Επιστήμη και ψευδοεπιστήμη

Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης
Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης

Κάποιοι ίσως θα μιλούσαν για τσαρλατανισμό και πλασάρισμα εύκολων λύσεων, κάποιοι άλλοι θα έλεγαν ότι πρόκειται για τη συνήθη ευπιστία του όχλου και κάποιοι άλλοι για μια δημόσια παρανόηση της επιστήμης

Του Γιάννη Γ. Τσερεβελάκη

Όσα συμβαίνουν στη χώρα μας και σε πολλές χώρες της Ευρώπης με τις αντιδράσεις των λεγομένων αντιεμβολιαστών, έχουν εγείρει με έμφαση το ζήτημα της εμπιστοσύνης στους επιστήμονες και την επιστήμη. Κι ενώ η ανθρωπότητα, από τα χρόνια του Ιπποκράτη και του Γαληνού, αγωνίζεται να βρει επιστημονικούς τρόπους αντιμετώπισης των ασθενειών, σήμερα, μια εποχή ακμής της επιστήμης, έχουν εμφανιστεί ομάδες ανθρώπων που αμφισβητούν το επιστημονικό επίτευγμα του εμβολίου κατά του κορωνοϊού και αρνούνται να εμβολιαστούν. Τα κίνητρα των ανθρώπων αυτών σχετίζονται είτε με τη θρησκευτική πίστη είτε με την πολιτική τοποθέτηση είτε με το μορφωτικό επίπεδο. Συν τοις άλλοις, όμως, έχουν εμφανιστεί (όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιόδους) και εκείνοι που διακινούν ψευδή επιστημονικά επιχειρήματα και τεκμήρια, με σκοπούς ιδιοτελείς ή και σκοτεινούς πολλές φορές, παρασυρμένοι ίσως και οι ίδιοι από κάτι που άκουσαν ή είδαν ή διάβασαν μέσα στον κυκεώνα του διαδικτύου. Έτσι, πλάι στην επιστήμη και τον ορθό λόγο, εμφανίστηκε και η ψευδοεπιστήμη και ο ανορθολογισμός.

Διαβάζοντας το βιβλίο του Φοίβου Παναγιωτίδη με τον τίτλο «Μίλα μου για γλώσσα» των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης, συνάντησα μια αναφορά του συγγραφέα στην ψευδογλωσσολογία, η οποία θεωρώ ότι είναι σημαντική για το θέμα μου. Αντιγράφω το σχετικό απόσπασμα: «Στην πρώτη (ενν. την ψευδογλωσσολογία) ανήκουν φαντασιοκοπήματα και λήροι (λήρος=ανοησία) γύρω από τη γλώσσα-ας τα ονομάσουμε συλλήβδην ψευδογλωσσολογία. Αυτά συνήθως χρησιμοποιούν είτε μεθόδους που μόνον επιφανειακά θα μπορούσαν να περάσουν για επιστημονικές, είτε καρικατούρες γλωσσολογικών μεθόδων του 19ου αιώνα, ή και πολύ πιο παλιών. Η ψευδογλωσσολογία συνήθως αναλαμβάνει να αποκαλύψει καλά κρυμμένα αλλά κολοσσιαία μυστικά του σύμπαντος και του πολιτισμού, τα οποία η πεζή και τρέχουσα επιστήμη αδυνατεί να διακρίνει, είτε λόγω ανεπάρκειας και ιδιωτείας των λειτουργών της, είτε εξαιτίας κάποιας παγκόσμιας συνωμοσίας και κάποιων ανομολόγητων όρκων σιωπής που καταδένουν τους επιστήμονες. Έτσι, λοιπόν, η ψευδογλωσσολογία μελετάει την εξωγήινη προέλευση της ελληνικής γλώσσας, την κοσμική σημασία του ελληνικού αλφαβήτου, τις ελληνικές ρίζες γλωσσών τόσο μακρινών όσο η μαορί της Νέας Ζηλανδίας ή η τζότζιλ των Μάγια, τον μυστικότατο δεσμό που συναρτά τις λέξεις με τα πράγματα και άλλα παρόμοια ζητήματα. Η ψευδογλωσσολογία (…) κατασκευάζει έναν απίθανο κόσμο τρόμου, φαντασίας ή τρυφής, με αληθοφάνεια τόσο υποτυπώδη και δοσμένη με τέτοια ανεπάρκεια, ώστε να εξασφαλίζει ταυτόχρονα ένα υπερμειδίαμα συνενοχής του θεατή» (σ. 42-43).

