Ο μεγάλος Σπύρος Μερκούρης και η μικρή Μελίνα Μερκούρη

Θανάσης Γιαπιτζάκης
Θανάσης Γιαπιτζάκης

Εκεί, στην είσοδο του Α΄ Νεκροταφείου, φωτίζει - πιο πολύ από το μάρμαρο του κοινού τους τάφου - η δράση τους.

Του Θανάση Γιαπιτζάκη  

«Από τα βάθη της ύπαρξής μου έφτιαξα ένα άγαλμα σχεδόν ηρωικό, που όμως μπορώ να το αποκαλύψω, γιατί είναι αληθινό». Λόγια του Τεννεσί Ουίλιαμς, που έβαλε να τα λέει η Αλεξάνδρα Ντελ Λάγκο στο «Γλυκό Πουλί της Νιότης». Ενσαρκώνοντας στο σανίδι αυτήν την θεατρική ηρωίδα η Μελίνα, έγιναν και λόγια δικά της. 

      Μέσα από τα λόγια της λοιπόν η Μελίνα. Και ιδίως σχολιάζοντας  τον καιρό της, τότε που ήταν μικρή στη σκιά του σπουδαίου παππού της, του δημάρχου Σπύρου Μερκούρη. Παρά μία τριάκοντα έγιναν οι χρονιές από τις 6 Μαρτίου του 1994, από τότε που η Μελίνα Μερκούρη ξαναμπήκε στην αγκαλιά του παππού της, όπως κάποτε που ζούσανε και οι δυό και γέμιζαν υπερηφάνεια, μικρή εκείνη κι αυτός μεγάλος όχι μόνο στην ηλικία τους αλλά και στο όνομα. Εκεί, στην είσοδο του Α΄ Νεκροταφείου, φωτίζει - πιο πολύ από το μάρμαρο του κοινού τους τάφου - η δράση τους.

C:\Users\x\Desktop\Merkouri-Family.jpg

      Όπως είπα πιο πριν, εδώ θα απομονώσω - με δικιές της λέξεις - τον καιρό της διαμόρφωσης του χαρακτήρα της, που σ’ όλη τη ζωή της στάθηκε διαφορετικός και αξέχαστος. Με τον Βεάκη που της πρωτοάνοιξε την πόρτα του Εθνικού Θεάτρου, με τον Καζαντζάκη που του στάθηκε η ηγερία για πρώτη κινηματογράφηση έργου του πλάι στον Ντασσέν, με όλους τους ξένους εκεί στις Κάννες και στο Χόλυγουντ, και κυρίως με μας, για την καταγγελία της δικτατορίας των συνταγματαρχών και για τα Γλυπτά του Παρθενώνα.

      «Είμαι το πιο αυθεντικό παράξενο πλάσμα που έχει βγάλει η νεώτερη Ελλάδα. Όλοι οι άλλοι είναι ερσάτζ. Ενόχλησα πάρα πολύ σαν γυναίκα, επειδή έκανα πράγματα που ήταν μια επανάσταση ενάντια στο κατεστημένο. Μέσα σε μια εποχή πολέμου, έκανα πράγματα που σήμερα ακόμη είναι τολμηρά. Είχα φανταχτερές ερωτικές περιπέτειες, ήμουν ένα κορίτσι που ήταν γνωστό πριν γεννηθεί. Νομίζω όμως πως, ό,τι και να γίνει, εμένα η Ελλάδα μ’ αγαπάει. Από την εποχή που έμπλεξα με την πολιτική, με την αντίσταση, δεν έκανα τις αταξίες που ονειρεύτηκα ή που ήταν στο χέρι μου να τις κάνω. Νομίζω ότι αν δεν αγαπούσα τόσο πολύ την Ελλάδα, θα ήμουν τεμπέλα, θα ήμουν πάρα πολύ εγωκεντρική, θα ήμουν δειλή σε ορισμένα πράγματα. Η Ελλάδα με κρατάει στο να μην προδώσω και να μην πούνε αυτοί που με γνωρίζουνε, όχι, δεν ήταν αντάξια της Ελλάδας». 

