Που πήγαν οι πακτωλοί των χρυσών λιρών της αντίστασης;

Ευτύχιος Σ. Καλογεράκης
Ευτύχιος Σ. Καλογεράκης

Υπάρχουν αγωνιστές που έδωσαν τα πάντα στον αγώνα, στερούσαν το φαγητό από τα παιδιά τους για να φάνε οι άνθρωποι της αντίστασης και άλλοι που έχασαν περιουσίες. Κάποιοι άλλοι όμως, πλούτισαν από τον αγώνα, όπως ακριβώς και στην επανάσταση του 1821.

  Πολλά έχουν γραφεί για τη διακίνηση και τη χρήση των χρυσών λιρών στην αντίσταση. Σε κάθε αγώνα έτσι και στην αντίσταση διακινούντο αρκετά ποσά, γιατί χρειαζόταν για τις ποικίλες ανάγκες. Ο Άρης Βελουχιώτης σχολιάζοντας αρνητικά το θέμα  τόνιζε: «Οι αλυσίδες των Γερμανών είναι από σίδερο και κάποτε θα σκουριάσουν. Των Εγγλέζων είναι από στερλίνες χρυσές, γι’ αυτό δύσκολα κόβονται» (βλ. Γκριτζωνά 132). Βέβαια και ο ίδιος λάμβανε οικονομική ενίσχυση από την Σοβιετική ένωση, τη Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία,  όπως αποκάλυψαν και τα πρόσφατα αποχαρακτηρισθέντα Ρωσικά έγγραφα για τον Ελληνικό εμφύλιο, όπου αναφέρεται: «100 χιλ. δολάρια θα σταλούν στον Ζαχαριάδη μέσω του τμήματος του συντρόφου Σούσλοφ».

       Ο Τομ Ντανμπάμπιν (Ιωάννης), επικεφαλής της Συμμαχικής αποστολής Κρήτης, αναφέρει ότι: «σχεδόν όλοι οι Κρητικοί αρνήθηκαν να αποδεχθούν τη χρηματική αποζημίωση που τους πρόσφερε η Βρετανική κυβέρνηση για την προσφορά τους, την οποία θεωρούσαν πατριωτικό καθήκον τους», αλλά και για «πολλούς άλλους που δέχτηκαν αμοιβές και τιμές». 

     Ο Φέρμορ (Μιχάλης) αναφέρει για τους Μανώλη Ντισπυράκη από τις Καμάρες, Δημόκριτο Βοσκάκη από τη Νίθαυρη και το Σήφη Αλεβυζάκη από της Αλώνες, οι οποίοι «από την αρχή μπήκαν στον αγώνα με την πιο επικίνδυνη απ’ όλες δουλειές αυτήν του αγγελιοφόρου και εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς μετά από φρικτά βασανιστήρια, ότι κανένας τους δεν έπαιρνε οποιαδήποτε αμοιβή και δεν τους ωθούσε άλλο κίνητρο από το καθήκον για την πατρίδα και τους συμμάχους της». 

Ο Οπλαρχηγός Μ. Μπαντουβάς (Μπέε), αναφέρει ότι όταν προδόθηκε το κρησφύγετο του ασυρμάτου στον Αμαριώτικο Ψηλορείτη και συνελήφθη  ο Μ. Ντισπυράκης βρέθηκαν και 190 λίρες.           

        Ο υπολοχαγός Σ. Μος, υπαρχηγός στην απαγωγή του Στρατηγού Κράιπε, αναφέρει ότι φεύγοντας η ομάδα του καπετάν Μπουρτζαλή που είχε προσκληθεί για να βοηθήσει στην απαγωγή και κρίθηκε ότι δεν χρειαζόταν, «δώσαμε από μια χρυσή λίρα στον καθένα καθώς περνούσαν από μπροστά μας για να μας χαιρετίσουν». Επίσης αναφέρει ότι την ώρα της επιβίβασης του Κράιπε στο πλοίο, «αφήσαμε όλα τα τρόφιμα μαζί με όλα μας τα όπλα και κάποια χρήματα στον Αντώνη (σ.σ.Ζωϊδαντώνη) για την ενίσχυση της ομάδας του».

       Ο Λοχαγός-κατάσκοπος Φήλντινγκ (Αλέκος), επικεφαλής της συμμαχικής αποστολής δυτικής Κρήτης, σημειώνει: Παρόλο που «κανένας Κρητικός δεν ήταν γραμμένος στο επίσημο μισθολόγιο, όμως χρειαζόμαστε ποσά για να ταΐσουμε και να ντύσουμε ολόκληρες οικογένειες που είχαν εγκαταλείψει το συνηθισμένο τρόπο ζωής τους  για να δουλέψουν για μας,…αλλά και για κάθε περίπτωση που προσφερόταν για διακριτική δωροδοκία και εξαγορά». Παράλαβε από το Ρέντελ που είχε έλθει με καράβι από Αίγυπτο «ένα σάκο με χίλιες λίρες…Στη μακρά ανάβαση μας με τάραζε το βάρος του σάκου με τις λίρες. Ήταν η πρώτη και μοναδική φορά στη ζωή μου που   αισθάνθηκα τον πλούτο ως βάρος».

