται ο δημόσιος εχθρός».

      Ο Γκριβέλ έτσι μιλούσε - και το πρόσωπό του φωτιζότανε, όχι μόνο από το τεχνητό φως αλλά κι από τη μακρά ιστορική σχέση Ελλάδας και Ελβετίας, δεδομένου μάλιστα ότι η Ελβετία είναι από τις πρώτες χώρες που συνήψαν διπλωματικές σχέσεις με το ελληνικό κράτος, ενώ και ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στη θεσμική αναδιοργάνωση της Ελβετίας και στην ενδυνάμωση του καθεστώτος της μόνιμης ουδετερότητάς της.

      Πράγματι, εκτός από τον Ζουλιέν Γκριβέλ, ένας άλλος που ένωνε τους Ελβετούς και τους Έλληνες εκείνη την ώρα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών που λέγεται Καποδιστριακό, ήταν ο Καποδίστριας. Έχοντας συμβάλλει, με την φωτισμένη προσωπικότητά του, στο ξεκίνημα των χωρών τους, της Ελβετίας και της Ελλάδας. Ήταν κι αυτός γιατρός. Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβας και μετά τις σπουδές του επέστρεψε στην Κέρκυρα, όπου άσκησε το ιατρικό επάγγελμα αφιλοκερδώς. Το ίδιο αφιλοκερδής ήταν και η προσφορά του αργότερα σαν κυβερνήτης. Έλεγε:« Όσο και το τελευταίο ελληνόπουλο δεν έχει να φάει ένα κομμάτι ψωμί, εγώ δεν δέχομαι μισθό». Και όχι μόνο αυτό. Με δικά του χρήματα σπούδασαν 300 Ελληνόπουλα στην Ευρώπη! Πώς όμως, πιο πριν, είχε βρεθεί στην Ελβετία; Ο τσάρος τον είχε διορίσει εκεί ειδικό απεσταλμένο του και πληρεξούσιό του. Από τη θέση του εκείνη, έφτιαξε το Ελβετικό Σύνταγμα πάνω στις αρχές της αρχαιοελληνικής δημοκρατίας και συνεισέφερε με προσωπικά προσχέδια στο ελβετικό πολιτειακό σύστημα - που προέβλεπε αυτόνομα κρατίδια (καντόνια) σαν μέλη της Ελβετικής Ομοσπονδίας. Απέστειλε υπόμνημα προς τον πρόεδρο της Βουλής τους με τα βασικά στοιχεία που θα έπρεπε να περιέχει το Σύνταγμα. Πράγματι, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, το υπόμνημα ακολουθήθηκε. Έφτιαξε δηλαδή, με ένα νέο τρόπο, το θαυμαστό Σύνταγμα της Ελβετίας. Όσο για εμάς τους Έλληνες, ο κυβερνήτης παρέλαβε μια ελευθερωμένη Ελλάδα και με τις διπλωματικές του ικανότητες την έκανε ανεξάρτητη Ελλάδα. Και όχι μόνο αυτό. Την έκανε αρχή πολιτικών εξελίξεων στην Ευρώπη με τη δημιουργία κρατών από τους λαούς και όχι από τους μονάρχες - στο πρότυπο της Ελλάδας. Γι' αυτό οι Μεγάλες Δυνάμεις τον δολοφόνησαν.

      Ο Ζουλιέν Γκριβέλ θα ήταν απλώς και μόνο ένας ακόμα επιτυχημένος οδοντίατρος σαν όλους τους συναδέλφους του, εάν δεν χάριζε στους Έλληνες χανσενικούς αυτό που είπε στην ομιλία του: Το «κοινωνικό» διαβατήριο, ένα χαμόγελο. Νεαρός οδοντίατρος τότε, και προτού καλά καλά αποκτήσει την πελατεία του, είχε αποφασίσει να ταλαντευτεί ανάμεσα στην ασφάλεια μιας καλοστημένης ζωής και στην ακροβασία: Την επαφή με ανθρώπους ακρωτηριασμένους, ξεχασμένους στην άκρη της μακρινής για εκείνον Αθήνας, στο Λοιμωδών της Αγίας Βαρβάρας. Άνθρωποι, που, με τον ερχομό του, πίστεψαν σε θαύματα, από αυτά που γίνονται ακόμα και σε μια οδοντιατρική καρέκλα. Κι αυτός πηγαινοερχόταν Ελβετία - Ελλάδα, έχοντας δυο ζωές: «Πολύ διαφορετικές, αλλά συμπληρωματικές μεταξύ τους» είχε πει στην Ελούντα.

      Στο τέλος της ομιλίας του, φανερά συγκινημένος, αναφέρθηκε στους ασθενείς που ανιδιοτελώς περιέθαλψε: «Κοντά στους χανσενικούς ανακάλυψα την εσωτερική ομορφιά τους. Μου έχουν μάθει την ουσία. Και είμαι μπροστά σας να μαρτυρήσω την πίστη τους, το κουράγιο τους, την αξιοπρέπειά τους, την επιείκειά τους. Μάλιστα ο κ. Ρεμουντάκης έλεγε: «Θυμάμαι όλους που μας πίκραναν, που μας καταμαρτύρησαν άδικα, τους συγχωρώ ειλικρινά». Είναι άνθρωποι που δικαιώνουν τον κόσμο. Τους προσκυνώ μ’ έναν απέραντο σεβασμό. Σώθηκε το λαδάκι τους, αλλά δεν έσβησε το φως τους».

      Βέβαια, η αλλοτινή σκληρή πραγματικότητα απέχει κατά πολύ από τα μετέπειτα τεκταινόμενα μιας επιβράβευσης του ανθρωπισμού του. Φίλος μου οδοντίατρος, όταν τον ρώτησα τί αντιμετώπιζε ο Γκριβέλ σε ένα ανοιχτό στόμα χανσενικού, με ενημέρωσε ότι υπάρχει απώλεια ολοκλήρων τμημάτων φατνιακής ακρολοφίας, με έντονες πυώδεις φλεγμονές, και πολύ μεγάλη κακοσμία. Αντιμετώπισε τη λέξη «στίγμα» δίνοντας σε όλους μας το παράδειγμα του ενεργού πολίτη, μέσα από την μεγάλη χρονική πραγματικότητα που έζησε, με συνοδοιπόρο την ακάματη γυναίκα του Κριστιάνε. Είναι ο τέταρτος Ελβετός που μάθαμε ότι πολέμησε τον αποκλεισμό των ανθρώπων. Οι άλλοι τρεις ήταν ο Γουλιέλμος Τέλλος, ο Μάγερ, και ο Εϋνάρδος.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