C:\Users\x\Desktop\ΜΕΛΙΝΑ\αρχείο λήψης (2).jfif

      Όταν  η Μελίνα ήρθε στον Κόσμο μας σαν Μελινάκι, το πραγματικό  όνομά της ήταν Αμαλία Μαρία, αλλά η γιαγιά της παίζοντας με τα γράμματα και των δύο της ονομάτων έφτιαξε το Μελίνα. Και της έμεινε. Θα έλεγε χαρακτηριστικά η ίδια αργότερα «Ήμουν διάσημη πριν καν γεννηθώ». Πώς συνέβη αυτό; Γιατί γεννήθηκε σε μια από τις γνωστότερες οικογένειες της Ελλάδας. Ο παππούς της και ο πατέρας της είχαν περάσει και οι δύο από τον θώκο του δημάρχου Αθηναίων, ο παππούς της μάλιστα ήταν δήμαρχος για τριάντα ολόκληρα χρόνια. Η ίδια έμελλε να γίνει μόνο…κλητήρας - μια θέση όμως πολύ πιο σπουδαία από των δημάρχων, γιατί άνοιγε όλες τις πόρτες, καλούσε όλο τον κόσμο μέσα απ’ αυτές και τις κρατούσε ανοιχτές για την Ελλάδα.  

      Στις πρώτες σελίδες της αυτοβιογραφίας της «Γεννήθηκα Ελληνίδα» μιλάει με ερωτικές λέξεις για τον πρώτο της άντρα: «Ο πρώτος άντρας που αγάπησα, ονομαζόταν Σπύρος. Ήταν υπερβολικά όμορφος, υπερβολικά γοητευτικός. Το στόμα του μύριζε γλυκύτερα απ’ το στόμα οποιουδήποτε άντρα που γνώρισα ποτέ. Λάτρευα το αγκάλιασμά του, ένα αγκάλιασμα που ήταν αρωματισμένο με ροδόνερο και βασιλικό. Ήταν δυνατός. Ήταν ψηλός. Αγαπούσε τη γυναίκα του και την απατούσε. Αγαπούσε τους γιους του και τους φρόντιζε. Ένιωθε πάθος για μένα, κι αυτό έκανε τα παιδικά μου χρόνια πολύ ευτυχισμένα. Ο Σπύρος ήταν ο παππούς μου». 

      Η εξουσία του «Μεγάλου Σπύρου» όπως τον έλεγε η αγαπημένη του εγγονή, ήτανε τεράστια και μάλιστα σε καιρούς πολύ δύσκολους για την Ελλάδα. Ήταν τότε που οι κυβερνήσεις άλλαζαν πριν να εφαρμόσουν το πρόγραμμά τους, τότε που ακόμη και βασιλιάδες έρχονταν και έφευγαν. Κι όμως ο Σπύρος Μερκούρης παρέμενε δήμαρχος επί τρεις ολόκληρες δεκαετίες, δικαιώνοντας την απόφασή του να αφήσει την Ιατρική και να ασχοληθεί με την πολιτική. Μια απόφαση που είχε βρει αντιμέτωπη πρώτα την ίδια του τη γυναίκα, που ένιωθε δικαιολογημένη ανασφάλεια: «Μη, Σπύρο, μην κάνεις τέτοια κουταμάρα! Θα αφήσεις τη θέση σου για να εκτεθείς αντίπαλος σε τόσα τζάκια;» «Δεν θα εκτεθώ, Αμαλία. Θα εκ-λε-γώ!» της είχε απαντήσει εκείνος με πείσμα και με αποφασιστικότητα – χαρακτηριστικά που κληροδότησε και στην εγγονή του.

