Ζωή απότιστη!

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Είναι φορές που σκέφτομαι τη μοίρα των ανθρώπων ,ερχόμαστε και φεύγουμε χνουδάκια στο βοριά… ή στο νοτιά!


της Μαρίας Λιονάκη


Είναι φορές που σκέφτομαι τη μοίρα των ανθρώπων, ερχόμαστε και φεύγουμε χνουδάκια στο βοριά…ή στο νοτιά! Δεν ξέρω ποιον ή ποια συμπάθησε,   συμμερίζεται, αγάπησε αυτός ο νοτιάς,  μα δεν έχει σκοπό να φύγει. Πιστός φύλακας θα μείνει εδώ. Λες την κυρά Βαγγελιώ  να συμπάθησε,  τη γυναίκα του γείτονα που βγαίνει κάθε πρωί αξημέρωτα με τη ρόμπα την κλαρωτή και  τα κεντημένα πασουμάκια και σκουπίζει πολλή ώρα τη γειτονιά, ίδια γειτονιά,  ίδιες κινήσεις, ίδιοι δρόμοι,  πάνω κάτω, κρατώντας κι ένα κόκκινο φαράσι, καινούργιο απόκτημα, γιατί το παλιό το κρεμ, άχρωμο της φαινόταν; Λες την κυρά Βαγγελιώ που κοιτάζει το λάστιχο σαν τα περασμένα μεγαλεία της πατρίδας, με νοσταλγία, μελαγχολικά  κι αναστενάζει; Γιατί στο ύστερο δεν της στάθηκε, την πρόδωσε κι αυτό;  

Πού είναι τα χρόνια, ωραία χρόνια,  σκέφτεται  που είχε λουλούδια μες στην καρδιά, πού είναι τα χρόνια, ωραία χρόνια που έτρεχε από τη βρύση  το νερό χείμαρρος, ασυγκράτητο, ανυπότακτο σαν τη νιότη της,   την ομορφιά, την  προσδοκία της;  Άφθονο, κελαρυστό, τραγουδιστό, όλα τα παράσερνε, τα ξέπλενε,   φύλλα,  χώματα, σκόνη, πετραδάκια, λόγια που δεν έπρεπε να ειπωθούν, λύπη, μελαγχολία.

Σαν αέρας θυελλώδης, θάλασσα τρικυμισμένη,  πλατύ ποτάμι διακλαδιζόταν.  Σαν παιδί στα πρώτα του βήματα που πάει  στην αρχή διστακτικό,  αιωρούμενο, τραμπαλίζοντας και  ξεθαρρεύει μετά, αναπτύσσει ταχύτητα ξαφνικά, παίρνει  φόρα και τρέχει καμαρωτό. Σαν  έφηβος στην πρώτη επανάσταση, στα  πρώτα ξεσπάσματα, που δεν παίρνει από λόγια, από συμβουλές έτρεχε άλλοτε το νερό. Σα νιο  ζευγάρι που κράτησε  από συστολή καιρό τα προσχήματα,  τα ηνία της πεθυμιάς του,  μα  σαν είδε τη γλύκα του έρωτα, τη φωτιά του κορμιού και της αγάπης , του ξέφυγε το χαλινάρι  και άλογο ασυγκράτητο ο πόθος του δεν κουμαντάρεται πια.

 Τόσα χρόνια  σκέφτεται η κυρά Βαγγελιώ  υπήρχε νερό.  Τώρα έφτασε η ώρα να στερέψει.  Όπως στέρεψαν και  τα  νιάτα της. Λουλούδι  ανθισμένο η ζωή της παλιά, μα έμεινε απότιστη    χρόνια πολλά , μέχρι που μαράθηκε.

