Tου Κώστα Α. Μπογδανίδη
Η κρητική επανάσταση που ξέσπασε τον Γενάρη του 1897 ήταν η βασική αφορμή που η Ελλάδα τότε σύρθηκε σε ένα ανόητο πόλεμο με την Τουρκία και έχασε παταγωδώς! Το μαύρο ’97 ήταν το αποκορύφωμα μιας σειράς λαθών που έγιναν από την ελληνική κυβέρνηση η οποία και είναι αλήθεια παρασύρθηκε από ένα κλίμα υπερ-πατριωτισμού το οποίο η τότε ελεύθερη Ελλάδα πλήρωσε πολύ ακριβά! Ωστόσο, για την Κρήτη αυτό ήταν ένα μεγάλο δώρο…
Όπως είναι αλήθεια ότι οι Κρητικοί ήταν συνεχώς στα όπλα! Το 1897 η σπίθα της επανάστασης ξεκίνησε από τον Πρινιά Μαλεβυζίου για να πάρουν φωτιά τα Χανιά και στη συνέχεια όλη η Κρήτη. Αλλά οι επαναστάσεις ήταν πια κάτι συνηθισμένο για τους Κρητικούς.
Αφού για ένα διάστημα το νησί ήταν στην ιδιοκτησία της Αιγύπτου επέστρεψε στην «αγκαλιά »της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας . Μια σειρά από Κινήματα και επαναστάσεις σημάδεψαν για ένα περίπου αιώνα την Κρήτη, ως την απελευθέρωσή της.
Το 1841 ξέσπασε το Κίνημα του Χαιρέτη και το 1858 το Κίνημα του Μαυρογένη, με το οποίο οι Κρήτες πέτυχαν να κατέχουν ελεύθερα όπλα, να ασκούν τη λατρεία και να γίνεται σεβαστή η θρησκεία τους, καθώς και τη σύσταση Χριστιανικών Δημογεροντιών που είχαν αρμοδιότητα σε θέματα παιδείας, κοινωνικής πρόνοιας, κληρονομικού και οικογενειακού δικαίου, και ακολούθησε η επανάσταση του 1866-1869. Η επανάσταση του 1877-1878, έφερε την Σύμβαση της Χαλέπας. Σύμφωνα με οποία, η Κρήτη αποχωριζόταν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, θα διοικούνταν από τη Γενική Διοίκηση Κρήτης και της παραχωρούνταν ορισμένα προνόμια, μεταξύ των οποίων και η σύσταση Φιλεκπαιδευτικών Συλλόγων και η έκδοση εφημερίδων καθώς και να αστυνομεύεται μόνο από Κρητικούς.
Το 1889 η Τουρκία περιόρισε σημαντικά τα προνόμια των Κρητών και ανέθεσε στον συνταγματάρχη Ταξίν την αστυνόμευση της Κρήτης θέτοντας τον επικεφαλής σώματος 200 ανδρών που στρατολογήθηκαν στην Μακεδονία. Οπότε ακολούθησε η επανάσταση του 1889, που καταπνίγηκε μετά από ένα οκτάμηνο. Στις 3 Σεπτεμβρίου 1895 ξέσπασε νέα επανάσταση αλλά οι σφαγές των Τούρκων δεν σταμάτησαν και στις 11 Μαΐου 1896 ο πληθυσμός υπέστη μεγάλη σφαγή.
