Εμείς τώρα στη γειτονιά μας φοβόμαστε τον κορωνοϊό. Στη δική σας;

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Φοβόμαστε μην έρθει από την Κίνα. Μη μας βρει μπαμπέσικα και χαθούμε πάνω στο άνθος της ηλικίας μας. Και χάσουμε τα καλύτερα μας χρόνια

της Μαρίας Λιονάκη

Φοβάμαι ή φοβούμαι. Ρήμα παθητικής φωνής, αποθετικό, ρήμα δηλαδή που έχει αποθέσει το πνεύμα του, που έχει εγκαταλείψει την ενεργητική φωνή. Ρήμα όμως που έχει ενεργητική διάθεση. Που συντάσσεται δηλαδή με ένα ή περισσότερα αντικείμενα. Αντικείμενα που μας χαλάνε τη διάθεση, μας δημιουργούν προβλήματα στην καθημερινή μας ζωή. Που δεν συντάσσονται με τη χαρά, την ευτυχία μας, την ονειροπόληση, τη διάθεση για δημιουργία και πρόοδο. Που εξαφανίζουν τις χρωματιστές λέξεις, τα ειδυλλιακά τοπία, εικόνες από θάλασσες, βουνά, κατάφυτα λαγκάδια, λουλουδένιες εικόνες, μα και ηχητικές από γλυκόλαλα πουλιά, καρδερίνες, καναρίνια. Που πνίγουν με τη δυσοσμία τους οσφρητικές εικόνες από μυρωδάτα γιασεμιά και βασιλικά. Που σέρνονται σαν ερπετά, που απογειώνουν κοράκια, που σπέρνουν αγριόχορτα, τσουκνίδες, κάκτους. Που εγείρουν σύννεφα, που παλεύουν τους ήλιους. Που ξεσπούν σε βροχές, σε καταιγίδες. Που συνταράσσουν την πλάση μας με κεραυνούς. Που δεν αφήνουν την άνοιξη να έρθει, εγκλωβίζοντας την ύπαρξή μας σε βασανιστικούς, ατέρμονους χειμώνες. Που δικάζουν τις αλκυονίδες μέρες μας. Που τρυπάνε με αγκάθια τα δάχτυλα της ψυχής μας, που αιμορραγούν την ψυχολογία μας, που δεν δίνουν απόπλου, άδεια απογείωσης στις επιθυμίες, στις προσδοκίες μας. Που δεν ταξιδεύουν τους χαρταετούς των ονείρων μας. Που δεν αναπτύσσουν με φαντασία και τόλμη το κυρίως θέμα της ζωής μας. Που οδηγούν σε ασάφειες, ασυνταξίες, μπερδεμένες σκέψεις, επαναλήψεις, παραγράφους με λάθος δομή.

Στιγμές κακογραμμένες, ζωές σε υποχώρηση, αναδιπλωμένες. Φόβοι που σαν τα χειρότερα ορθογραφικά λάθη λερώνουν το γραπτό, το βιβλίο της ζωής μας. Που δεν μπορούμε εύκολα να αποθέσουμε. Να ξεριζώσουμε, να φυσήξουμε μακριά. Να αλλάξουμε τη διαρρύθμιση τους, να φρεσκάρουμε τους τοίχους με χρώματα πιο φωτεινά. ‘Η καλύτερα να γκρεμίσουμε τους τοίχους, να γίνει ένα κουζίνα- σαλοτραπεζαρία, ο ενιαίος χώρος στη ζωή μας. Να πλησιάνει ο χώρος στη ζωή μας. Να μπουν και δυο άνθρωποι και να νιώσουν όμορφα, να νιώσουμε όμορφα, να περάσουμε όλοι καλά. Να τους τρατάρουμε χαμόγελα, καλές κουβέντες, αγάπη. Φόβοι γυμνοί που παγώνουν το κορμί μας. Που δε ζεσταίνονται με κουβέρτες και παλτό. Φόβοι που δυσκολευόμαστε να τους ντύσουμε ρούχα πιο παρδαλά. Αποκριάτικα. Που δυσκολευόμαστε να τους ειρωνευτούμε, που μας κάνουν να βγαίνουμε έξω με μάσκες, από ντροπή, μυστικοπάθεια. Που μας κάνουν να ξενυχτάμε, να κρυβόμαστε από όλους, μα και από τον ίδιο μας τον εαυτό. Που έχουν γίνει δεύτερος εαυτός μας, που επιμένουμε να τους κουβαλάμε στην πλάτη της ψυχής μας. Που τους τρέφουμε με το δικό μας αίμα, που τους γαρνίρουμε με τις ανασφάλειες, τα άγχη μας, τα παράπονά μας, κατηγόριες προς αποδιοπομπαίους τράγους, που τους σερβίρουμε στους άλλους με ολέθριες συνέπειες, για μας, γι’ αυτούς, που τους ανακυκλώνουμε στην πιο στείρα και άδικη ανακύκλωση που γνώρισε ο κόσμος αυτός.

Μικρή φοβόμουν μην τελειώσουν τα παγωτά, οι καραμέλες και οι σοκολάτες από τον κόσμο αυτό. Μην ξυπνήσω μια μέρα και υπάρχουν μόνο φακές, ρεβίθια, μελιτζάνες και μπάμιες. Αυτοί ήταν οι πιο γλυκοί φόβοι της ζωής μου. Όταν ήμουν μικρή ακόμα φοβόμουν το μεσημερά. Μεγάλωσα πολύ μέχρι να καταλάβω ότι ήταν μια επινόηση της μαμάς. Έξυπνη ομολογουμένως και πειστική. Ήταν μάνα η μαμά μου σ’ αυτά. Ο κύριος αυτός εργαζόταν με συγκεκριμένο ωράριο, με σύμβαση μεσημεριανή. Έβγαινε δηλαδή στα γυρωτρίγυρα μεσημέρι, κατά τις δυο και μισή ακριβώς, λες και είχε ρολόι ελβετικό και μάζευε όλα τα κακά παιδάκια. Όπου κι αν ήταν κρυμμένα.