      Όπερ και εγένετο. Ο Σπύρος Μερκούρης εξελέγη δήμαρχος Αθηναίων το 1899 σε ηλικία σαραντατριών χρονών. Ένα λειτούργημα (κι αυτό πρέπει να το βλέπουν όλοι οι κατοπινοί ευκαιριακοί μόνο δήμαρχοι Αθηναίων) που το άσκησε για μεγάλο χρονικό διάστημα, που έμεινε στην Ιστορία, χωρίς κούραση, με κέφι και με αγάπη για τα κοινά. «Ήταν άτρωτος, ήταν αγαπητός γιατί αγαπούσε. Νοιαζόταν για όλους στην Αθήνα. Όχι πίσω από ένα γραφείο, αλλά ενεργητικά, με άμεση φροντίδα. Εάν οι υπηρεσίες περισυλλογής απορριμμάτων δεν άδειαζαν τον σκουπιδοτενεκέ κάποιου, το μάθαινε και φρόντιζε να γίνει. Ήξερε τίνος το παιδί είχε διάρροια και του ’φερνε γιατρό - κι αλίμονο στον γιατρό που έκανε λανθασμένη διάγνωση. Ήταν σύμβουλος, δικηγόρος, προξενήτρα και επανορθωτής κακών. Στην πραγματικότητα ήταν ένας φύλαρχος» διηγείται η Μελίνα για τις «μέρες βασιλείας» του παππού της.    

C:\Users\x\Desktop\ΜΕΛΙΝΑ\200px-Spyros_Merkouris_2.jfif

 

      Ο «Μεγάλος Μερκούρης» περίμενε από τον γιο του τον Σταμάτη έναν διάδοχο, αφού οραματιζόταν τη δυναστεία Μερκούρη να μεγαλώνει και να θεριεύει, παραμερίζοντας πολιτικούς αντιπάλους. Την αρχική απογοήτευση όμως, που γεννήθηκε κορίτσι, την διαδέχτηκε η ευφροσύνη. Η χάρη και το ταμπεραμέντο της μικρής κέρδισαν τον δήμαρχο και δεν άργησε να γίνει η προστατευόμενή του. «Ήταν παράδεισος να είσαι η αγαπημένη του αγαπημένου τέκνου της Αθήνας» θα έλεγε η ίδια η Μελίνα.  

      Η προπαίδεια γι’ αυτό που εξελισσόταν, γι’ αυτό που θα γινόταν, έγινε στο σπίτι της: «Εμείς δεν ήμασταν πλούσιοι, αλλά ούτε και δεν είχαμε χρήματα για να φάμε. Όταν ήμασταν δήμαρχοι τρώγαμε καλύτερα, όταν δεν ήμασταν δεν τρώγαμε τόσο καλά, αλλά πάντα στο σπίτι υπήρχε ένα ανοιχτό τραπέζι, υπήρχαν άνθρωποι που θα ερχόντουσαν. Το έχω πει πολλές φορές ότι δεν κατάλαβα τί θα πει κοινωνική τάξη, από τον ποιητή μέχρι τον εργάτη. Είχα απίστευτη παιδική ηλικία, σε ένα σπίτι με τεράστια χρώματα, όχι όμως πλούσιο, είχαμε μια απίστευτη περιφρόνηση για το χρήμα». 

      Οι μέρες για τη μικρή Μελίνα κυλούσαν ξέγνοιαστα, με γελαστό το πρόσωπό τους. Άλλες φορές φορούσε τις περούκες της γιαγιάς της κι άλλες φορές τις γόβες της μαμάς, ερευνώντας τα άγνωστα ακόμη μέρη της θηλυκότητας και της ματαιοδοξίας. Και ήρθε μια μέρα, ενώ έπαιζε ανέμελα, το κακό μαντάτο: Η μαμά της θα αποκτούσε δεύτερο παιδί!  Το νέο αυτό δεν ήταν καθόλου ευχάριστο για εκείνη. Θα έχανε τώρα την τρυφερότητα των δικών της, την προνομιακή της θέση. Πνιγμένη από θυμό και αντιδρώντας με τον μοναδικό της τρόπο, έπαψε να μιλάει στον πατέρα και στη μητέρα της. Ο πανέξυπνος παππούς Σπύρος συμμάχησε με την εγγονή του, λέγοντάς της ότι αν το νεογέννητο θα ήταν κορίτσι - κάτι που θα γινόταν ο χειρότερός της εφιάλτης - θα το στραγγάλιζε, θα το εξαφάνιζε οπωσδήποτε. Αν ήταν αγόρι, δεν θα έπρεπε να στεναχωριέται. Έριξε νερό στο κρασί της. Άρχισε να ξαναμιλά στη μητέρα της κι ένιωσε απέραντη ανακούφιση όταν μετά από κάποιους μήνες διαπίστωσε ότι το αδελφάκι της - για καλή του τύχη! - ήταν αγόρι. Αργότερα, η Μελίνα θα του έλεγε στα παιδικά τους παιχνίδια: «Εσύ είσαι ο άντρας και πρέπει να με προστατεύεις». Θα ήταν ο Σπύρος, με το όνομα του παππού τους, ο αδελφός της που θα στεκόταν κερί αναμμένο δίπλα της για το υπόλοιπο της ζωής της.