Στον Πρινιά…
Στις 10 Ιανουαρίου 1897 οι χριστιανοί σκότωσαν στον Πρινιά τον Μεχμέτ Βελάκη. Η είδηση αγρίεψε τους Τούρκους που κύκλωσαν στο Ηράκλειο το Γενί Τζαμί, ενώ δύο μέρες μετά έφτασαν στον Χάνδακα ο αυστριακός Βαρώνος Γκηπλ και ο Χερεφουδήν Πασάς μέλη της επιτροπής που θα οργάνωναν τη Χωροφυλακή. Εκείνοι μαζί με τον Ιωσήφ Χατζηδάκη και τον Γ.Οικονομίδη πήγαν στον άγιο Μύρωνα και παρέδωσαν στον αρχηγό του Μαλεβυζίου έγγραφο των προξένων και ένα χαρτί των προκρίτων του Ηρακλείου που τους παρακαλούσαν να συμβάλουν στην τάξη την οποία θα αναλάμβανε πλέον η Χωροφυλακή. Την έκκληση υπέγραφαν μεταξύ άλλων οι Αντ.Μιχελιδάκης, Α.Καπνιστός, Κ.Μαλιχούτης, Κ.Δρακάκης, Μιχ.Καζαντζάκης, Γεώργιος Χριστοφοράκης, Ηρ.Ιερωνυμάκης, Β.Σκουλάς, Εμμ.Λογιάδης, Γ.Ιερωνυμάκης, Εμμ.Χατζηδάκης, Μ.Σακλαμπάνης, Γ.Βιστάκης, Ι.Περδικάρης, Μ.Μελισώτης, Γ.Αεράκης, Ν.Μακράκης, Στ.Περδικογιάννης, Ι.Χατζηδάκης κ.α.
Η σύγχυση μεγάλωνε συνεχώς μετά από διάφορα επεισόδια που γινόταν στην πόλη και την ύπαιθρο και στις 17 Ιανουαρίου έφτασαν στο λιμάνι του Ηρακλείου τρία πολεμικά των μεγάλων δυνάμεων και ο φρούραρχος των Χανίων Μουσταφά Πασάς.
Στις 18 του μήνα έγινε ένα καθοριστικό επεισόδιο στα Χανιά. Μουσουλμάνοι αποπειράθηκαν να σκοτώσουν το Θερισιανό Ι.Καμπουράκη. την ίδια μέρα βρέθηκε σκοτωμένος ένας δικηγόρος στα Χανιά και τότε οι χριστιανοί εξεμάνησαν σκοτώνοντας 4 μουσουλμάνους στο Αλικιανό και στην Αγιά. Οι τελευταίοι αντέδρασαν και επιτέθηκαν στον Γαλατά και στην μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκαν άλλοι 12. Η σύρραξη γενικεύθηκε και οι μεν επιτέθηκαν στα χωριά των δε –στις 21 Ιανουαρίου οι μάχες είχαν απλωθεί σε όλα τα Χανιά. Οι ιστορικοί της εποχής υπολογίζουν ότι στις 23 του Γενάρη είχαν μαζευτεί στην γύρω περιοχή περί τους 7000 επαναστάτες. Έκαναν επιδρομές κατά του Τούρκων που απάντησαν με οργανωμένο στρατό. Η επανάσταση ήταν πλέον δεδομένη σε όλη την Κρήτη. Μια ομάδα κρητών συγκεντρώθηκε στο Ακρωτήρι και διακήρυξε την ένωση με την Ελλάδα. Είχε γίνει πια φλόγα, πυρκαγιά που δύσκολα θα σταματούσε.
Στο Ηράκλειο οι επαναστάτες είχαν κλείσει τους δρόμους και δεν άφηναν τους τούρκους να μπαίνουν στην πόλη, στη Σητεία έγιναν πολύ μεγάλες σφαγές, φόρτωσαν πλοία με κρητικούς, η ατμόσφαιρα ήταν πια δυναμιτισμένη.
Η επέμβαση …
Στο μεταξύ, οι Μεγάλες Δυνάμεις, που πάντοτε ενδιαφέρονταν για την Κρήτη λόγω της στρατηγικής της σημασίας και από καιρό είχαν συγκεντρώσει τους στόλους τους γύρω από το νησί, είχαν αποφασίσει με τη Συνθήκη του Βερολίνου το 1896 να προχωρήσουν σε οριστική λύση του κρητικού ζητήματος, με τη διεθνή κατοχή του νησιού και την ανακήρυξή του σε αυτόνομη Πολιτεία, ενώ στις 21 Ιανουαρίου 1897 ελληνικά στρατεύματα με δύναμη 1.500 αντρών και διοικητή τον υπασπιστή του βασιλιά Tιμολέοντα Bάσσο αποβιβάστηκαν εκεί για να την ελευθερώσουν και να την ενώσουν με την Ελλάδα. Οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις όμως παρενέβησαν αποβιβάζοντας κι αυτές δυνάμεις για να σταματήσουν οι εχθροπραξίες.
