Στου Τιμίου Σταυρού τη γιορτή, 14 του Σεπτέμβρη…

Ελένη Μπετεινάκη
Ελένη Μπετεινάκη

Η μικρή εκκλησιά στην Απάνω Αγορά χτίστηκε το 1630 μ.Χ

Της Ελένης Μπετεινάκη

Λένε πως κάθε χρόνο ο θερισμός του καλαμποκιού ξεκίνα την επόμενη μέρα από τη γιορτή του Τιμίου Σταυρού, στις 15 του Σεπτέμβρη…

Κι ήταν αφορμή η μυρωδιά από βρασμένο καλαμπόκι να βγουν στην επιφάνεια οι θύμησες…

Το δρόμο πήρα πάλι, τον αμαξωτό τούτη τη φορά να ανηφορίσω στο πολύχρωμο χωριό μου τις Αρχάνες, να περπατήσω ξανά την Ιστορία, τη λαογραφία και τα παιδικά μου μονοπάτια τα αλησμόνητα. 

Τίμιος Σταυρός Μπετεινάκη

Κι ήρθε στο νου μου η φιγούρα του πάτερα μου, του κυρ Γιάννη, που μέρες σαν κι αυτήν παραμονή και του Ημέρα του Σταυρού, δεν έφευγε ούτε μια στιγμή από την μικρή εκκλησιά στην Απάνω Αγορά. Ήταν η αγαπημένη του και τη φρόντιζε με κάθε τρόπο. 

Μια γραφική εκκλησούλα, χτισμένη μέσα σε βράχο, κατάλευκη και με Ιστορία πολλών αιώνων…

Γράφει μια πινακίδα στην είσοδο στο εσωτερικό της εκκλησιάς πως χτίστηκε στα 1630 μ.Χ. την περίοδο της Ενετοκρατίας στην Κρήτη. Μονόκλιτη, βασιλικού ρυθμού και με λαξευμένο μέσα σε βράχο το ιερό της. Ίχνη φωτιάς που βρέθηκαν πριν μερικά χρόνια κατά τη διάρκεια ανακίνησής της πιθανολογείται πως είναι μαρτυρία της πυρπόλησης και αυτού του μικρού ναού στη μεγάλη επανάσταση του 1866 την περίοδο της Τουρκοκρατίας.

Τίμιος Σταυρός Μπετεινάκη

Το εκκλησάκι του Τιμίου Σταυρού, στην παλιά αγορά των Αρχανών που κάποτε έσφυζε από ζωή, ήταν για μένα ο πιο αγαπημένος παιδότοπος των παιδικών μου χρόνων. Ακριβώς από πάνω έμενε η θεία, η Χρυσή.  Αδελφή της γιαγιάς μου της Μαρίας Καζαντζάκη – Μπετεινάκη που επειδή δεν την γνώρισα ποτέ, έλεγα την θεία τη Χρυσή, γιαγιά!

Μια φιγούρα απίστευτη, όπως όλες οι γιαγιάδες της παλιά εποχής. Κάτασπρα μακριά μαλλιά, μαζεμένα σε χαμηλό κότσο, ολόχρυσα κρεμαστά σκουλαρίκια, τεράστια γυαλιά που έκρυβαν καταγάλανα μάτια, σχεδόν κουρασμένα. Φορούσε πάντα  μαύρο φόρεμα που μόνο την ημέρα της γιορτής του Τιμίου Σταυρού το αποχωριζόταν με ένα ταγεράκι  γκρι με σχέδιο ένα άσπρο  λουλουδάκι, επαναλαμβανόμενο. Καθόταν πάντα σε μια γωνιά, απέναντι από την εξώπορτα του σπιτιού της  και περίμενε, δεν ξέρω τι και ποιον.