      Και σε αυτουνού τη γέννα, όπως και πιο πριν στη γέννα της Μελίνας, ο πατέρας έλειπε και βρισκόταν στην αγκαλιά μιας καινούργιας ερωμένης του. Πέτρα του σκανδάλου αυτή τη φορά ήταν η ηθοποιός Μαρίκα Φιλιππίδου, που πέρα από τα κάλλη της είχε υπέροχα γαλαζοπράσινα μάτια. Επρόκειτο για την πρώην σύζυγο του Αττίκ - γι’ αυτήν που είχε γράψει το τραγούδι του «Είδα μάτια» και αργότερα το ακόμη πιο γνωστό «Ζητάτε να σας πω τον πρώτο μου σκοπό, τα περασμένα μου γινάτια. Ζητάτε «Είδα μάτια», με σχίζετε κομμάτια». Η μαμά της μικρής Μελίνας, πικραμένη από την απιστία κι από την εγκατάλειψη του συζύγου της, πήγε να μείνει με τη μητέρα της, κάτι που βύθισε σε μελαγχολία τη Μελίνα Μερκούρη: «Η γιαγιά ήταν καλή γυναίκα, αλλά αυστηρή και απαιτούσε τάξη και σιωπή. Κρατούσε τα παντζούρια μισόκλειστα. Το να πάμε από το σπίτι του παππού Σπύρου στο δικό της, ήταν σαν να πηγαίναμε από το καρναβάλι στο μοναστήρι. Μόνο η σπλαχνική απόφαση της μαμάς να μ’ αφήνει να πηγαίνω στον παππού για φαγητό κάθε μέρα, μ’ εμπόδισε να πάθω νευρικό κλονισμό».

      Από την επιδημία όμως εκείνη της απιστίας δεν θα ξέφευγε ούτε ο παππούς της, ο δήμαρχος Αθηναίων (ανδρών και γυναικών). Γνωστός γυναικάς, ερωτεύτηκε μια ζουμερή Νανά. Θυμωμένες οι γυναίκες της οικογένειας, συγκάλεσαν συμβούλιο. Έπρεπε να βρεθεί τρόπος για να λογικευθεί ο «Μεγάλος Σπύρος». Αν και μικρή ακόμα η Μελίνα, πήρε κι αυτή τη στάση της. Αποφάσισε να συνεχίσει να τρώει μαζί του τα μεσημέρια, αλλά να μη του μιλάει. Εκείνος αντιμετώπισε τη σιωπή της με τη δική του. Η αγαπημένη του εγγονή τήρησε τη στάση της ακόμη και όταν της ζήτησε να τον συνοδεύσει στα εγκαίνια κάποιου ξενοδοχείου πέρα στην Κηφισιά, όπου θα παρευρισκόταν κι η ερωμένη του. Η νεαρή Μελίνα δεν δίστασε να μείνει ακίνητη σαν άγαλμα, όταν η Νανά τής έτεινε το χέρι να τη χαιρετήσει. Ήταν, αν όχι μια υποβόσκουσα ερωτική, τουλάχιστον μια φανερή διεκδικητική αντιπαράθεση. «Ήμουν τρελή από ζήλια» θα παραδεχτεί για εκείνο το σκηνικό.