     Αναφέρει  όμως και μια άλλη διαπίστωση του, στην έκθεση του προς το Κάιρο, 5/5/1942):Μερικοί «Κρητικοί δεν θα έμπαιναν στον κόπο να ρισκάρουν τη ζωή τους δίχως την κατάλληλη πληρωμή». Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται και στα απομνημονεύματα του Στελιανού Ν. Καλογεράκη και του Αντώνη Ν. Λίτινα, Προέδρου της επαρχιακής επιτροπής Αμαρίου της Ε.Ο.Ρ.

            Ο Δημήτρης Εμμ. Κορωνάκης Μοίραρχος Χωροφυλακής ε.α. αναφέρει, ότι: «νεαρός την κατοχή συνάντησα κάτω από το χωριό νυχτωμένα τον Πρόεδρο του χωριού Καλογεράκη Στελιανό (Κατσαντωνιά) να κουβεντιάζει με ένοπλους αντάρτες, τον Μπαλάσκα, τον Παπά Κυριάκο Κατσαντώνη κ.ά. «Από περιέργεια αφού προχώρησα να μη με βλέπουν, γύρισα από πάνω από το ανάχωμα κάτω από το οποίο κουβέντιαζαν να ακούσω κρυφά τι λένε. Ακούω τον Πρόεδρο να λέει: «Έχει μωρέ αλλά θέλει λίρες». Όταν αργότερα του είπα τι άκουσα και τον ρώτησα τί εννοούσε μου είπε ότι του έλεγαν: «Γιατί ο ..….δεν δίνει τρόφιμα για τη σίτιση των ανταρτών; Δεν έχει;»  Και γω τους είπα αυτό που άκουσες. 

     Ο Ταγματάρχης Τζιφάκης(Τζόε) επικεφαλής της Ε.Ο.Ρ. Ρεθύμνης, αναφέρει ότι είχε ενημερωθεί από το Κάιρο να παίρνουν οι άνθρωποι την αμοιβή που τους έδιναν οι Άγγλοι γιατί αυτά χρεωνόταν στο Ελληνικό κράτος, ενώ σπανίως οι απλοί άνθρωποι δεχόταν πληρωμή. Αναφέρει όμως και εκτελέσεις, για κλοπή λιρών της αντίστασης.

          Θα ήταν άκρως ενδιαφέρουσα μια έρευνα που θα μας διαφώτιζε για το πόσα ήταν και που πήγαν αυτά τα τεράστια ποσά λιρών και δολαρίων,  που διακινήθηκαν τη Γερμανική κατοχή στην Κρήτη και στην Ελλάδα. Ποιά ήταν πριν και ποιά μετά την κατοχή η περιουσιακή κατάσταση των Άγγλων κατασκόπων και των ηγετικών και μεσαίων στελεχών της αντίστασης όλων των παρατάξεων, ώστε να μην υπάρχει καμία σκιά. Υποστηρίζεται ότι «όσοι ήρθαν στην Κρήτη, πλούτισαν και πήραν γαλόνια, για δήθεν εξαιρετικάς υπηρεσίας, ενώ στην πραγματικότητα, επωφελήθηκαν από τας ιδικάς μας προσπάθειας» (Παΐζης 421).

       Υπάρχουν αγωνιστές που έδωσαν τα πάντα στον αγώνα, στερούσαν το φαγητό από τα παιδιά τους για να φάνε οι άνθρωποι της αντίστασης και άλλοι που έχασαν περιουσίες. Κάποιοι άλλοι όμως, πλούτισαν από τον αγώνα, όπως ακριβώς και στην επανάσταση του 1821. Η ιστορία επαναλαμβάνεται πολλές φορές στο διάβα των αιώνων. Και στους πιο ιερούς αγώνες για ελευθερία υπάρχουν πάντα και μελανά σημεία. Αυτός είναι ο άνθρωπος λάσπη και χρυσάφι μαζί.

 

Στη φωτογραφία ο Π. Φέρμορ

 

 

Πηγές

Καλογεράκη Στυλιανού, Απομνημονεύματα

Λίτινα Αντων., Μαρτυρία από τη συμμετοχή μου στους εθνικούς αγώνες.

Μος Σ., Κακό φεγγαραντάμωμα.

 Μπαντουβά Μ., Απομνημονεύματα

Νταμπάμπιν Τ.,Ένας αρχαιολόγος στον πόλεμο.

Τζιφάκη Χρ., Αρχείο Χρήστου Τζιφάκη.

Φέρμορ Π., Η απαγωγή του Κράιπε.

Φήλντινγκ, Το κρυφτό.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