Η επικύρωση της Συνθήκης των Πρεσπών

Γιώργος Κουμάκης
Γιώργος Κουμάκης

Ανταλλάγηκαν λόγια σκληρά και έντονα συναισθηματικά φορτισμένα

Του Γεωργίου Χ.Κουμάκη

Μετά από τετραετή συμπόρευση του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ επήλθε το μοιραίο διαζύγιό τους δυστυχώς όχι βελούδινο, αλλά με αντεγκλήσεις, αλληλοκατηγορίες, οργή και αγανάκτηση εκατέρωθεν. Ανταλλάγηκαν λόγια σκληρά και έντονα συναισθηματικά φορτισμένα. Ο Π. Καμμένος αποκάλεσε τον Πρωθυπουργό αχάριστο και ψυχρό εκτελεστή τόσο του ίδιου όσο και της Μακεδονίας. Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη με βαθιές ανησυχίες και διαξιφισμούς. Ο δε Πρωθυπουργός είπε ότι εδώ χρειάζονται ψυχιατρικές αναλύσεις, αλλά δήλωσε αναρμόδιος. Αφιέρωσε ωστόσο στον πρώην συνεργάτη και συνοδοιπόρο του Π. Καμμένο το ποίημα του Καβάφη, Η πόλη. Αυτό όμως είναι γενικό, διότι η πόλη δεν συνοδεύει μόνον τον Π. Καμμένο αλλά κάθε άνθρωπο, δεδομένου ότι ο καθένας έχει την ταυτότητά του. Ο Π. Καμμένος του απάντησε με τη σειρά του με το ποίημα «Ο Ματρόζος και ο Κανάρης» του μελίρρυτου Σπετσιώτη ποιητή Γιώργου Στρατήγη.

Ο Ματρόζος ήταν ένας μπουρλοτιέρης ναυτικός επίσης από τις Σπέτσες, ο οποίος έσωσε τον καπετάνιο Κωνσταντίνο Κανάρη από βέβαιο θάνατο, όταν τον κυνηγούσαν οι Τούρκοι να τον σκοτώσουν. Ο Ματρόζος ήταν φτωχός και ρακένδυτος, όταν πήγε να συναντήσει τον πάλαι ποτέ συναγωνιστή του Κ. Κανάρη, που ήταν τότε Υπουργός Ναυτιλίας, για να του ζητήσει βοήθεια. Ο υπασπιστής του τού έκοψε τον δρόμο και του είπε να πάει αλλού να ζητιανεύει.

Τότε ο Ματρόζος του απάντησε με το εξής ποίημα: «Αν οι ζητιάνοι σαν κι εμέ δεν έχυναν το αίμα, οι καπετάνιοι σαν κι εσέ δεν θα φορούσαν στέμμα». Ο Κανάρης άκουσε τη φιλονικία, αναγνώρισε τον Ματρόζο, που του έσωσε τη ζωή του, και του είπε κατά τον ποιητή: «Ματρόζε μου» δακρύβρεχτος ο Κωνσταντής φωνάζει και μες στα στήθη τα πλατιά σφιχτά τον αγκαλιάζει.( Οι τελευταίοι στίχοι είναι προσθήκη δική μου).

Οι αρχηγοί των κομμάτων της αντιπολίτευσης μίλησαν για Κυβέρνηση κουρελού, που καταρρέει, και ότι έχει φτάσει στο άκρον άωτον της παρακμής και του ευτελισμού, αποκαλούσαν δε τη συνθήκη των Πρεσπών εθνική προδοσία και μελόδραμα. Δύο είναι τα κύρια θέματα, που θα προσελκύσουν την προσοχή μας: η σχέση Καμμένου Τσίπρα και η αποτίμηση της συνθήκης των Πρεσπών.

Ο Πρωθυπουργός στην ομιλία του απευθυνόμενος στον κ. Καμμένο του είπε ότι πρέπει να του είναι ευγνώμων, που αντιλήφτηκε εγκαίρως τα σχέδιά του για ανατροπή της Κυβέρνησής του από αυτόν και έτσι απέτρεψε να γίνει ο Καμμένος άλλος Α. Σαμαράς. Εδώ υπονοεί ο κ. Τσίπρας ότι ο Σαμαράς με την αποστασία του ανέτρεψε την Κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη, πράγμα που ο ίδιος το θωρεί στίγμα και βαριά πολιτική σκιά.