C:\Users\x\Desktop\ΜΕΛΙΝΑ\melina-merkouri-agalma.jpg

      Η πρώην τώρα σύζυγος του Σταμάτη Μερκούρη, δηλαδή η μαμά της, ξαναπαντρεύτηκε με έναν νεότερό της ευκατάστατο άντρα, που λεγόταν Λεωνίδας Ηλιόπουλος. Παρά τις αναμενόμενες αρχικές της αντιρρήσεις, η Μελίνα συμπάθησε τον πατριό της. Ο λόγος; Εύλογος: Δεν της χαλούσε χατίρι. Αυτά τα παιδικά βιώματα όμως αναμφισβήτητα σχημάτισαν τον χαρακτήρα της. «Εγώ έχω μια κακία με τους άντρες» θα έλεγε αργότερα, ώριμη γυναίκα πλέον. «Ήμουνα πάρα πολύ κακό κορίτσι. Τους ταλαιπωρούσα. Διότι η μάνα μου είχε τον πιο ωραίο άντρα της Ελλάδας, γιατί χώρισε πολύ νέα, γιατί άκουγα ότι όλοι οι άντρες είναι φριχτοί και απαίσιοι, κερατώνουν και σ’ αφήνουν. Και έτσι ήταν. Μέσα μου έλεγα «Εσύ μια μέρα θα τους εκδικηθείς» και νομίζω η φτιαξιά μου - και δεν μιλάω για την εξωτερική μου εμφάνιση - μου έδωσε τη δύναμη να μη φτάσω ποτέ στο γκρεμό, μόνο με τον Τζούλη έγινε αυτό».

      Η απόφαση για το μέλλον πάρθηκε σε τρυφερή ηλικία να γίνει ηθοποιός. Η λατρεία της για την υποκριτική ήταν μια αγάπη που της τη μετέδωσε ο παππούς της, που ήταν θεατρόφιλος. Δείτε πώς τα λόγια της περιγράφουν την πρώτη της επαφή με το κοινό (που ήταν θαμώνες κάποιου καφενείου στις Σπέτσες) όταν ήταν ακόμη δέκα χρονών: «Φόρεσα τα ρούχα της μητέρας μου και μπήκα σε ένα απαγορευμένο καφενείο. Χόρεψα. Χόρεψα για τον κόσμο. Ο μυστηριώδης τηλέγραφος του νησιού έφερε τη μητέρα μου σε λίγα λεπτά. Δέχτηκα ένα μεγαλόπρεπο μνημειώδες χαστούκι. Τα χαστούκια έρχονται και φεύγουν, ξεχνιούνται. Το μόνο που είχε σημασία ήταν πως οι άνθρωποι με χειροκρότησαν και το χειροκρότημά τους μου ζέστανε την καρδιά».

      Μια σταρ γεννιόταν. Η Μελίνα θα έλεγε αργότερα: «Αισθάνθηκα ότι έπρεπε να γίνω ηθοποιός, διότι είχα πολιτικούς στο σπίτι και τους έβλεπα στο μπαλκόνι να μιλάνε και να πείθουν τον κόσμο. Ε, λοιπόν, ήταν μια παράσταση». Άρχισε να μακιγιάρεται και να κυκλοφορεί στους δρόμους της Αθήνας. Ο μικρός Σπύρος έσπευδε σε κάθε ευκαιρία να υπερασπιστεί την τιμή της αδελφής του, καταφεύγοντας ακόμη και στο ξύλο. Δεν ήταν λίγες οι φορές που επέστρεφε στο σπίτι μετά από μάχες, με μώλωπες στα μάτια. Η τιμή της αδελφής του, παρ’ όλα αυτά, είχε σωθεί.

