Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος να είναι ήμερος

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Κουρασμένη, διψασμένη, βαριανασαίνοντας βαδίζει η Μεγαλοβδομάδα, μα δε σταματά. Έχει βαρύ χρέος, ύψιστης τιμής.


της Μαρίας Λιονάκη

Με βήμα αργό, κοπιαστικό,  σερνάμενο  πάνω στο χώμα, παραμερίζοντας τη σκόνη που για πολλές μέρες, αντί για νερό έβρεξε τη γη και σαν δεύτερη φλούδα   στην επιφάνειά της εγκαταστάθηκε,  περπατά  η Μεγαλοβδομάδα.  Δεν φοράει παπούτσια, οι γυμνές πατούσες  της σκοντάφτουν στις αιχμηρές πέτρες,  τις σκονισμένες από τον καιρό, τις   ακονισμένες από την κακία του κόσμου  και πληγώνονται. Τα μάτια  σκιάζουν, θολώνουν  από την ανημποριά, δακρύζουν,   μα κοιτάνε  με πείσμα μπροστά.  Ευθεία τον κόσμο, τη ζωή, τις αλήθειες της ζωής.  Της πίστης μας. Μέσα στον Απρίλη της άνοιξης, των  Ελεύθερων Πολιορκημένων του Σολωμού βαδίζει  με δυσκολία, μα σεμνά,  αλύγιστα, αξιοπρεπώς η Μεγαλοβδομάδα : « Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε, κι όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε».  

Μέσα στον Απρίλη  των ελεύθερων πολιορκημένων σύγχρονων ανθρώπων .  Που τους κλείνουν, περικυκλώνουν  σύγχρονα άρματα. Που συχνά ζουν μια δική τους προσωπική,  αιώνια μεγαλοβδομάδα.  Σκαρφαλώνουν σε βουνά προβλημάτων,  ασθενειών, αναπηριών,  χρεών, κάποιας  απώλειας. Που συνήθως  βαδίζουν δυσκολοδιάβατους δρόμους, σκοντάφτουν σε μυτερές πέτρες  πόνου, διχόνοιας,   ανταγωνισμού, μίσους,  αδικίας, ζήλειας, παθών, μοναξιάς.  Που  βαδίζουν σε μονοπάτια στεγνά από τη βιοπάλη, τη  ρουτίνα, την ανάγκη,   την  κρίση της εποχής, την έλλειψη του νερού της χαράς και της ευτυχίας.  Επιστρατεύοντας εσωτερικές δυνάμεις και πίστη,  το κουράγιο και τη δύναμη της ψυχής τους  στα μοναχικά τους ταξίδια, κάθε φορά που το σώμα, κλαράκι στον  άνεμο, λυγά.  Κοιτάζοντας με μάτια σκιασμένα, θολά, δακρυσμένα, με επιμονή  μπροστά την ελπίδα. Προσδοκώντας    μια   Ανάσταση,  χτίζοντας, φυτεύοντας  την Άνοιξη.

 Κουρασμένη,  διψασμένη, βαριανασαίνοντας βαδίζει η Μεγαλοβδομάδα,  μα δε σταματά. Έχει βαρύ χρέος, ύψιστης τιμής.     Σε λόφο  με κίτρινες μαργαρίτες, μωβ  ανεμώνες και κόκκινες παπαρούνες σκαρφαλώνει. Σε λόφο που μυρίζει χαμομήλι, θυμάρι, μέντα, ρίγανη, μικρότερης ηλικίας κατοίκους. Σε λόφο με ελιές, χαρουπιές, συκιές, λίγα πεύκα,  κυπαρίσσια και πλατάνια μεγαλύτερης ηλικίας, ηλικιωμένους κατοίκους.  Εκεί που κατοικούν νεοφερμένα χελιδόνια, εκπρόσωποι  άνοιξης,  ανάστασης της φύσης.  Μα και  κοτσύφια  ή αετοί. Άγρια πουλιά, αγέρωχα και  επιβλητικά, μαθημένα σε δύσκολα  πετάγματα.  Σαν αυτά της ενάρετης ζωής.  Κρατάει  με ευλάβεια στους  κυρτούς, καμπουριασμένους ώμους  της το σταυρό,  τη σημαία της θρησκείας, που λογχίζει τον ουρανό, όπως ο Ρωμαίος τον Χριστό, για να βεβαιωθεί για  το θάνατο της ανθρώπινης υπόστασης . Λίγο πριν ανατείλει η αιώνια θεία υπόστασή Του.  Με το σταυρό τόξο  σημαδεύει τον ήλιο να κρυφτεί, το αταίριαστο του με το κλίμα της ημέρας   να συναισθανθεί.   Κόμποι ιδρώτα στολίζουν το μέτωπό της  που φορά το πιο τιμημένο στέμμα,  μιας αιώνιας, θείας  βασιλείας, το ακάνθινο στεφάνι.

