Μα να σκηνοθετήσει;

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Έχει σκεπαστεί με την καρό κουβερτούλα της, πίνει το χυμό της, κοιτά την κόρη της που της χαμογελά, που την καμαρώνει


της Μαρίας Λιονάκη


Έχεις ακούσει να σκηνοθετούν ένα φόνο, έναν παραλίγο φόνο,  ένα προξενιό (σαν  φόνο), ένα προσδοκώμενο διαζύγιο,  μια τυχαία συνάντηση, ερωτική, επαγγελματική, αλλά ένα μπάνιο;… ένα μπάνιο; (!)

-Έκανες μαμά μπάνιο; Ρωτάει η Ελένη τη μαμά της την κυρα-Βαγγελιώ πηγαίνοντας στο πατρικό της,  στο χωριό,   πριν μερικές  μέρες  για τις γιορτές. Έχοντας ήδη  σταμπάρει,  άμα τη αφίξει της την  πετσέτα, την αχνογάλαζη, επιδεικτικά  απλωμένη, να στεγνώνει   στο κάγκελο του μπαλκονιού. Κρεμασμένη επί τούτου  σαν το σεντόνι των νεόνυμφων μετά την πρώτη νύχτα γάμου.  Να ανεμίζει, πουκάμισο αδειανό, σαν την Ελένη της Τροίας. Σαν τη γαλανόλευκη να κυματίζει, παραδομένη στα σκέρτσα του αέρα,   την 25η Μαρτίου. Μισή πάνω, μισή κάτω να αιωρείται,   διστακτική,  να πέσει ή να μην πέσει, να περιμένει μήπως αλλάξουν οι καταστάσεις  ή να το κάνει το απονενοημένο…)

  -Ναι, ναι χθες!…χθες έκαμα!… λέει η κυρα-Βαγγελιώ και σε κάθε γράμμα ανεβάζει τον τόνο   της φωνής της, τεντώνοντας σε επιστράτευση τους μυς του προσώπου. Σαν τενόρος σε κατάμεστη αίθουσα, βασιλική, μέγαρο,  στη σκάλα του Μιλάνου  κλιμακώνει άρια, κορώνα,  με χέρια ανοιχτά να  ανεμίζουν προς τα επουράνια… Η ώρα τη βάζει να τη χώσουν σε καμιά μπανιέρα στο ξεκάρφωτο… σκέφτεται. Έχει  συγκεντρώσει  λοιπόν  την ανυπότακτη, λόγω ηλικίας σκέψη, έχει ορθώσει το ανυπότακτο, λόγω ηλικίας   ανάστημα  και κοιτά κατάματα το δήμιο της, (!) τη  δύσπιστη Ελένη. Στην κουζίνα, τον προθάλαμο του σπιτιού, όπου διαδραματίζεται η σκηνή. Η Ελένη είναι επιφυλακτική. Σαν ανακριτής στο δικαστήριο  κοιτάζει τη μάνα επίμονα, δεν παραιτείται, με διερευνητικό βλέμμα αναρωτιέται ,  ψάχνει…. η δασκάλα,   τα τετράδια της Βαγγελίτσας, τα άγραφα, τα λευκά. Τις αμέλησε τις εργασίες της πάλι, τριγυρνούσε   με τα αγόρια και  τα συνομήλικα κορίτσια, όλα μαζί τρελόπαιδα,  στους λόφους, στους ήλιους, στους ανέμους, στις χορταριασμένες αυλές,  στα ερημόσπιτα, σκαρφάλωνε  στα δέντρα, τσαλαβουτούσε  στις λίμνες που σχημάτισε η βροχή… 

-Ναι, ναι χθες! Ήταν εδώ κι η αδερφή σου και είδε… τον  αφρό! ( Εις τον αφρό, εις τον αφρό της θάλασσας η αγάπη μου κοιμάται… σκέφτεται η κόρη γελώντας, προσπαθώντας να  μη χάσει το χιούμορ της που τη σώζει στις δυσκολίες)-  Αν δεν πιστεύεις, έλα να δεις!  συνεχίζει η κυρα-Βαγγελιώ ,  βγαίνει απ’ την κουζίνα τρέχοντας  (λες να βρεθεί στο ξεκάρφωτο σε καμιά μπανιέρα σκέφτεται…) σέρνει, ξεσέρνει,  οδηγεί η καλή σου , με φούρια, με σβέλτες κινήσεις, νιας, την κόρη της την Ελένη, την πολύξερη, τη γραμματιζούμενη (κούνια που την κούναγε) στο λουτρό… Με το πλακάκι  με τα γεωμετρικά σχήματα εποχής μεταπολεμικής.  Τότε που οι μονοκατοικίες δίνονταν αντιπαροχή κι έπαιρνε ο κόσμος διαμερίσματα τριάρια, τεσσάρια, λουξ, με το μπάνιο μέσα κι άκου να δεις καλοριφέρ, ασανσέρ. -Δες και μόνη σου, αν δεν πιστεύεις… Και βλέπει η Ελένη… Στην κοίτη της μπανιέρας σφουγγαράκι λεμονί  βρεγμένο, σαμπουάν και αφρόλουτρο  ξέσκεπα, σαν παιδικά κεφάλια στον αέρα, σε εκδρομή. Όλα σε πρώτο πλάνο, καλοί  ηθοποιοί στο ρόλο τους, τεκμήρια πειστικής απόδειξης, ορκισμένοι μάρτυρες να ειπούν την αλήθεια και μόνο την αλήθεια. Με το χέρι στο ευαγγέλιο. Τι να κάνει κι  η Ελένη, άνθρωπος είναι, πείθεται, υποχωρεί και πηγαίνει, ανακουφισμένη  που έχει  επιτευχθεί ήδη το  πιο δύσκολο κομμάτι της παρουσίας της στο πατρικό της ,  πηγαίνει να κλείσει το θερμοσίφωνο.