Αν καλοεξετάσει κανείς όσα «επιστημονικά» ισχυρίζονται οι υπέρμαχοι του ανορθολογισμού και της ψευδοεπιστήμης, θα διαπιστώσει ότι δεν απέχουν πολύ από όσα περιγράφονται στο προτεθέν απόσπασμα. Πρόκειται για λήρους που αγνοούν πλήρως τα επιστημονικά επιτεύγματα του αιώνα μας και των προηγούμενων αιώνων. Κι ενώ η επιστήμη στηρίζεται στην παρατήρηση και το πείραμα και τα αποτελέσματά της έχουν την έγκριση της επιστημονικής κοινότητας, καθώς η επιστήμη είναι υπόθεση διυποκειμενική και δεν αρκεί η ατομική ικανότητα του επιστήμονα για να θεωρηθεί ορθό ένα επιστημονικό επίτευγμα, οι αντιεμβολιαστές και όσοι αμφισβητούν την επιστήμη μένουν σε μια σχεδόν μεταφυσικής μορφής «πίστη» στις ατομικές απόψεις τους, οι οποίες με τη σειρά τους εδράζονται σε κάποια μηδαμινής επιστημονικής εγκυρότητας άποψη, από αυτές που κυκλοφορούν «εν αφθονία» στο διαδίκτυο ή ακούγονται από κάποια ΜΜΕ. Εξάλλου, οι επιστημονικές θεωρίες, για να είναι από επιστημολογική άποψη έγκυρες, πρέπει να υπόκεινται στη διάψευση. Αντίθετα, «μια θεωρία που αφορά τον εμπειρικό κόσμο και δεν επιτρέπει τη δυνατότητα διάψευσης δεν είναι επιστημονική, διότι είναι «εκ κατασκευής» μη διαψεύσιμη» (Καρλ Πόππερ, Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της, τόμος I, εκδ. Παπαζήση, σ. XV-XVI). Από την άποψη αυτή, οι αντιεμβολιαστικές θεωρίες δεν αντέχουν τη βάσανο του ελέγχου, για να φανεί αν είναι διαψεύσιμες, καθώς θεωρούνται από τους υποστηρικτές τους αδιάψευστες, μη συζητούμενες, οριστικές. Πρόκειται για επιστημονικοφανείς θεωρίες και απόψεις που ουδεμία σχέση έχουν με τη διυποκειμενικότητα της επιστήμης ή με το νόμο της διαψευσιμότητας.

