ΑΠΟΨΕΙΣ
Ο Ζεϊμπέκικος του Λάκκου
Ήταν από τις λίγες στιγμές που όλοι έβλεπαν πώς η ψυχή ενός ανθρώπου οδηγούσε το σώμα και το συναίσθημά του.

Του Στέλιου Βισκαδουράκη
Ανήκω στο ποσοστό εκείνο των ακομμάτιστων ανθρώπων και αυτό γιατί η ελληνική ιστορία του περασμένου αιώνα έχει δείξει και έχει γράψει πολλές ανόητες και, δυστυχώς, αιματοβαμμένες σελίδες. Τότε που υπήρχαν φανατικοί Αριστεροί και Δεξιοί, τότε που χάθηκαν αδίκως πολλά από τα νιάτα της Ελλάδας, είτε στις πόλεις είτε στα βουνά. Μία από αυτές τις σελίδες, είναι η αληθινή ιστορία του Δημοσθένη, που υπήρξε τσαγκάρης στον Λάκκο, και βρίσκονταν στην αριστερή πλευρά του πολιτικού κόσμου πριν την Κατοχή. Όταν η Κατοχή ήρθε στην Κρήτη και στην πόλη του Ηρακλείου, οι δωσίλογοι της εποχής, δεν έχασαν χρόνο και τον κατέδωσαν στη Γερμανικές Αρχές.
Ο Δημοσθένης συνελήφθη και αρχικά φυλακίστηκε μαζί με άλλους στη Στοά Μακάσι. Αμέσως μετά μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη και από εκεί στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς. Ήταν 28 χρονών. Εκεί κρατήθηκε για ένα μεγάλο διάστημα, στη διάρκεια του οποίου έζησε όλες τις γνωστές και άγνωστες φριχτές εμπειρίες.
Την τελευταία μέρα που οι Σύμμαχοι έμπαιναν στο στρατόπεδο, εκείνος βίωσε μία από τις τραγικότερες στιγμές του. Ένας νεαρός γιατρός, κι αυτός από το Ηράκλειο, φώναξε από τον ενθουσιασμό του “ζήτω η Ελλάδα”. Ένας Γερμανός στρατιώτης έβγαλε το όπλο του και τον σκότωσε. Ετούτη στάθηκε, όπως έλεγε ο Δημοσθένης, η πιο συγκλονιστική στιγμή της ζωής του. Μετά από λίγο καιρό επέστρεψε στο Ηράκλειο, μα δεν ήταν πια ο ίδιος. Το φοβερό στρατόπεδο τον είχε αλλάξει.
Έμενε με τη γυναίκα του σε ένα δωμάτιο στην οδό Σπιναλόγκας. Όταν έπεφτε ο ήλιος, κάποιες νύχτες κατηφόριζε στον Λάκκο και στην ταβέρνα του Λευτέρη από το Βουρβουλίτσι. Κάποιοι τον θυμούνται τα χρόνια του ’60 να κάθεται μοναχός του σε ένα τραπέζι και να πίνει τη ρετσίνα του και μόνο όταν στο τζουκ μποξ έπαιζε το τραγούδι του νέου συνθέτη Θεοδωράκη «Μάνα μου και Παναγιά» σηκωνόταν ζαλισμένος και χόρευε ένα αργόσυρτο ζεϊμπέκικο.
Κάποιο βράδυ, που ο καιρός είχε γλυκάνει και η Άνοιξη χάιδευε τον αέρα, μπήκε στην ταβέρνα η μεγάλη τραγουδίστρια Σωτηρία Μπέλλου, που επισκεπτόταν συχνά στο Ηράκλειο τους φίλους της. Εκείνο το βράδυ ήταν εκεί και ο Δημοσθένης. Οι φίλοι της, της είπαν ποιος είναι και ποια είναι η ιστορία του.
Ξαφνικά, μπήκε στο τζουκ μποξ το τραγούδι του Θεοδωράκη. Ο Δημοσθένης σηκώθηκε και άρχισε να χορεύει ένα μοναδικό και μοναχικό ζεϊμπέκικο. Γυρνούσε με πόνο και κόπο, ευλαβικά, γύρω από τον εαυτό του. Όταν σήκωνε τα χέρια του κι έσκυβε μπροστά, σαν να έβγαζε κραυγή χωρίς φωνή. Ήταν από τις λίγες στιγμές που όλοι έβλεπαν πώς η ψυχή ενός ανθρώπου οδηγούσε το σώμα και το συναίσθημά του.
Θύμιζε λιτανεία του Επιταφίου το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής. Οι αργόσυρτες κινήσεις του σώματός του, έδειχναν την πορεία μιας περασμένης, χαμένης ζωής, ενός θρήνου και, σιωπηλά, μιας ευχής να μην ξαναζήσουν οι άνθρωποι παρόμοιες φρικαλεότητες.
Όταν τέλειωσε το τραγούδι και ο Δημοσθένης έκατσε στην καρέκλα του, η Μπέλλου σηκώθηκε από το τραπέζι της, τον πλησίασε, του κράτησε τα χέρια και του τα φίλησε. Ίσως αυτό το φιλί της σπουδαίας τραγουδίστριας, να εξέφραζε έναν θαυμασμό και ένα «ευχαριστώ» πολλών άλλων μαζί, προς έναν απλό άνθρωπο που περπάτησε και άντεξε ένα κομμάτι της ιστορίας της Ελλάδας και που το εξέφρασε σεμνά με δυο σκαλισμένες κινήσεις στα κύματα μιας μουσικής.