Μέσα σε ατμόσφαιρα  μελαγχολική, με βήμα μεγαλόπρεπο  περπατά η Μεγαλοβδομάδα.  Βήμα που εναρμονίζεται με τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου.

«Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου, πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,

Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;(…)

Κορώνα μου, αντιστύλι μου, χαρά των γερατειώ μου, ήλιε της βαρυχειμωνιάς, λιγνοκυπάρισσό μου,

Πώς μ’ άφησες να σέρνουμαι και να πονώ μονάχη χωρίς γουλιά, σταλιά νερό και φως κι ανθό κι αστάχυ;»

Βήμα που εναρμονίζεται με τους στίχους της ποίησης  του Κώστα Βάρναλη στους Μοιραίους:

«Μες την υπόγεια την ταβέρνα, μες σε καπνούς και σε βρισιές (απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)  όλη η παρέα πίναμε εψές,  εψές σαν όλα τα βραδάκια, να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο  και κάπου εφτυούσε καταγής, ω, πόσο βάσανο μεγάλο  το βάσανο είναι της ζωής!» … μα κυρίως στο ποίημα Πόνοι της Παναγιάς:

« Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;

Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;

Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις

Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,

που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.»

Με  χείλη σφιγμένα, με βήμα  θλιμμένο, πένθιμο περπατά η Μεγαλοβδομάδα.  Βήμα που εναρμονίζεται με τους ήχους της καμπάνας που ρυθμικά, σεβάσμια, αργά,  σερνάμενα  σκίζουν τη γη του αέρα, την ελεύθερη πολιορκημένη αυτή μέρα του Απρίλη. Μετρά τα πάθη του Χριστού που ήρθε στη γη να διδάξει τα πιο σπουδαία, ιερά κηρύγματα.  Να δώσει στους ανθρώπους μια θρησκεία και με αυτή ήλιο στη ζωή να πορευτούν. Να μάθει  στους κατοίκους της γης το αληθινό νόημα των λέξεων αγάπη, σεμνότητα, πίστη, αλληλοβοήθεια, συγχώρεση, καλοσύνη.  Που ήρθε στη γη να προσβληθεί, να εκδιωχθεί, να κυνηγηθεί. Με υπομονή και σοφία,  καρτερικά να   μαρτυρήσει, να  θυσιαστεί, για να σωθούν οι άνθρωποι. Για να  έχουν στο εξής ένα λιμάνι να αγκυροβολούν το καράβι τους στις τρικυμίες, ένα κεραμίδι να απαγκιάζουν από κάτω στις μπόρες της ζωής, μια φιλόξενη πατρίδα να κατοικήσουν , μια  δική τους Ιθάκη να γυρέψουν.  Μετρά τα πάθη της  δικής της ζωής …

Παράλληλα όμως προετοιμάζεται για την Ανάσταση του Χριστού, κορυφώνοντας  μέσα της την προσδοκία της ανάστασης της ζωής της, του  σύγχρονου ανθρώπου. Προετοιμάζεται να γιορτάσει την μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης. Επιστρέφει  στις πατρίδες, στα ερημωμένα χωριά. Αναζητά τη λουλουδισμένη φύση, την απλοχωριά της θάλασσας, ξωκλήσια  κρεμασμένα σε βράχους,  μέσα σε μοναστήρια, τις πιο όμορφες εκκλησιές της γης να προσκυνήσει. Ετοιμάζει σπίτια, ασβεστώνει τοίχους,  φυτεύει βασιλικούς.  Με αγάπη ετοιμάζει τα εδέσματα, φαγητά, γλυκά, που τα έθιμα απαιτούν.  Ψήνει σε φούρνους τα παραδοσιακά  καλιτσούνα να μοσχομυρίσει ο κόσμος, να ενωθούν όλων των ειδών  οι γλυκιές μυρωδιές, να ταξιδέψουν στα σοκάκια των χωριών, των πόλεων,  να αναπάρει η ψυχή, να ξεκουραστεί, να γαληνέψει… Να αναπάρει η  ελπίδα, να ανηφορίσει  η ζωή, να ενωθούν οι άνθρωποι, συγγενείς, φίλοι, γείτονες, να αναστηθεί η χαρά, το όνειρο, να μοσχομυρίσει η αγάπη.

«Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος να 'ν' ήμερος.. να 'ναι άκακος.. λίγο φαΐ λίγο κρασί Χριστούγεννα κι Ανάσταση»  Οδυσσέας Ελύτη    Καλή Ανάσταση!

 

 

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