Στις 18 Φεβρουαρίου ο Ελληνικός στόλος αποσύρθηκε και ο Ελληνικός στρατός υποχώρησε στην ξηρά και κατευθύνθηκε βόρεια προς την Θεσσαλία και την Ήπειρο. Στις 20 Μαρτίου του ίδιου χρόνου οι Μεγάλες Δυνάμεις χώρισαν το νησί σε διεθνείς τομείς, ενώ τα Χανιά και η γύρω περιοχή της πρωτεύουσας έγιναν πολυεθνικός τομέας. Οι Άγγλοι διοικούσαν το νομό Ηρακλείου, οι Ρώσοι το νόμο Ρεθύμνου, οι Γάλλοι το νομό Λασιθίου και οι Ιταλοί τους νομούς Χανίων και Σφακιών.
Στις 25 Αυγούστου 1897, ο Ελευθέριος Βενιζέλος έστειλε διακοίνωση στον αρχηγό του ευρωπαϊκού στόλου, αναφέροντας ότι η μόνη σωστή λύση του Κρητικού ζητήματος θα ήταν η ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Αφού όμως η Ελλάδα απέσυρε τη στρατιωτική δύναμη που είχε στο νησί, αναγνωρίζοντας την αυτονομία του, θα έπρεπε και η Κρήτη, για να μην φέρει σε δύσκολη θέση την Αθήνα, να δεχθεί ως προσωρινή λύση την αυτονομία, εναποθέτοντας τις ελπίδες για οριστική λύση στις Μεγάλες Δυνάμεις. Οι Τούρκοι πρότειναν να γίνει ανταλλαγή της Κρήτης με τη Θεσσαλία που την κατείχε ο στρατός τους. Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε καθώς θεωρήθηκε εμπαιγμός και για τους Κρητικούς και για τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Μετά τον πόλεμο του 1897 η Ελλάδα υπέγραψε στην Κωνσταντινούπολη συνθήκη ειρήνης με την Τουρκία. Κατόπιν οι Μεγάλες Δυνάμεις ξεκίνησαν τη διαδικασία διακανονισμού του Κρητικού ζητήματος, που όμως τραβούσε μακριά. Προτάθηκαν για τη θέση του Γενικού Διοικητή του νησιού οι Δροζ, Σέφερ, ο Μαυροβούνιος Πέτροβιτς Μπόζα, ο πρίγκιπας Βάττεμβεργ ενώ οι Τούρκοι ήθελαν γι' αυτή τη θέση τον Ανθόπουλο πασά. Η Ρωσία υπέδειξε τον γιό του βασιλιά των Ελλήνων Γεωργίου του Α΄, τον πρίγκιπα Γεώργιο, ο οποίος και επελέγη τελικά. Στις 21 Ιανουαρίου 1898, η κρητική συνέλευση, ενέκρινε πρόταση του Βενιζέλου να κάνει το προεδρείο της τα αναγκαία διαβήματα. Η Γερμανία και η Αυστρία, επειδή δεν ήθελαν να φανεί ότι αντιτίθενται στις τουρκικές απαιτήσεις, αποχώρησαν από τον συνασπισμό των ευρωπαϊκών δυνάμεων, ο οποίος έγινε πλέον τετραμελής. Ο Γενικός Διοικητής θα αναγνώριζε την υψηλή επικυριαρχία του Σουλτάνου, θα εφάρμοζε αναλογική συμμετοχή του ελληνικού και του τουρκικού στοιχείου στη διοίκηση του νησιού.
ΠΗΓΕΣ:
-Ι.Μουρέλλος, ιστορία της Κρήτης
-ΠΑΤΡΙΣ
-Εδουάρν Ντριώ
-Αρχείο Βιέννης
-Τρικούπης, ιστορία
-Ιδρυμα μείζονος ελληνισμού
Wikipedia.gr