Μιλούσε λίγο και θυμάμαι  πως τα δόντια της ήταν τόσο  αραιά και μεγάλα που με έκαναν πολλές φορές  να  πιστεύω πως ήταν… μάγισσα. Μια σκούπα κρατούσε πότε πότε και «παράσερνε» την αυλή. Αυτό με είχε κάνει να σιγουρευτώ πως ήταν αληθινή μάγισσα. Μας άφηνε να κάνουμε ότι θέλαμε σ’ αυτήν την αυλή, αρκεί να προσέχαμε τις γλάστρες με τα γεράνια της που ‘χαν όλα τα χρώματα που μπορούσε κανείς να φανταστεί. Κι εμείς, τα ξαδέλφια μου κι εγώ, κάναμε  τα πάντα… 

Τίμιος Σταυρός Μπετεινάκη

Την Ημέρα του Σταυρού είχε ακόμη ένα λόγο να φοράει τα καλά της. Μας έλεγε πως όλοι οι καπετάνιοι γυρίζανε στα σπίτια τους για να ξεχειμωνιάσουν και ένας καλός της γείτονας θα φαινόταν από στιγμή σε στιγμή κι ήταν πολύ γιορτινή του τη η ώρα.  Κρατούσε εκτός την μεγάλη καλή της τσάντα στο ένα χέρι μια γλάστρα με βασιλικό στο άλλο. Την πήγαινε στην εκκλησιά να αγιαστεί και να μοιραστεί. Το «σταυρολούλουδο» ή βασιλικός  κατά την παράδοση  βρέθηκε κάτω και γύρω από τον Τίμιο Σταυρό, κάποτε. Έθιμο λοιπόν παμπάλαιο να παίρνουν όλοι οι πιστοί  ένα μικρό κλαδάκι και με τον αγιασμό της μέρας να φτιάχνουν το νέο προζύμι. Το προζύμι αυτό σαράντα μέρες δεν το δάνειζαν και το πρώτο ψωμί που θα ζύμωναν το λειτουργούσαν και το μοίραζαν στην γειτονιά. Κανείς  δεν της άλλαζε το πρόγραμμα  και τις συνήθειες της.

Όμως πάμε γυρίσουμε πίσω στην μαγική Αρχανιώτικη αυλή….

Και το δεν κάναμε εκεί! Σκαρφαλώματα στα τοιχία, στην μεγάλη βερικοκιά, κρυφτό  στα πατητήρια. Ισορροπία  στη σανίδα να περάσουμε στην επάνω ταράτσα, μέχρι και παραστάσεις καραγκιόζη τα βράδια του καλοκαιριού. Εισιτήριο για την είσοδο ένα πενηνταράκι για τα παιδιά και μια δραχμή για τους μεγάλους. Τις ωραιότερες και μεγαλύτερες φιγούρες  καραγκιόζη τις είχε ο Μιχάλης μας και τις κλείδωνε μετά στο ξύλινο αποθηκάκι  κάτω από τη σκάλα που πάλι πίστευα πως εκεί ήταν κρυμμένος κάποιος  αληθινός θησαυρός, γι’ αυτό απαγορευόταν σε μας, να μπούμε μέσα.

Δυό μέρες πριν τη γιορτή του  Τιμίου Σταυρού δίναμε την τελευταία παράσταση του καλοκαιριού. Έκτος από τον Καραγκιόζη που ‘χε και μουσική υπόκρουση από το «ασύλληπτο» φορητό  πικ απ της εποχής, κάναμε και ακροβατικά νούμερα φορώντας τα μαγιό μας και προσπαθώντας να μιμηθούμε το τσίρκο που συχνά βλέπαμε στην τηλεόραση, στην αγορά, στο μαγαζί του Τσαπίνου!  Είχε κι εκείνη τη γέρικη βερικοκιά που ‘χε κρεμάσει ο θείος Κώστας ένα «σαντζάκι», να κάνουμε κούνια εκ περιτροπής, να φτάσουμε όσο πιο ψηλά γινόταν, να νικήσουμε!

