Εσείς πετυχαίνετε το...σωστό λεωφορείο;

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Αρχίζω λοιπόν τους διακανονισμούς με τον οδηγό, που μου λέει λεπτομέρειες για το θέμα, για το δρομολόγιο αυτό, επιστημονικών διαστάσεων και που για καλή μου τύχη ήταν νέος, πρόσχαρος, ομιλητικός και εξυπηρετικός...

Εσείς πετυχαίνετε πάντα το σωστό λεωφορείο, όταν θέλετε να πάτε κάπου;  Γιατί εγώ όχι!



  της Μαρίας Λιονάκη

Πρωινή βόλτα στην αγορά στην αρχή εκπτωτικής περιόδου, προαναγγελθείσας και πολυαναμενόμενης τουλάχιστον από το γυναικείο πληθυσμό.  Η ζέστη στο απόγειο της, καθώς Ιούλιος είναι αυτός,  ο μήνας που διανύουμε ο καψερός   κι αν δεν κάνει  κάψα τώρα, πότε θα κάνει… Αν δε ζεσταθείς τώρα, πότε…  Αν δε βάλεις τα κοντά, τα αεράτα, τα εξώπλατα και τις παντοφλίτσες τις δερμάτινες , με τις πολύχρωμες πετρούλες τώρα,  πότε θα τις βάλεις …

Αφού έβαλα  άνετη ενδυμασία λοιπόν , αμάνικη  και δροσερή ,  αντιηλιακό προσώπου high protection  για τις ακτίνες UVΑ, UVB – εξάλλου εγώ  μ’ αυτό μεγάλωσα -  κι αφού πήρα μαζί μου, κατά  τις οδηγίες των ειδικών  καπέλο και παγωμένο νερό  κατηφόρισα, περπάτησα   σε λεωφόρους και στενοσόκακα για να φτάσω στο κέντρο,   για  να αποτίσω κι εγώ σήμερα φόρο τιμής  στην ένδοξη και ξακουστή γυναικεία φιλαρέσκεια, που τόσο έχει ομορφύνει και ταλαιπωρήσει  τον κόσμο  (τον ανδρικό! ) και στην άδοξη, λόγω οικονομικής κρίσης , ηρακλείωτικη  αγορά…

Μελέτησα  αρκετή ώρα  τις βιτρίνες, εντρύφησα  με υπομονή και προσήλωση  σε μόδες, ποιότητες και  ποσοστά έκπτωσης , συνέκρινα προϊόντα και τιμές  καταστημάτων κι εμπορευμάτων   την ίδια ώρα που έκαιγε  ο ήλιος θεός ,   ο αθεόφοβος… Οι πωλήτριες των καταστημάτων,  γελαστές και εξυπηρετικές,  προσπαθούσαν να πάρουν θέση στο μείζον, αρχαίο  δίλημμα μου ,   ποιο νούμερο είναι για μένα  το πιο  σωστό και έλεγαν τη γνώμη τους,  ενώ  έκρυβαν σίγουρα  στην καρδούλα τους ένα τραγούδι  της  Χαρούλας Αλεξίου, σαν κι αυτό:  «Θέλω να βρεθώ σ’ έναν  τόπο μαγικό και κανέναν ας μη ξέρω, να παραδοθώ κι έτσι ήσυχα να ζω σ’ ένα σπίτι ερημικό. Να’ ναι ένα νησί στον ωκεανό με ψαράδες και καλύβες, να’ χω να μιλώ, πότε στο Θεό, πότε σ’ άνθρωπο περαστικό…»

Αφού ψώνισα το χρειαζούμενο , αχρείαστο κατιτί  μου,   για να τονώσω την πολύπαθη αγορά και την πολύπαθη διάθεσή  μου  καταλήγω στη στάση της πλατείας Κορνάρου να πάρω το λεωφορείο  για το σπίτι μου και περιμένω  άνετη, καθώς είχα μια σχετική προϋπηρεσία στο θέμα αυτό το οδικό.   Κόσμος κάθε ηλικίας περίμενε δίπλα μου, μαζί μου,  δυσφορώντας με  την αργοπορία των λεωφορείων και τη ζέστη της ημέρας , φορώντας καπέλα ή κάνοντας αέρα με βεντάλιες ,  φορτωμένος τσάντες με  διάφορα ψώνια , με ξεχειλισμένα  μαναβικά ,   τσάντες φαρμακείου και άλλα πακέτα … Η εικόνα ηλικιωμένων ανθρώπων, που στηρίζονται στο μπαστούνι τους,  στα πόδια τους ,  στις δυνάμεις τους  και ταλαιπωρούνται σε στάσεις, σε ουρές, περιμένοντας πάντα καρτερικά , με κάνει λίγο  να μελαγχολώ…

Περιμένω  λοιπόν  το λεωφορείο, κοιτάζοντας ρολόι , δρόμο κι ανθρώπους εναλλάξ  και  δε ρωτάω,  καθώς ξέρω ποιο λεωφορείο με εξυπηρετεί  και  έχω το  ύφος  έμπειρης, το σίγουρο, το ξεχωριστό .. Μετά από τη σχετική  αναμονή, βλέπω:  "Δημητρίου  Θέρισσος" και μπαίνω  κατευθείαν  και αποφασιστικά ,  ανεβαίνω με φόρα … γελαστή και  ασπροφορούσα τα σκαλιά..   