Τώρα στο χάρτη του προσώπου της  χαραγμένες οι  ρυτίδες, οι  οδοί,  μικρότεροι, μεγαλύτεροι, ο βόρειος οδικός άξονας, ένας καινούργιος  νότιος, επαρχιακοί δρόμοι, όλοι αυτοί που οι διάφοροι  κυβερνώντες  προαναγγέλλουν, σχεδιάζουν χρόνια,   πάνε να αρχίσουν και ποτέ δεν αρχίζουν. Που πάνε να τελειώσουν και ποτέ δεν τελειώνουν. Τα καλύτερα της  χρόνια  τα έφαγε σκουπίζοντας, καθαρίζοντας, σπίτι, αυλές, δρόμους, σα να συμμετείχε σε διαγωνισμό για την πιο πιτήδεια, άξια  νοικοκυρά. Επάξια  κέρδισε  την πρώτη θέση, το στέμμα, στέφθηκε   βασίλισσα της καθαριότητας  της γειτονιάς. Βασίλισσα της μοναξιάς της.  Μέχρι κι η πεθερά της  που δεν την ήθελε στην αρχή για νύφη, την  παραδέχτηκε μετά.  Τώρα που τα λογαριάζει όμως, που κάνει ταμείο, απότιστη την έζησε τη ζωή της. Δίπλα στον άντρα της τον ιδιόρρυθμο , τον ανέκφραστο,  το παγόβουνο, που δεν του περίσσευε ποτέ ένας καλός λόγος, ένα χάδι, ένα βλέμμα ζεστό,  μια αγκαλιά γι’ αυτήν. Που δεν τον πήρε από έρωτα, αλλά  τον  ερωτεύτηκε, τον αγάπησε μετά , του στάθηκε, κορώνα στο κεφάλι. Αλλά αυτός στο σπίτι   στεγνός, αμέτοχος, σοβαρός,  κούτσουρο στην άκρη  κι έξω  χουβαρντάς , κλωνάρι δροσερό, ζωντανός, γενναιόδωρος, κοινωνικός.   Είπαν  πότε θα έρθει το νερό;  Προανήγγειλαν οι ιθύνοντες μέτρα;  Οι προεδρεύοντες, οι διευθύνοντες, η εξουσία μερίμνησε   τίποτα για τη λειψυδρία ή θα  μοιράζεσαι το νερό του  κουβά  με  τη γειτόνισσα, άλλη στρυφνή κι αυτή; Είναι θέμα αυτό να το αφήσεις στην τύχη του, τελευταία στιγμή να το δεις,  όπου πάει, όπως έρθει, να μην το φροντίσεις νωρίτερα,  εγκαίρως; Όλο η ίδια αβλεψία,  παντού. Όλα στην τύχη τους αφημένα.   Ποτέ του να μην έρθει το νερό, μη σώσει και ‘ρθει!  Μαθημένη είναι στην ξηρασία, όλων των ειδών,  τώρα δε θα αντέξει, δε θα κάνει κουμάντο, δε θα  βρει τρόπο να πορευτεί;

Είναι φορές που σκέφτομαι τη μοίρα των ανθρώπων, ερχόμαστε και φεύγουμε χνουδάκια στο βοριά… ή στο νοτιά! Δεν ξέρω ποια ή ποιον αγάπησε αυτός ο νοτιάς… Τον κυρ Δημητρό που μένει λίγο πιο πάνω ίσως. Πέρα  απ’ το  λοφάκι, το χωματένιο ύψωμα  που έχει γεμίσει τώρα μαργαρίτες, για να μαδούν οι ερωτευμένοι.   Εκεί που στρίβει λίγο ο δρόμος και καταλήγει σε  αδιέξοδο  μένει,  εκεί  που φτιάχνει η φύση ,στοργική μητέρα , μια  κόγχη, μια  αγκαλιά να τον δεχτεί. Να του σκεπάσει τη μοναξιά. Από τότε που πέθανε η κυρά Κατερίνα ,  η γυναίκα του μαράζωσε και αυτός. Πριν ήταν όλο ζωντάνια. Τα γέλια , τα πειράγματα στην κυρά του  αντηχούσαν στα σοκάκια της γειτονιάς,  γελούσαν, διασκέδαζαν  τις μέρες, τα απόβραδα,  τις βεγγέρες, τις ζωές τους.  Τώρα ο κυρ Δημητρός  έχει πάντα νύχτα στο βλέμμα.  Δεν ξημερώνει, δε βγάζει ήλιο, δεν  βγαίνει στον ήλιο,  στην αυλή δεν κάθεται , δε χαιρετά σαν πρώτα, δεν μιλά.   Άφησε  για χρόνια τον κήπο αφρόντιστο, τα λουλούδια του απότιστα,   τη ζωή του αφρόντιστη κι απότιστη. Ώσπου  μαράθηκε. Είπαν στις ειδήσεις πότε θα έρθει το νερό;

