Μνήμη και εσωτερική καλλιέργεια

Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης
Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης

Σύμφωνα με τον μύθο αυτόν, ο Θευθ εφηύρε τους αριθμούς, τους λογαριασμούς, την αστρονομία, τη γεωμετρία, τα τυχερά παιγνίδια και τα γράμματα.

Στον διάλογο «Φαίδρος» του Πλάτωνα, ο Σωκράτης αφηγείται στον συνομιλητή του Φαίδρο τον μύθο του Θευθ, ενός κατώτερου αιγυπτιακού θεού, αντίστοιχου προς τον Προμηθέα ή τον θεό Ερμή των αρχαίων Ελλήνων, όσον αφορά τις εφευρέσεις. Σύμφωνα με τον μύθο αυτόν, ο Θευθ εφηύρε τους αριθμούς, τους λογαριασμούς, την αστρονομία, τη γεωμετρία, τα τυχερά παιγνίδια και τα γράμματα. Όλες αυτές τις εφευρέσεις ο Θευθ τις παρουσίασε στον ανώτερο θεό Θαμούν (τον Άμμωνα των Ελλήνων), προκειμένου εκείνος να γνωμοδοτήσει για την αξία τους. Ο Θαμούν άλλες εφευρέσεις τις επαινούσε, ενώ άλλες τις απέρριπτε. Όταν, λοιπόν, ο Θευθ παρουσίασε τα γράμματα στον Θαμούν, εκείνος ζήτησε να πληροφορηθεί για την αξία τους. Ας δούμε την απάντηση του Θευθ: «Η γνώση των γραμμάτων», είπε, «θα κάμει τους Αιγυπτίους πιο σοφούς και με καλύτερη μνήμη.  Διότι ανακαλύφθηκε το φάρμακο της μνήμης και της σοφίας». Όμως ο Θαμούν είχε αντίθετη γνώμη. «Εφευρετικότατε, Θευθ», του είπε, «άλλος έχει τη δυνατότητα να γεννά τα τεχνικά κατασκευάσματα και άλλος να κρίνει πόσο μπορούν να ωφελήσουν ή να βλάψουν εκείνους που πρόκειται να τα χρησιμοποιήσουν. Και τώρα εσύ που είσαι ο πατέρας των γραμμάτων, επειδή αγαπάς την εφεύρεσή σου, είπες το αντίθετο από αυτό που μπορούν να κάμουν. Διότι τα γράμματα θα επιφέρουν τη λήθη στις ψυχές εκείνων που θα τα μάθουν, εξαιτίας του ότι θα πάψουν να φροντίζουν τη μνήμη τους, επειδή, από εμπιστοσύνη στη γραφή, θα θυμούνται (κινούμενοι) από εξωτερικούς παράγοντες, από ξένα (προς την ψυχή) σημάδια και όχι από μέσα τους, από τον ίδιο τον εαυτό τους. Επομένως, δεν βρήκες φάρμακο της μνήμης αλλά της υπόμνησης. Επίσης, σε εκείνους που θα τα μάθουν προσπορίζεις επιφανειακή σοφία και όχι αλήθεια‧ διότι, επειδή θα ακούνε πολλά χωρίς διδασκαλία, θα νομίσουν πως είναι πολυμαθείς, ενώ τις περισσότερες φορές θα είναι αμαθείς, και δύσκολοι στις συναναστροφές τους, επειδή  θα γίνουν δοκησίσοφοι αντί σοφών.». 
    Δυο διαφορετικές απόψεις για τα γράμματα και τον γραπτό λόγο μάς παρουσιάζει ο Πλάτων: η άποψη του Θευθ είναι υπέρ των γραμμάτων και άρα του γραπτού λόγου, ενώ η άποψη του Θαμούν είναι κατά των γραμμάτων και υπέρ του προφορικού λόγου (Φαίνεται ότι αυτή ήταν και η άποψη του Σωκράτη και του Πλάτωνα, παρόλο που ο δεύτερος υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της ανθρωπότητας, όπως δείχνουν οι περίφημοι «διάλογοί» του). Τα βασικά επιχειρήματα και των δύο αφορούν τη μνήμη: ο Θευθ θεωρεί ότι με τα γράμματα λύνεται το πρόβλημα της μνήμης και της γνώσης, ο δεύτερος πιστεύει ότι τα γράμματα δεν βοηθούν τη μνήμη αλλά την υπόμνηση, που σημαίνει ότι τα γράμματα απλώς είναι η τέχνη για να υπενθυμίζει κάτι και όχι για να ασκείται η μνήμη. Η μνήμη είναι μια δύναμη του νου, το μνημονικό, ώστε να μπορούμε να θυμόμαστε και να λέμε κάτι από στήθους. Στον