Όταν λίγο μετά, ενώ έχει ήδη χαλαρώσει κάπως,  έχει ξεπακετάρει αποσκευές κι  όλα τα συναφή,  μια σκέψη, ατίθαση μαθήτρια  της τριβελίζει το μυαλό…

Είναι δυνατόν η κυρα-Βαγγελιώ που στα νιάτα της υπήρξε υπόδειγμα νοικοκυροσύνης, που η μπουγάδα της ήταν στη γειτονιά η πιο αστραφτερή, μα που  σ’ αυτή την ηλικία  αποφεύγει το μπάνιο, όπως ο διάβολος το λιβάνι, εξαιτίας της νωχελικότητας της ηλικίας της, αφού δε νιώθει τις δυνάμεις της να πατήσει γερά, μετά το κάθισμα της στη μπανιέρα, να στυλώσει τα πόδια  και να ανασηκωθεί, που κάθε φορά κινδυνεύει  να  γκρεμοτσακιστεί και θέλει γερό κράτημα, είναι δυνατό   να έκανε μόνη της μπάνιο, οικειοθελώς  και τόσο πολύ να το διατυμπανίζει, να το διανθίζει, να το διαφημίζει; Ξανανάβει το θερμοσίφωνο λοιπόν!… ενώ γελά  λίγο λυπημένα για τη σκηνοθεσία του Παντελή Βούλγαρη που τη ξεγέλασε αρχικά.  Έλα όμως που πρέπει να πάρει με το μαλακό το σκηνοθέτη...Με χάδια  και καλοπιάσματα…

Λίγο μετά η μάνα πλατσουρίζει στους μοσχομυριστούς  αφρούς της λίμνης της μπανιέρας. Ίδια  με μωρό απολαμβάνει το χάδι  του νερού,  του  ζωογόνου, του αρωματισμένου, που ζεστό αγκαλιάζει το σώμα, αφαιρώντας κούραση και χρόνια. Τα ρυτιδιασμένα  χέρια της διαγράφουν κινήσεις γεμάτες χάρη.  Σαν  τότε που ήταν νέα και κυνηγούσε με μεγάλες απλωτές τον ήλιο τα δειλινά στη θάλασσα, τον ήλιο που έδυε, που   έγερνε να κοιμηθεί,  χορτασμένος την  αγάπη των ανθρώπων. -Είδες είδες μάνα πόσο ωραία είναι;  λέει η Ελένη.  Θυμάσαι ο πατέρας, όσο ζούσε; Έκανε κάθε πρωί το μπάνιο του, έβαζε καθαρά ρούχα και κινούσε σφυρίζοντας να ανοίξει το μαγαζί του…( να λειτουργεί σε αυτή την ηλικία άραγε ο συναγωνισμός; )  Δωσ’ μου κι εμένα λίγο το σφουγγάρι να σε βοηθήσω… Ο σοφός λαός λέει πως η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά! (Που να το φανταστεί κι ο σοφός λαός πως θα έτρεχε να συντρέξει ένα μπάνιο…)  Το μπάνιο είναι υγεία!   Μας προστατεύει από τις ασθένειες. Έτσι δε θα αρρωσταίνεις ποτέ… Εσύ βέβαια είσαι  γερός οργανισμός…(Τη φράση αυτή στους ηλικιωμένους ανθρώπους τη λες συνέχεια,  την κολλάς παντού!) Περίμενε λίγο, να φτιάξω το νερό, μη σε κάψω, έχε υπομονή… Μην πας να σηκωθείς, πρόσεχε! Λίγο ακόμα, μπράβο καλή κοπέλα… πω πω τι ωραία, λαμπερά  μαλλιά έχεις…

Είναι δύσκολο σε αυτή τη ζωή, σκέφτεται λίγο μετά η Ελένη,  να κάνεις μια εργασία επιστημονική, ένα μεταπτυχιακό. Να πάρεις προαγωγή,  να  βάψεις το σπίτι, να κάνεις μια μετακόμιση, είναι δύσκολα πολλά πράγματα στη ζωή των ενηλίκων… Το να πείσεις έναν ηλικιωμένο άνθρωπο  που ψυχικά, με την παραξενιά  της ηλικίας του αρνείται επίμονα να κάνει μπάνιο  και να τον βοηθήσεις να το καταφέρει, καθώς  σωματικά δεν μπορεί,  πόσο δύσκολο είναι τελικά; Μα και πόσο ιερό;

 Η  κυρα Βαγγελιώ έχει ξαναξαπλώσει καθαρή, χτενισμένη,   ευτυχισμένη που πέρασε η μπόρα, που αναζωογονήθηκε με το μπάνιο,  γελώντας πονηρά που δεν έγινε πιστευτό το θέατρο της, μα που δεν ήταν και τόσο άσχημα τελικά . Έχει  σκεπαστεί με την καρό κουβερτούλα της,  πίνει το χυμό της, κοιτά την κόρη της που της χαμογελά,  που  την καμαρώνει  και της λέει συγκινημένη:  «Είχα κάνει βέβαια και μόνη μου μπάνιο… Σε ευχαριστώ όμως παιδί μου. Να’ χεις  την ευχή μου!» Την ώρα εκείνη  ο ήλιος φρεσκοπλυμένος από την υγρασία της ατμόσφαιρας του δειλινού  παίρνει την ευχή και τη δίνει στο Θεό. Μετά  δύει, γέρνει να κοιμηθεί  στα σκεπάσματα του ουρανού,  χορτασμένος την  αγάπη των ανθρώπων.

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