  Είναι φορές που σκέφτομαι τη μοίρα των ανθρώπων ,ερχόμαστε και φεύγουμε χνουδάκια στο βοριά… ή στο νοτιά! Δεν ξέρω ποιον ή ποια αγάπησε  αυτός ο νοτιάς.  Μπορεί την κυρά Ελένη που μένει παραπάνω. Λενιώ τη λέγανε στα νιάτα της και ήταν η πιο όμορφη της γειτονιάς.  Ψηλή και λεπτή σα λαμπάδα, μελαχρινή με μάτια μαύρα που έκαιγαν σαν κάρβουνα. Μα κάπου κάτι πήγε στραβά, αλλιώς τα περίμενε, αλλιώς  της ήρθαν. Ερωτεύτηκε λένε ένα νέο,  όμορφο σαν πρίγκιπα, μα αυτός δεν την αγάπησε αληθινά,   την πρόδωσε, την παράτησε.  Έμεινε μόνη κι αυτή να ζει μια ζωή απότιστη, να πεθυμεί, να νοσταλγεί, να ανιστορείται μια ζωή που χάθηκε. Μέχρι και το όνομά της άλλαξε με τα χρόνια, αποχαιρέτησε το Λενιώ,  το έκανε Ελένη, ντρεπόταν πια μεγάλη γυναίκα να τη λένε Λενιώ. Ξέχασε έρωτες κι αγάπη, υιοθέτησε ένα σκυλάκι, το Ζορζ… Αυτόν φροντίζει πια και τους βασιλικούς της. Εμμονή  που έχει με αυτό το λουλούδι. Σαν σε παρέλαση παρατεταγμένες  οι γλάστρες της κι αυτή  με το ποτιστήρι γουλιά γουλιά να τους δίνει στο στόμα  από το υστέρημά της, το λιγοστό  νερό. Ίδια  έγνοια έχει  κάθε μέρα, να  μιλήσει στους βασιλικούς της , να τους χαϊδέψει, να τους  φροντίσει,  τώρα με τη λειψυδρία μην της μαραθούν.

Είναι φορές που σκέφτομαι τη μοίρα των ανθρώπων, ερχόμαστε και φεύγουμε χνουδάκια στο βοριά… ή στο νοτιά! Δεν ξέρω ποια ή ποιον  αγάπησε αυτός ο νοτιάς. Μπορεί τον Κυρ Παντελή, τον ανήμπορο και ηλικιωμένο.  Που έκανε τέσσερα παιδιά τα μεγάλωσε,  με δυσκολίες τα ανέστησε, τα ανέθρεψε και τώρα κανένα δεν πλησιάζει να τον νοιαστεί, να τον φροντίσει, να του φέρει ένα πιάτο ζεστό φαί. Άλλο Θεό έχουν τα νιάτα.

Δύσκολοι καιροί για λουλούδια,  μα και για ανθρώπους. Δύσκολο το νερό  της ευτυχίας, του γέλιου, της αγάπης, των ονείρων, της κατανόησης, της αλληλοβοήθειας.  Ζωή απότιστη, άνυδρη,  στεγνή  σαν ξερή γη.  Ζωή στερημένη  από αγάπη και συναισθήματα, που υποφέρει  από τη λειψυδρία της ψυχής.  Ψυχή πετρωμένη σαν τους βράχους. Κάνει κουράγιο και υπομονή. Νοτιάς καυτός σεργιανάει τώρα στις γειτονιές αυτής της πόλης.  Εκπρόσωπος  μιας άνοιξης που αλλιώς την περίμενες.  Που πάντα  τη φαντάζεσαι μεγάλη και τρανή, σπουδαία, γενναιόδωρη,  μα  στο δρόμο χάνει τα στολίδια της, ξεφτίζει, ξεθωριάζει κι αλλιώς φτάνει.  Ποτέ η άνοιξη δεν είναι όπως την φαντάστηκες.

Το πιο μεγάλο ψέμα κράτα  το για μένα, το πιο μεγάλο ψέμα της γης,  τραγουδά ο Παντελής Θαλασσινός.  Πες μου πως όλα αυτά που ζω, βλέπω  και φοβάμαι είναι ένα ψέμα. Πως τα όνειρα δεν παλιώνουν,  δεν στεγνώνουν, πως οι άνθρωποι ακόμα κοιτούν τον ουρανό και  σχεδιάζουν, ελπίζουν, προσδοκούν. Πως  δεν υπάρχει στον κόσμο μοναξιά και πίκρα  ατέλειωτη σαν τη θάλασσα.   Πως υπάρχει  σπίτι, φαγητό, φάρμακα,  φροντίδα για όλους. Τα παιδιά, τους ηλικιωμένους,  τους φτωχούς, του αρρώστους.  Πες μου πως δεν απειλείται η ειρήνη.  Πως άφθονο θα τρέξει το νερό κι αυτό το Πάσχα, το φυσικό, αλλά και ,  της καλοσύνης, της αλληλεγγύης, πως θα περισσέψει η αγάπη,  το φιλί, η αγκαλιά, το γέλιο, η καλή κουβέντα. Πες μου πως δε θα μείνει καμιά ψυχή, καμία ζωή απότιστη.  Και κυρίως ,ας φροντίσουμε όλοι  μας γι’ αυτό . Καλό Πάσχα!

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