Προσπερνώ  τις υποχόνδριες σκέψεις  μου περί καθαριότητας και μερικούς νεαρούς που είχαν πιάσει κάποιες χειρολαβές και μια συζήτηση και βολεύομαι  σε ένα κάθισμα ακριανό. Βολεύω τις τσάντες στην ποδιά μου,  γιατί κάτω δεν το συζητώ  και παρατηρώ πιο μπροστά    μια κυρία με παραπάνω κιλά και παραπάνω   φόρτωμα …  Δυο μικρές γλαστρούλες με λουλούδια εποχιακά, ανθισμένα,  κάθονται αναπαυτικά και φρόνιμα στην άνετη ποδιά της  και  εξισορροπούν κάπως,  με την ομορφιά τους , την ασχήμια του άχρωμου, σκονισμένου λεωφορείου. Τα παράθυρα ανοιχτά στη διαπασών,  ελάχιστες ανάσες δροσιάς καταφέρνουν να χαρίσουν. Διαγώνια μπροστά μια κοπέλα με το εμπριμέ τιραντέ  φορεματάκι της και την τσάντα της να ξεκουράζεται στα πόδια της κοιτά σκεφτική κι αποστασιοποιημένη μπροστά, ενώ ένας κύριος , μεγάλος λίγο και φωνακλάς πολύ,   ενημερώνει πιο πέρα  το διπλανό του κι όλο το λεωφορείο ότι οι εξετάσεις του θυρεοειδούς που έκανε ήταν καλές…

Ξεκινάμε,  πηγαίνουμε λοιπόν ωραία και καλά… Από τα ανοιχτά τζάμια  μπαίνει  ελάχιστος αέρας και πολλές  εικόνες ,  ορμητικές, τρεχάτες, βιαστικές,   ανθρώπων, καταστημάτων,  δέντρων, σπιτιών… Αμέριμνη, χωρίς ανησυχία εγώ  κοιτάζω γύρω  τριγύρω,  παρατηρώ… Μόλις στρίψαμε  όμως προς Εθνικής Αντιστάσεως ψύλλοι μπήκαν στα αυτιά μου...Λίγη από την άνεση μου σκορπίζεται  και φεύγει  από το ανοιχτό παράθυρο. Ρωτάω  τη μπροστινή μου, μια μεσόκοπη κυρία, μεγαλύτερη  μου,  που φαινόταν  να ξέρει περισσότερα: «Μα  Θέρισσο  δεν έγραφε;»   

-«Ναι! »  μου λέει  

-«Κι από δω πάει; άλλαξε δρομολόγιο;»  λέω εγώ,  όταν πια είχαμε πιάσει Πατέλες και λέω μέσα μου,  η Θέρισσος αποκλείεται να μετακινήθηκε τόσο… 

-«Θέρισσο γράφει, κι από δω πάει πάντα!»  μου λέει η κυρία κοφτά, σίγουρη κι απόλυτη, ρίχνοντας με στα τάρταρα που ένιωθα πια ότι, ή ο γιαλός είναι στραβός,  ή εγώ στραβά αρμενίζω…

 Αρχίζω λοιπόν  τους διακανονισμούς με τον οδηγό, που μου λέει λεπτομέρειες για το θέμα, για το δρομολόγιο αυτό,   επιστημονικών διαστάσεων και που για καλή μου τύχη ήταν νέος, πρόσχαρος, ομιλητικός και εξυπηρετικός... Κατεβαίνω Πατέλες ,  αποχαιρετώ τον οδηγό  που γελούσε εγκάρδια με την  άγνοια, την αφέλεια μου, τη συζήτησή μας και  φτάνω σε μια στάση που την έψαξα και πήγα πρώτη φορά, τραγουδώντας διασκευασμένα:  "Εγώ  γι' αλλού κίνησα  , γι’ αλλού  κι αλλού η ζωή με  πάει..." ( το ύφος της έμπειρης είχε μείνει στο προηγούμενο λεωφορείο..)

Άρχισα την κουβέντα,  έξω από μια καφετέρια που ήταν η στάση,   με μια γριούλα που βγήκε σήμερα να πάει στην αδερφή της,  σιγουρεύτηκα ότι θα πάρω τώρα το σωστό λεωφορείο, που παίρνει και μια γειτόνισσά της και γενικά έκανα σήμερα μια  ευχάριστη,  ενδιαφέρουσα    βόλτα στην αγορά  και μια εκδρομή με τα ΚΤΕΛ μετά, εν αρχή εκπτώσεων και εν μέσω καλοκαιριού  που θα μου μείνει αξέχαστη...

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