Η παρομοίωση αυτή όμως είναι μάλλον ατυχής, διότι οι δύο αυτοί πρώην Πρωθυπουργοί εκλέχτηκαν και ανήκαν στο ίδιο κόμμα, ενώ Α. Τσίπρας και Π. Καμμένος ανήκουν σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετα κόμματα, τα οποία απλά συνεργάστηκαν για τον σχηματισμό Κυβέρνησης. Επομένως, ο δεύτερος μπορούσε να αποχωρήσει από τον συνασπισμό αυτόν , χωρίς να θεωρηθεί αποστάτης.

Οι αποστασίες δεν είναι ωραίο πράγμα, διότι ο αποστάτης βουλευτής εκτίθεται έναντι των ψηφοφόρων του, αφού αυτοί ψηφίζουν κόμμα με σταθερές αρχές και ορισμένο πρόγραμμα, το οποίο πρέπει να τηρηθεί απαρέγκλιτα, διαφορετικά υπάρχει ασυμφωνία λόγων και έργων. Η παρασπονδία όμως αυτή δεν δικαιολογεί έκνομες ενέργειες εκ μέρους των ψηφοφόρων, όπως συνέβη τις μέρες αυτές.

Συνέβη ακόμα το φαινόμενο βουλευτές του ΣΥΡΖΑ να προπηλακίζονται και να απειλούνται από ψηφοφόρους τους στις εκλογικές τους περιφέρειες και ιδίως στη Μακεδονία. Αυτό αντιβαίνει στην έννοια και την ουσία της δημοκρατίας, όπου ο καθένας είναι ελεύθερος να λέγει την γνώμη του και να πράττει αυτό που νομίζει ορθό και δίκαιο, πάντα βέβαια στο πλαίσιο της νομιμότητας, και γι’ αυτό ορθά καταδικάστηκαν από τα κόμματα. Εκείνο, που θα μπορούσε ίσως να τους ελαφρύνει είναι το γεγονός ότι εξαπατήθηκαν από τους βουλευτές τους. Επειδή όμως τα πράγματα είναι ρευστά και μεταβαλλόμενα, είναι κατανοητή η αλλαγή στάσης κατά την πορεία άσκησης του θεσμικού τους λειτουργήματος.

Πάντως για τις μεταλλαγές αυτές και τα οποιαδήποτε έκτροπα , που σημειώνονται ως αντίδραση, δεν φταίει η δημοκρατία, όπως ανάρτησε σε πανό εντός της Βουλής ο βουλευτής της Ένωσης Κεντρώων Γ. Σαρίδης κατά την ψηφοφορία. Αυτό που χρειάζεται είναι περισσότερη θεσμική θωράκιση.

Προβάλλουν ωστόσο ορισμένα ερωτήματα θεμελιώδους σημασίας σχετικά με τους κυβερνητικούς χειρισμούς, για να αποτραπεί η ανατροπή της. Δεν είπε δηλαδή στον ελληνικό λαό σε ποιες ή τι είδους ενέργειες προέβη, ώστε να προλάβει την πτώση της, που μηχανευόταν ο πρώην κυβερνητικός της εταίρος.

Το μόνο ,που ενδεχομένως θα μπορούσε να εικάσει κανείς, είναι ότι αυτό απαίτησε πολύν χρόνο, αν ληφθεί υπόψη ότι ο Πρωθυπουργός αντιλήφτηκε εγκαίρως τον σχεδιασμό ανατροπής του. Ένας πολιτικός του αντίπαλος θα μπορούσε ίσως να υποθέσει - όπως πραγματικά και έγινε- ότι αυτό επιτεύχθηκε δίνοντας ως αντάλλαγμα υπουργικούς θώκους και έτσι οι λεγόμενοι αποστάτες εξαγοράσθηκαν και αλλοτριώθηκαν., πράγμα που συνιστά φενάκη και αλλοίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Συνεπώς, βαθύ πέπλο μυστηρίου καλύπτει τις ανομολόγητες αυτές ενέργειες, πρέπει να έλθουν όλα στο φως της ημέρας.

Το αξιοπερίεργο και το παράδοξο στην υπόθεση αυτήν είναι ότι, ενώ ο Πρωθυπουργός αξιώνει ευγνωμοσύνη από τον Π. Καμμένο, επειδή τον έσωσε από την κατάντια να γίνει να γίνει άλλος Σαμαράς, όπως ισχυρίζεται, εντούτοις ο ίδιος με τη συμπεριφορά του όχι μόνον δεν απέτρεψε, αλλά και συνετέλεσε στο να γίνουν αποστάτες βουλευτές άλλων κομμάτων , και μάλιστα του πρώην συνεργαζόμενου κόμματος, δίνοντας σε αυτούς υπουργικά έδρανα, όπως υποστήριξε ο Κ. Μητσοτάκης και συγκεκριμένα για δύο υπουργούς , Κουντουρά και Παπακώστα.