Τίμιος Σταυρός Μπετεινάκη

Και φτάναμε στην παραμονή  του Τιμίου Σταυρού, που γινόταν παύση από τα πάντα. Η θεία Χρυσή έβαζε εκείνο το ταγεράκι, που σας είπα, και κατέβαινε το κατηφορικό δρομάκι να πάει στην εκκλησία. Αυτό πάλι με μπέρδευε λίγο, πίστευε στους Αγίους…

 Ίσως τελικά να μην ήταν μάγισσα… Δεν θυμάμαι πότε σταμάτησα να το πιστεύω αυτό.

Όμως το καλύτερο απ’ όλα συνέβαινε την ήμερα της μεγάλης γιορτής. Τα πατητήρια της αυλής ξεκουράζονταν, μαζί και το τραντζιστοράκι του θείου Νίκου που ΄ταν κρεμασμένο στη βρύση πάνω από την πέτρινη γούρνα… Κτισμένα στην άκρη της αυλής. Σαν δυο τεράστιες βαθιές γούρνες μια για τα άσπρα σταφύλια, όπως έλεγε ο πατέρας μου, και μία για τα μαύρα. Λίγο πιο δεξιά ήταν το σπίτι του Μένιου, του γαϊδαράκου του θείου Μανωλάκη. Τον κλείδωναν την μέρα του Σταυρού μπας και ξεκινήσει τις βόλτες στην αυλή και τα γκαρίσματα  και ενοχλούνταν όλοι οι  άνθρωποι  που μαζεύονταν στο μεγάλο προαύλιο να τιμήσουν τον «Σπουδαίο Γείτονα» .

Ανεβαίναμε κι εμείς στην παλιά Αγορά και καθόμασταν στην μικρή αυλίτσα της εκκλησίας. Στα παρτέρια με  τις γλάστρες γεμάτες βασιλικό και στην πίσω μεριά εκείνο το τεράστιο πεύκο με τα κουκουνάρια που τις καθημερινές ήταν το πιο αγαπημένο σημείο του παιχνιδιού μας. Γιορτινά τα ρούχα, ολοκαίνουργια τα παπούτσια μιας κι ετοιμαζόμασταν για το σχολείο και αναμονή… Μεγάλη αναμονή! Μας νήστευε η μάνα μου εκείνη την ημέρα, σχόλη μεγάλη έλεγε, κανένας μας να μην φάει κρέας. Έτσι κι εμείς περιμέναμε… Ξέραμε πως σαν τελειώνανε όλες οι ψαλμωδίες θα πηγαίναμε στην αυλή της θείας Χρυσής.

Τίμιος Σταυρός Μπετεινάκη

Εκεί η αλησμόνητη πολυαγαπημένη επίσης θεία Βαγγελιώ, μαγείρισσα από τις λίγες, είχε ετοιμάσει το καλύτερο πιάτο της μέρας. Καλαμπόκι βραστό, άπειρα κομμάτια, για όλα τα παιδιά και τους μεγάλους. Τούτη η μυρωδιά δεν θα φύγει ποτέ από τη δική μου θύμηση. Θυμάμαι πως μόλις ο παπα-Γιώργης «έβγαζε» τα Άγια των Αγίων (έτσι έλεγε η μάνα πάντα και  μας προκαλούσε δέος και τρόμο αυτό) έφευγε να πάει να στήσει την κατσαρόλα…Να προλάβουμε να τα φάμε ζεστά.

Η πιο λαχταριστή ανάβαση της μικρής ανηφόρας. Η κυρά Ελευθερία, η ψιλικατζού,  άλλη αγαπημένη της ζωής μας, με τα ζαχαρωτά της, έβγαζε την καρέκλα στην εξώπορτα του δικού της σπιτιού και καλημέριζε τους λιγοστούς ανθρώπους που ξαπόσταιναν στο στενό. Και σαν άνοιγε η μεγάλη δίφυλλη πόρτα του σπιτιού  των πολυαγαπημένων θειάδων, δεν κρατιόμασταν με τίποτα.

