Λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων: Το ΣτΕ έβαλε ένα τέλος στα υπέρμετρα πρόστιμα

Γεώργιος Βλαχάκης
Γεώργιος Βλαχάκης

Το φαινόμενο έχει απασχολήσει διαχρονικά τόσο το νομοθέτη όσο και τα δικαστήρια.

Του Γεωργίου Βλαχάκη*

Η λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων δεν είναι νέο φαινόμενο. Αντιθέτως, έχει απασχολήσει διαχρονικά τόσο το νομοθέτη όσο και τα δικαστήρια. Στο πλαίσιο αυτό, με γνώμονα την πάταξη και τον περιορισμό του εν λόγω ζητήματος, ο νομοθέτης εστίαζε στην επιβολή τόσο ποινικών όσο και διοικητικών κυρώσεων.

Στην περίπτωση που η φορολογική αρχή διαπίστωνε τη λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων για πράξεις τελούμενες έως την 01.02.2016, επέβαλλε στον φορολογούμενο σωρευτικά (α) τον μη καταβληθέντα φόρο εισοδήματος και Φ.Π.Α., (β) πρόστιμο και τόκο επί των μη καταβληθέντων ποσών, (γ) αυτοτελή διοικητικά πρόστιμα και (δ) εκκινούσε την ποινική διαδικασία, υποβάλλοντας μηνυτήρια αναφορά προς την αρμόδια Εισαγγελική Αρχή.

Σημειώνεται ότι η λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων τιμωρούνταν διαχρονικά με την επιβολή των εξής διοικητικών προστίμων και ποινικών κυρώσεων:

α) με το άρθρο 5 παρ. 10 περ. β’ του ν. 2523/1997 επιβαλλόταν πρόστιμο 200% επί της αξίας των φορολογικών στοιχείων, ενώ προβλεπόταν και ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 του ν. 2523/1997,

β) με το άρθρο 55 παρ. 2 εδ. γ’ του ν. 4174/2013 επιβαλλόταν πρόστιμο 50% επί της αξίας των φορολογικών στοιχείων, διατηρουμένων παράλληλα και των διατάξεων του ως άνω άρθρου 19 παρ. 1 του ν. 2523/1997 και

(γ) με το άρθρο 7 παρ. 3 (β) του ν. 4337/2015 επιβάλλεται πρόστιμο 40% επί της αξίας των φορολογικών στοιχείων, ενώ επιβάλλεται και ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών σύμφωνα με το άρθρο 66 παρ. 5 του ν. 4174/2013.

Με την τελευταία ως άνω διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 (β) του ν. 4337/2015 λοιπόν μειώθηκε το πρόστιμο από 50% σε 40%, ενώ παράλληλα με το άρθρο 3 παρ. 4 του ίδιου νόμου καταργήθηκε η επιβολή του εν λόγω προστίμου για πράξεις τελούμενες από 01.02.2016.

Η εν λόγω καταργητική  διάταξη του άρθρου 3 παρ. 4 του ν. 4337/2015, για πράξεις λήψης εικονικών φορολογικών στοιχείων τελούμενες από 01.02.2016, οδήγησε στην έκδοση αντιφατικών αποφάσεων από τα Διοικητικά Δικαστήρια, καθώς οι φορολογούμενοι, επικαλούνταν την εν λόγω διάταξη υπό το φως της αρχής της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης διοικητικής κύρωσης.

Σύμφωνα με την εν λόγω αρχή, συγκρίνονται όλες οι νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν στο χρονικό διάστημα από τη διάπραξη της παράβασης έως και την εκδίκαση της υπόθεσης από το Διοικητικό Δικαστήριο και εφαρμόζεται αυτή που επιβάλλει την ελαφρύτερη κύρωση.

Δεδομένων των αντικρουόμενων αποφάσεων και της δημιουργηθείσας αβεβαιότητας, με την υπ’ αριθ. 8650/2020 απόφασή του, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, κατ’ εφαρμογή του θεσμού της Πρότυπης Δίκης του ν. 3900/2010, υπέβαλλε στο Συμβούλιο της Επικρατείας προδικαστικό ερώτημα αναφορικά με το κατά πόσο χωρεί η εφαρμογή της αρχής της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης διοικητικής κύρωσης - υπό την έννοια της αναδρομικής εφαρμογής του άρθρου 3 παρ. 4 του ν. 4337/2015 - για τις, τελούμενες έως την 01.02.2016, πράξεις λήψης εικονικών φορολογικών στοιχείων.

Στις 15.12.2021, το Συμβούλιο της Επικρατείας εξέδωσε την υπ’ αριθ. 2319/2021 απόφαση κρίνοντας ότι η εν λόγω αρχή εφαρμόζεται αναδρομικώς και για τις τελούμενες έως την 01.02.2016 πράξεις λήψης εικονικών φορολογικών στοιχείων.

Ειδικότερα, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι (α) η νεότερη ρύθμιση του άρθρου 54 παρ. 1 περ. η’ και παρ. 2 περ. ε’ του ν. 4174/2013 και του άρθρου 3 παρ. 4 του ν. 4337/2015 είναι συγκρίσιμη με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 (και 5) του ν. 4337/2015, (β) η εν λόγω νεότερη ρύθμιση δεν συνδέεται με τη θέσπιση νέου, ουσιωδώς διαφορετικού κανονιστικού πλαισίου ουσιαστικών ή διαδικαστικών υποχρεώσεων του φορολογούμενου και (γ) η θεσπισθείσα νέα ρύθμιση περί των ποινικών αδικημάτων και κυρώσεων για την επίμαχη παράβαση δεν αποτελεί στοιχείο συναφές με το ανωτέρω ζήτημα.

Το Συμβούλιο της Επικρατείας, λαμβάνοντας υπόψη τις ήδη επιβαλλόμενες κυρώσεις για τη λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων, καθώς και τον ποινικό κολασμό των παραβάσεων αυτών, έκρινε ότι επιβάλλεται το – εμφανώς ευμενέστερο – πρόστιμο του άρθρου 54 παρ. 1 περ. η’ και παρ. 2 περ. ε’ του ν. 4174/2013, ήτοι ενιαίο πρόστιμο ύψους 2.500 Ευρώ, έναντι του έως σήμερα επιβαλλόμενου προστίμου ύψους 40% επί της αξίας των φορολογικών στοιχείων.

Ενόψει των ανωτέρω, οι φορολογούμενοι οφείλουν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα άμυνας, προβάλλοντας ως λόγο, τόσο ενώπιον της διοίκησης όσο και ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων δια των δικογράφων της προσφυγής ή των προσθέτων λόγων, την εφαρμογή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης διοικητικής κύρωσης, όπως ερμηνεύτηκε με την υπ’ αριθ. 2319/2021 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.



* Ο Γεώργιος Βλαχάκης είναι
Δικηγόρος Αθηνών, LL.M. Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Φορολογικού Δικαίου Πανεπιστημίου Μάαστριχτ, Μ.Δ.Ε. Φορολογικού Δικαίου Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