Αντίθετα, οι λεγόμενοι αντιεμβολιαστές μένουν σε επιστημονικές καρικατούρες, επιμένοντας ότι γνωρίζουν την πάσα αλήθεια για τα εμβόλια, λες και βρίσκονται μέσα στα επιστημονικά εργαστήρια κι έχουν παρακολουθήσει ή συμμετάσχει σε όλη την πορεία της παρασκευής των εμβολίων. Παρουσιάζονται έτσι ως απόλυτοι γνώστες μυστικών που ουδείς άλλος, πλην αυτών, γνωρίζει. Για να θεμελιώσουν «επιστημονικά» τις απόψεις τους, στηρίζονται συνήθως σε κάποια ευφάνταστα στοιχεία, που κανείς δεν ξέρει την προέλευσή τους, και διακινούν θεωρίες περί παγκόσμιας συνωμοσίας των πολιτικών, των γιατρών και των φαρμακευτικών εταιρειών και περί όρκων σιωπής και μιας «ομερτά» που δένει όλους αυτούς μεταξύ τους. Δυστυχώς, το διαδίκτυο παρέχει σήμερα τη δυνατότητα σε κάποιους που έχουν μια κάποια θέση (συνήθως άσχετη με την ιατρική επιστήμη), από την οποία μπορούν να επηρεάσουν τις μάζες, να κάνουν την προπαγάνδα τους και να παρασύρουν πολλούς ανθρώπους σε μια αρνητική στάση έναντι του εμβολιασμού. Είναι δε άξιο παρατήρησης ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που πιστεύουν περισσότερο αυτούς που διαδίδουν επιστημονικοφανείς απόψεις από ό, τι τους ίδιους τους επιστήμονες ιατρούς. Εξάλλου, όπως έχει γραφεί, «σήμερα οι θετικοί επιστήμονες και οι γιατροί υστερούν σε αριθμούς και σε δύναμη απέναντι σε αμέτρητες στρατιές από άτομα που αισθάνονται ότι έχουν το δικαίωμα να αποφαίνονται για ζητήματα τεκμηρίων-αξιοθαύμαστη φιλοδοξία- χωρίς να κάνουν τον κόπο να κατανοήσουν στοιχειωδώς τα σχετικά θέματα» (Ben Goldacre, Κακή επιστήμη, εκδ. Κλειδάριθμος, σ. 10).

Είναι όντως παράδοξο το φαινόμενο της πίστης σε ανορθολογικές θεωρήσεις των εμβολίων, από τη στιγμή που όλα όσα ισχυρίζονται οι λεγόμενοι αντιεμβολιαστές είναι από επιστημονική άποψη αβάσιμα και αναπόδεικτα. Κάποιοι ίσως θα μιλούσαν για τσαρλατανισμό και πλασάρισμα εύκολων λύσεων, κάποιοι άλλοι θα έλεγαν ότι πρόκειται για τη συνήθη ευπιστία του όχλου και κάποιοι άλλοι για μια δημόσια παρανόηση της επιστήμης, στην οποία συντελούν τα ΜΜΕ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με τη άκοπη, πρόχειρη και επιφανειακή προσέγγιση των επιστημονικών θεμάτων, με αποτέλεσμα να συμβαίνει το αντίθετο από αυτό που επιδιώκει η επιστήμη, που είναι η αποφυγή της πλάνης, της άκριτης αποδοχής ατομικών απόψεων και εμπειριών και των προκαταλήψεων. Πρέπει να πούμε ότι ένα ρόλο έχει παίξει και η ιατρικοποίηση της καθημερινής ζωής, καθώς τα ΜΜΕ και το διαδίκτυο, για λόγους οικονομικούς, προβάλλουν εκλαϊκευμένα ιατρικά ρεπορτάζ ή κινδυνολογούν πάνω σε θέματα υγείας, προάγοντας την επιστήμη του παραλογισμού (Ben Goldacre, ό.π. σ. 13).

Το τραγικό είναι ότι κανείς δεν μπορεί να πείσει με τη λογική έναν άνθρωπο, ώστε να αλλάξει απόψεις που απέκτησε με τη λογική, μια λογική όμως που βασίστηκε πάνω σε ψευδείς προκείμενες. Ίσως η αρνητική πορεία της πανδημίας (κι αυτό είναι ακόμη πιο τραγικό) σταθεί αφορμή οι άνθρωποι αυτοί να επανεξετάσουν τις απόψεις τους και να εγκαταλείψουν τον ανορθολογισμό και τον παραλογισμό που τον ακολουθεί. Το ερώτημα όμως είναι: θα πρέπει άραγε να φτάσουμε σ’  αυτό το σημείο, ώστε να πεισθούν και να αλλάξουν άποψη και στάση; 


 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