Έτσι αναδύονται και εφαρμόζονται δύο μέτρα και δύο σταθμά. Εδώ σημειώνεται λοιπόν ένα κενό στη θωράκιση της ελληνικής δημοκρατίας. Συγκεκριμένα, αυτό που παραχωρεί το σύνταγμα στους βουλευτές, δηλαδή να ψηφίζουν κατά συνείδηση, μπορεί να αποδειχθεί φενάκη και δούρειος ίππος, που ακυρώνει και φθείρει τη δημοκρατία. Παρίσταται λοιπόν ανάγκη το πολίτευμα να βελτιωθεί. Ένα μέτρο για παράδειγμα, που θα μπορούσε να θεσμοθετηθεί, είναι να έχουν όλα τα κόμματα το ίδιο καταστατικό, ώστε να υπάρξει ίση μεταχείριση. Τώρα υπάρχουν κόμματα, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, στα οποία ο βουλευτής, αν ψηφίσει αντίθετα από τις αρχές του κόμματος, παραδίδει υποχρεωτικά την έδρα.

Το δεύτερο θέμα, που αξίζει να συζητηθεί, είναι ο τύπος και η ουσία της συνθήκης των Πρεσπών. Η μεν αντιπολίτευση την χαρακτηρίζει εθνική προδοσία και παραχώρηση, ενώ η Κυβέρνηση υπεραμύνεται των επιλογών της, λέγοντας ότι ωφελεί τη χώρα μας και είναι ιστορικό επίτευγμα.

Οι στάσεις, που τηρούνται στο εξωτερικό, είναι επίσης αντικρουόμενες. Η ευρωπαϊκή Ένωση για παράδειγμα και οι ΗΠΑ χαιρετίζουν τη συνθήκη αυτή και επαινούν τον Πρωθυπουργό, λέγοντας ότι αξίζουν οι δύο Πρωθυπουργοί να προταθούν για βραβείο, διότι με τη συμφωνία αυτή εδραιώνεται και εμπεδώνεται η ειρήνη, η συνεργασία και η φιλία μεταξύ των λαών. Αντίθετα, άλλα κράτη, όπως η Ρωσία και η Κίνα , εξέφρασαν τη δυσαρέσκειά τους, διότι την θεώρησαν παράνομη και αντισυνταγματική, και ως εκ τούτου επιφυλάχτηκαν να την προσβάλουν στον ΟΗΕ και στο Συμβούλιο ασφαλείας.

Βλέπομε λοιπόν ότι ως κριτήριο αξιολόγησης τίθενται τα συμφέροντα των κρατών. Επομένως, θα μπορούσε κανείς χωρίς επιφυλάξεις να επισημάνει ότι , αφού η χώρα μας ανήκει στη Δύση, έχει και αυτή συμφέρον, το οποίο θα είναι ίσως μεγαλύτερο από την ενδεχόμενη ζημία, που υφιστάμεθα τώρα. Η αντιπολίτευση ισχυρίζεται ότι η Κυβέρνηση πήρε ανταλλάγματα από τις χώρες, που την επικροτούν, και ότι «εξόφλησε γραμμάτια». Το παράδοξο και πρωτόγνωρο πάντως της συνθήκης είναι ότι, ενώ η γείτονα χώρα θα αποκαλείται Βόρεια Μακεδονία, οι πολίτες της θα ονομάζονται Μακεδόνες, πράγμα που συνιστά ασυνέπεια και ασυμφωνία. Ο κάτοικος π.χ. της Νέας Υόρκης δεν λέγεται Υορκέζος, αλλά Νεοϋορκέζος.

Εδώ δεν θα υπεισέλθω σε λεπτομέρειες, αν δηλαδή η συνθήκη αυτή ωφελεί ή βλάπτει τη χώρα μας, διότι μπορούν να προσαχθούν από κάθε πλευρά εξίσου ισχυρά επιχειρήματα, χωρίς όμως ο ένας να μπορεί να πείσει τον άλλον, λόγω των διαφορετικών πεποιθήσεων και ιδεολογιών. Θα αρκεσθώ μόνον να αναφέρω τις γνώμες στο θέμα αυτό όχι νεοελλήνων λογοτεχνών και ποιητών, όπως έγινε στην Βουλή, αλλά δύο κορυφαίων φιλοσόφων της αρχαιότητας, του Πλάτωνα και Αριστοτέλη.