Συγκεκριμένα μάζευε, όσα δεν άφηναν τη μαμά και το μπαμπά τους να κοιμηθούν. Για όσα δε διάβαζαν, υπήρχε άλλος κύριος. Για όσα δεν έτρωγαν το φαγητό τους, άλλος. Με άλλες εργασιακές συμβάσεις. Ο μεσημεράς έβγαινε και σε άλλες παραλλαγές, άλλα χρώματα. Όλα σκοτεινά. Είχε επίσης κι άλλα ονόματα. Λεγόταν και μπαμπούλας ή κακός λύκος. Αυτός που δε χόρτασε με την Κοκκινοσκουφίτσα, που είχε μεγάλη πείνα κι ήθελε να φάει κι άλλα παιδάκια. Εμένα παραδείγματος χάριν. Όταν ήμουν μικρή φοβόμουν ακόμη τα φαντάσματα. Κατοικούσαν σε όλα τα εγκαταλελειμμένα σπίτια. Μπαινόβγαιναν από τους ξεφλουδισμένους τοίχους και τα παραθυρόφυλλα που έχασκαν σα στόματα ανοιχτά τεράτων.

Τα χαλάσματα αυτά στο δρόμο για το σχολείο μου ήταν αρκετά. Τα φαντάσματα που διέμεναν μέσα ήταν κάποτε άνθρωποι, μα η μοίρα τους ήταν κακιά, σακατεμένη. Σκότωσαν κάποιο άνθρωπο για θέματα κτηματικά. ‘Η τους σκότωσαν δικό τους γιο, άνθρωπο, άλλοι κακοί άνθρωποι, υποψήφια φαντάσματα κι από τότε τρελάθηκαν, έγιναν αερικά. Που φόβιζαν τα μικρά παιδιά. Σαν εμένα. Μικρή φοβόμουν και το σκοτάδι. Αυτό ακόμα το φοβάμαι.

Φοβάμαι, φοβάσαι, φοβάται, φοβόμαστε, φοβάστε, φοβούνται. Εμείς τώρα στη γειτονιά μας φοβόμαστε τον κορωνοϊό. Στη δική σας; Φοβόμαστε μην έρθει από την Κίνα. Μη μας βρει μπαμπέσικα και χαθούμε πάνω στο άνθος της ηλικίας μας. Και χάσουμε τα καλύτερα μας χρόνια. Δεν πάνε να λένε ειδικοί, του υγειονομικού, της πόλης μας, του Χατζηνικολάου, της Τρέμη, ιδίως αυτής, πρωί μεσημέρι βράδυ στα δελτία ειδήσεων, στον αέρα, πως δεν έχει έρθει ακόμα στη χώρα μας, πως δεν υπάρχει φόβος ανησυχίας; Εμείς στη γειτονιάς μας φοβόμαστε. Μας αρέσει να κινδυνολογούμε. Να ακούμε συνεχώς ειδήσεις που λιπαίνουν τους φόβους μας. Και να χαιρόμαστε πρόσκαιρα και μίζερα πως δεν μας συμβαίνουν εμάς αυτά. Φοβόμαστε τις σχέσεις μας με τον εθνικό γείτονα, τους σεισμούς, τα καιρικά φαινόμενα με τα ονόματα, τη γρίπη την εγχώρια, προϊόν του κήπου μας, αλλά και τον ιό από τον κήπο της Κίνας. Τον κήπο με τις νυχτερίδες. Κοιμόμαστε και βλέπουμε μάσκες, ξυπνάμε και μετράμε θύματα.

Ύπουλο φίδι ο φόβος παραλύει τη σκέψη, οδηγεί σε εφίδρωση, σε κρίσεις πανικού, τρέμουλο. Παρεμποδίζει τη δραστηριότητα, τη δημιουργία, τη μόρφωση. Συγκατοικεί ενίοτε με το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο. Οδηγεί σε ξόρκια και εγκλεισμό στο σπίτι. Καθώς φοβόμαστε και τα τροχαία. Και τις αρρώστιες τις δύσκολες, τις ανίατες, τις αναπηρίες φοβόμαστε. Άσε που οι ελληνίδες μάνες έχουν κι άλλους δικούς τους φόβους να φοβούνται. Τόμο ολόκληρο. Εποποιία η ελληνίδα μάνα.

Ενημέρωση ναι, πρόληψη ναι, όχι όμως τρομολαγνεία, όχι καταιγισμός ανησυχητικών δημοσιευμάτων. Ας αντικρίσουμε κατάματα τους φόβους μας, μπας και τους ξορκίσουμε. Ας μην τους αφήνουμε να χορτάσουν. Ας τους ξεριζώσουμε, ας τους αποθέσουμε. Και κυρίως ας ζήσουμε! ας ονειρευτούμε, ας διασκεδάσουμε, την όμορφη εποχή που εγκαινιάζεται, την αποκριάτικη. Ας πετάξουμε, με εμπιστοσύνη στα φτερά μας. Ας ζήσουμε με στυλ… Το μέλλον είναι άδηλο, μα η ζωή είναι όμορφη. Ας μην την ασκημαίνουμε με την κακή ενέργεια των φόβων.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