Πλάτωνα, βέβαια, πολύ σημαντική είναι η ανάμνηση, η οποία διακρίνεται από τη μνήμη, καθόσον μνήμη έχουν και τα ζώα, ενώ η ανάμνηση, ως ενέργεια  του νου και της βουλήσεως, έχει μόνον ο άνθρωπος. Έτσι, τα γράμματα και ο γραπτός λόγος, μπορεί να μεταδίδουν και να διασώζουν τη γνώση, έχουν όμως μια επιφανειακή χρησιμότητα, επειδή η απομνημόνευση γίνεται με εξωτερικά σημάδια και χωρίς δάσκαλο, άρα ο μαθητής δεν καλλιεργείται, δεν ερευνά μέσα του, δεν αποκτά τη μόρφωση εκείνη που θα τον αλλάξει εσωτερικά, αλλά παραμένει δέσμιος της εξωτερικότητας και μιας επιφανειακής σοφίας. Ο γραπτός λόγος, κατά τον Θαμούν, καταστρέφει τη μνήμη αντί να τη βοηθά να αναπτυχθεί, άρα ο άνθρωπος αποκόπτεται από το πιο σημαντικό μέρος του εαυτού του, επειδή χωρίς τη μνήμη που οδηγεί στην αυτοσυνειδησία αγνοεί το σπουδαιότερο:  τον ίδιο τον εαυτό του.
    Δεν θα μιλήσω εδώ για τον ρόλο της ανάμνησης στο πλατωνικό φιλοσοφικό σύστημα. Με ενδιαφέρει ο ρόλος του γραπτού και του προφορικού λόγου αναφορικά με τη γνώση και την καλλιέργεια του ανθρώπου, δηλαδή τελικά ο ρόλος της μνήμης που υποβοηθείται από γραπτά κείμενα και ο ρόλος της μνήμης που είναι αποτέλεσμα ανασκαφής του εσώτερου εαυτού μας. Στην πρώτη περίπτωση κυριαρχεί η σχέση «γραπτό κείμενο-μνήμη»: το γραπτό κείμενο λειτουργεί υποβοηθητικά, προκειμένου να κινηθεί μνήμη, είναι δηλαδή ένα είδος μνημονικού «κουμπαρά», από τον οποίο ανασύρει κανείς γεγονότα ή επιτεύγματα του παρελθόντος, γνώσεις που μπορεί να του είναι χρήσιμες για το παρόν. Πρόκειται για έναν τρόπο και μια διαδικασία συντήρησης της πολιτισμικής μνήμης και της γνώσης, διαδικασία η οποία περιθωριοποιεί, κατά κάποιο τρόπο, τον δάσκαλο και τη διδασκαλία. Αυτό συμβαίνει εν πολλοίς σήμερα, που ο γραπτός λόγος έχει τον πρώτο λόγο, καθώς ο μαθητής (και όχι μόνο) μπορεί να βρει εύκολα τη γνώση και τις πληροφορίες που χρειάζεται στο χώρο του διαδικτύου και στην πληθώρα των βιβλίων, ηλεκτρονικών και μη. Το γεγονός αυτό συντελεί στο να ατονήσει η μνήμη, μια που ο μαθητής δεν χρειάζεται να απομνημονεύσει καμία γνώση ούτε και την ορθογραφία, αφού την πρώτη μπορεί να τη βρει σερφάροντας στο διαδίκτυο, ενώ τη δεύτερη τη διορθώνει αυτόματα ο υπολογιστής. Έτσι, η γνώση, από τη στιγμή που γνωρίζει ότι μπορεί να τη βρει πολύ εύκολα, δεν γίνεται κτήμα του. Όμως, η μη εσωτερίκευση της γνώσης είναι αυτή που κάνει τον μαθητή δοκησίσοφο, έναν άνθρωπο της επιφάνειας και όχι του βάθους. Βέβαια, η ευκολία ανεύρεσης της γνώσης σημαίνει κέρδος χρόνου για άλλες σημαντικές δραστηριότητες, αλλά την ίδια στιγμή η εύκολη αυτή γνώση αντιμετωπιζόμενη, κατά κανόνα, ποσοτικά και χρηστικά, αφήνει στο περιθώριο τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Θα είμαστε σίγουρα άδικοι, αν δεν παραδεχόμαστε την αξία του γραπτού λόγου και στη διατήρηση της πολιτισμικής μνήμης. Η γραφή και η μνήμη που σώζεται μέσω των γραπτών κειμένων στους εγγράμματους πολιτισμούς μάς δίδει τη δυνατότητα όχι μόνο να αποκτήσουμε μια εικόνα του παρελθόντος αλλά και να γνωρίσουμε πώς έχει δομηθεί διαχρονικά η συλλογική μας ταυτότητα.