Για τον Πλάτωνα το όνομα δεν έχει καμία σημασία, αφού ένα πράγμα μπορούμε να το ονομάσομε όπως θέλομε(cΦαίδρ. 273c,Συμπ.. 212 c, Τίμ., 28c), διότι το όνομα είναι απλά ένα όργανο(Κρατ., 388a). Τονίζει μάλιστα ότι, αν φυλαχτεί κανείς και δεν δίνει σημασία στα ονόματα, θα γίνει, όταν γηράσει, πλουσιότερος σε φρόνηση.(Πολιτικός 261e). Κατά τον Αριστοτέλη δύο ή περισσότερα πράγματα μπορούν να έχουν το ίδιο όνομα, αλλά με διαφορετική σημασία κάθε φορά, και λέγονται ομώνυμα.(Κατ., 1. 1a 1-4). Ανάμεσα στα παραδείγματα, που αναφέρονται, είναι το ανθρώπινο χέρι και το λίθινο ενός αγάλματος. Έχουν μεν το ίδιο όνομα αλλά διαφορετική σημασία (λόγον της ουσίας). ΄Ετσι μπορούν να υπάρχουν πολλές Μακεδονίες, αλλά με διαφορετικό νόημα κάθε φορά. Η ελληνική Μακεδονία έχει τη δική της ιστορία και πολιτισμό και σφραγίζεται με την ηχηρή παρουσία του στρατηλάτη Μ. Αλεξάνδρου, του Αριστοτέλη, του Δημόκριτου κ.ά.

Η αποκαθήλωση των αγαλμάτων του Μ. Αλεξάνδρου και άλλων ονομασιών της ελληνικής Μακεδονίας στη γείτονα χώρα δεν θα ήταν αναγκαία, διότι η ύπαρξή των δεν συνεπάγεται ότι οικειοποιούνται τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, όπως δεν μπορούν να τον σφετερισθούν οι Άγγλοι, επειδή παράνομα κατέχουν τα Ελγίνεια μάρμαρα, αφού είναι ξένο σώμα στον πολιτισμό τους. Θα ήταν αντίθετα ευχής έργο να στηθούν αγάλματα αρχαίων Ελλήνων στα πέρατα της Οικουμένης, διότι αυτό τιμά, δεν βλάπτει την Ελλάδα. Το μόνον αναγκαίο ήταν η αλλαγή του συντάγματος των Σποπίων, ώστε να απαλειφθούν οι αλυτρωτικές αναφορές.

Ας έλθομε τώρα στον τρόπο, με τον οποίο κυρώθηκε η συμφωνία αυτή. Είναι πέραν από κάθε αμφιβολία ότι η Κυβέρνηση όχι μόνον αγνόησε παντελώς τη γνώμη του ελληνικού λαού, αλλά ενήργησε και εναντίον της. Αυτό φάνηκε από τις δημοσκοπήσεις, τα δύο μεγαλειώδη και τεράστια σε όγκο συλλαλητήρια, και από την πεισματική άρνηση της Κυβέρνησης να διενεργήσει δημοψήφισμα, παρά την επίμονη απαίτηση του ελληνικού λαού κυρίως κατά το συλλαλητήριο.

Το χειρότερο όμως ήταν ότι ο Πρωθυπουργός χαρακτήρισε τα άτομα , που συμμετείχαν στο συλλαλητήριο, ακροδεξιούς και λαϊκιστές. Η άρνηση για δημοψήφισμα μπορεί κατά κάποιον τρόπο να κατανοηθεί, επειδή το θέμα αφορά τη σχέση δύο κρατών. Αν για παράδειγμα γινόταν στην Τουρκία δημοψήφισμα για το αν θέλουν η Αγία Σοφία να γίνει τζαμί, είναι φανερό ότι θα ψήφιζαν Ναι. Εδώ υπάρχει όμως άνιση μεταχείριση μεταξύ των δύο Κρατών. Στη μεν γείτονα έγινε δημοψήφισμα και για την επικύρωση χρησιμοποιήθηκαν τα δύο τρίτα των βουλευτών, ενώ στη χώρα μας ούτε δημοψήφισμα ούτε δύο τρίτα, αλλά απλή πλειοψηφία. Αυτό όμως απογοητεύει τον ελληνικό, διότι βλέπει να κρημνίζονται τα όνειρα και οι ελπίδες του.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