Η μεγάλη πιατέλα στο τραπέζι του σαλονιού με το πλεκτό τραπεζομάντηλο και μπόλικες χαρτοπετσέτες. Η ωραιότερη στιγμή της μέρας, για να μην πούμε του  καλοκαιριού! Κι έβαζαν πάλι μουσική στο μαγικό πικ απ και γέμιζε η αυλή κόσμο, φωνές, κίτρινα σποράκια καλαμποκιού και  λουκούμια που κερνούσαν όλους όσους μαζεύονταν εκεί… 

Αναμνήσεις πια μοναδικές και πολύτιμες.

Όλους τους θυμάμαι μα πιο πολύ την Μάρω μας που έφυγε νωρίς για τη γειτονιά των αγγέλων  κι ήξερε πάντα να μας οδηγεί στα όμορφα, στα άγνωστα, στα όνειρα που μου φαίνονταν άπιαστα εκείνα τα χρόνια. Σήμερα, ύστερα από χρόνια, ανέβηκα ξανά την μικρή ανηφόρα του στενού του Τιμίου Σταύρου. Τίποτα δεν ήταν το ίδιο. Άκουσα πάλι τις φωνές, μύρισα το καλαμπόκι και το μούστο που κολλούσε στις σόλες των καινούργιων παπουτσιών μας.

Κλειστή η πόρτα, ανοιχτή όμως η καρδιά κι η θύμηση. Κάθισα στο πεζούλι, το αγαπημένο και κοίταξα γύρω, μήπως ξαναδώ όλους τους ανθρώπους που έφυγαν… Μόνο χαμογελαστά πρόσωπα είδα στη φαντασία μου. Τον κυρ Νίκο, τον Αιγύπτιο, με τα ρολόγια και το καθημερινό του πείραγμα στο «ναϋλάκι» του. Την κυρά Λευτερία που εκείνη την ημέρα κερνούσε πάντα καραμέλες βουτύρου  όλους μας.

Τον θείο Κώστα με το αγέρωχο βήμα και την εφημερίδα παραμάσχαλα. Το ψάθινο καπελάκι του που το βγάζε πάντα σαν περνούσε την εξώπορτα. Την θεία Βαγγελιώ να μαζεύει την αγουρίδα από την μοναδική κληματαριά για το πετιμέζι και τη μουσταλευριά που θα έφτιαχναν την επόμενη μέρα που πάλι θα ξεκινούσε η διαδικασία του πατήματος των σταφυλιών…

Η Μάρω μας με την αλογοουρά και τα πολλά βιβλία των μαθηματικών. Η κυρά Ασπασία που δεν μπορούσε καθόλου να περπατήσει. Ο Βασίλης, η Μάνια κι ο πατέρας μου, ο κυρ Γιάννης, με ένα τεράστιο χαμόγελο να ανοίγει τα χέρια του να χωθώ στην αγκαλιά του. Να με ανεβάζει στην πλάτη, να παίξουμε τα «λάδια κουρούπια». Και να γελάνε ακόμα κι εκείνα τα καταγάλανα μάτια του.…

Κι ύστερα μπήκα στο μικρό εκκλησάκι που ναι τόσο παλιό, απ την εποχή των Ενετών λογάται στα τεφτέρια  και που’ ταν η καλύτερη κρυψώνα στο κρυφτό μας τα απογεύματα. Ένα κεράκι για όλους, για την δική τους θύμηση κι ανύψωση.

Δυόμιση  χρόνια μπαμπά περάσανε κι εγω νομίζω πως θα σε δω πίσω από το μικρό παγκάρι της εκκλησιάς…

Πότε δεν ξεχνώ, άλλωστε πώς μπορεί κάποιος να ξεχάσει την ομορφιά της παιδικής ηλικίας και ανθρώπους που χαράχτηκαν βαθιά μέσα του… 

Από το ένα και μοναδικό οπωροπωλείο που έμεινε στην παλιά αγορά έψαξα να βρω καλαμπόκια…

Αυτή η μυρωδιά ήταν ακόμα εκεί, διάχυτη στο στενό, σαν τότε…

Χρόνια μας πολλά!

*https://zhtunteanagnostes.blogspot.com/ 

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