    Από την άλλη μεριά ο προφορικός λόγος σχετίζεται όχι απαραίτητα με τα γράμματα και τα κείμενα, αν και μπορεί αυτά να λειτουργήσουν ως αφόρμηση. Εδώ σημαντικός είναι ο ζωντανός ανθρώπινος λόγος, που για να λειτουργήσει, χρειάζεται τον άλλο ή τους άλλους, δηλαδή τον διάλογο. Αυτό σημαίνει ότι στην περίπτωση του μαθητή απαιτείται ο δάσκαλος, που θα διδάξει στον μαθητή να διαλέγεται, ακόμη και να μελετά τα κείμενα. Κυρίως η διδαχή αφορά την παιδαγωγική «μύηση» στη γνώση του εαυτού, στην εσωτερική καλλιέργεια, στο «ένδον σκάπτε», που είπε ο φιλόσοφος Ρωμαίος αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος, που σημαίνει: εξέταζε βαθιά τον εαυτό σου, στοχάσου βαθιά, μην είσαι ρηχός, επιπόλαιος, δοκησίσοφος. Άρα, ο προφορικός λόγος και ο διάλογος, όταν υποστηρίζεται από ένα  καλό διδάσκαλο, μπορεί να οδηγήσει στην ανακάλυψη του εαυτού και, συνεπώς, στην προσπάθεια για αυτοκυριαρχία και αυτοέλεγχο, στον αγώνα για την επίτευξη της αρετής, που είναι τα σπουδαιότερα για την κοινή ζωή των ανθρώπων. Αυτή η πρωταρχική γνώση, δηλαδή η αυτογνωσία, και ο προσανατολισμός της ψυχής προς το καλό, το φως και την αλήθεια είναι ασφαλώς έργο δύσκολο, ανεπίτευκτο χωρίς την διδασκαλική καθοδήγηση, την οποία, βέβαια, είχε και ο ίδιος Πλάτων δίπλα στον Σωκράτη. Είναι γνωστό ότι και οι ασκητές είχαν πάντα έναν καθοδηγητή, έναν οδηγό, τον «γέροντα», για να φτάσουν στην τελειότητα της χριστιανικής ζωής, στην εν Χριστώ ζωή. Η επίτευξη αυτής της γνώσης του εαυτού, η αυτοσυνειδησία και η ποιοτική μεταβολή της συνείδησης, ώστε να είναι προσανατολισμένη προς το καλό και την αλήθεια, είναι και οι όροι  sine qua non για τη σωστή χρήση κάθε άλλης γνώσης. Προηγείται, λοιπόν, η εσωτερική καλλιέργεια του μαθητή με τη βοήθεια του καλού δασκάλου κι έπεται η προσφορά της ποσοτικής γνώσης. 
    Τι γίνεται σήμερα στα σχολεία μας; Δεν χρειάζεται να σκεφτεί κανείς πολύ, για να καταλάβει ότι τον πρώτο ρόλο τον έχει το βιβλίο, ο γραπτός λόγος και η συσσώρευση μεγάλων «ποσοτήτων» γνώσης. Η εποχή μας είναι εποχή του γραπτού λόγου, οι κοινωνίες μας είναι κοινωνίες εγγραμμάτων, ο πολιτισμός μας είναι εγγράμματος πολιτισμός. Ενώ όμως «η γνώση τρέχει στους δρόμους»,  οι μαθητές μας αγνοούν πολύ βασικά πράγματα: οι περισσότεροι είναι ανιστόρητοι, αγεωγράφητοι, αφιλοσόφητοι, ανορθόγραφοι. Γιατί άραγε; Νομίζω πως η αιτία βρίσκεται στο ότι όλα αντιμετωπίζονται επιφανειακά, επειδή οι μαθητές έχουν μάθει στην ευκολία, δεν εμβαθύνουν, δεν ασχολούνται με τη γνώση του εαυτού, δεν καλλιεργούν το ήθος και δεν τους απασχολεί η πολιτισμική μνήμη και η συνακόλουθη συλλογική ταυτότητα. Ταυτόχρονα, ο ρόλος του σχολείου, του δασκάλου ως παιδαγωγού και του διαλόγου έχει υποβαθμιστεί, αφού το διαδίκτυο με την κονσερβαρισμένη γνώση έχει θεοποιηθεί. Ας το καταλάβουμε: χωρίς αληθινή μόρφωση, χωρίς εσωτερική καλλιέργεια, χωρίς αγάπη προς το διάλογο, χωρίς υψηλά πρότυπα ζωής και χωρίς εμπνευσμένους δασκάλους, η γνώση καθεαυτήν δεν αρκεί για να αλλάξει προς το καλύτερο την ανθρώπινη κοινωνία.
Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης
 

Photo by Álvaro Serrano on Unsplash

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