      «Καθώς μεγάλωνε» θα έλεγε ο πατέρας της χρόνια αργότερα «η μανία του θεάτρου την είχε κυριεύσει. Έτσι, δεν μου φάνηκε καθόλου παράξενο όταν κάποια στιγμή την είδα αποφασισμένη να θέλει να μπει στη Δραματική Σχολή. Το μόνο πρόβλημα γι’ αυτή της την απόφαση ήταν πώς θα το λέγαμε στον παππού της. Ευτυχώς δεν τον ενόχλησε. Το μόνο που είπε ο πατέρας μου στη Μελίνα ήταν κάτι που το έλεγε πάντα σε όλους μας: «Προσπάθησε να επιτύχεις με ό,τι καταπιαστείς». Η Μελίνα, που πάντα λάτρευε τον παππού της και ήταν και γι’ αυτόν η πιο μεγάλη του αδυναμία, δεν ξέχασε ποτέ τα λόγια του».

      Ξέχασε όμως ότι ο παππούς της δεν θα ζούσε για πάντα. Αυτή είχε φτάσει στα δεκατέσσερα και είχε νιώσει τον πρώτο της απελπισμένο έρωτα για έναν άντρα εικοσιένα ολόκληρα χρόνια μεγαλύτερό της. Ήταν κορυφαίος ηθοποιός της εποχής εκείνης και γιος της επίσης ηθοποιού - αλλά γνωστότερης ως ποιήτριας - της Μυρτιώτισσας. Το όνομά του, Γιώργος Παππάς. Το τέλος αυτού του ερωτικού της σκιρτήματος χωρίς συνέχεια, γράφτηκε με την απόπειρα αυτοκτονίας της έφηβης Μελίνας όταν έπεσε στις ρόδες ενός αυτοκινήτου. Λες κι έγινε θαύμα, γλύτωσε με μερικούς μώλωπες. Η Μελίνα  δήλωσε ότι υπήρξαν κι άλλες αγάπες αργότερα, αλλά ποτέ πιά δεν ξανασκέφτηκε να πεθάνει για έναν άντρα.              

       Όμως, λίγους μήνες αργότερα, «έπεσε του θανατά» για έναν άντρα. Ο «Μεγάλος Σπύρος» έφυγε από τη ζωή αφήνοντας πίσω του δυσαναπλήρωτο κενό. «Τρελάθηκα από τη λύπη. Για δύο εβδομάδες γελούσα υστερικά. Κατέστρεψα όλες τις φωτογραφίες του παππού μου που βρήκα. Με πρόδωσε. Μ’ έκανε να πιστέψω πως ήταν αθάνατος και μετά πέθανε. Τίποτα στο χαρακτήρα ή στο άτομό του δεν φαινόταν ποτέ θνητό. Υπάρχουν τέτοιου είδους άνθρωποι. Είναι τόσο ζωντανοί που δεν μπορείς να δεχτείς τον θάνατό τους».
 

C:\Users\x\Desktop\ΜΕΛΙΝΑ\ta_mihanika_piana_melina_merkoyri_-_salvador_dali_-_james_mason.jpg

      Το ίδιο συμβαίνει και με την εγγονή του, τη Μελίνα. Διαμόρφωσε από τα μικράτα της μια τέτοια προσωπικότητα, που φάνηκε μοναδική στο είδος της, σε όλη την υπόλοιπη ζωή της που λίγο-πολύ την ξέρουμε όλοι μας. Αξίζει να τελειώσουμε την αναφορά μας αναφέροντας και κάτι που δεν ξέρουμε: Μια στιγμή θάρρους της Μελίνας. Την μαθαίνουμε από τον Ντίμη Κρίτσα: «Ένα μεσημέρι στην Κατοχή, ο Γιώργος Παππάς (που είχανε πλέον γίνει συναδελφικοί φίλοι), η Μελίνα Μερκούρη και ο Τάκης Χορν πήγαν στου Απότσου στη Σταδίου για ένα ουζάκι. Στο ίδιο μπαράκι βρίσκονταν και δύο Γερμανοί αξιωματικοί, ο ένας εκ των οποίων ήταν μεθυσμένος και κοιτούσε τη Μελίνα επίμονα. Μετά από λίγη ώρα σηκώθηκε, πήγε προς το τραπέζι και ζήτησε από τη Μελίνα να τον ακολουθήσει. Η Μελίνα τον κοίταζε με εκείνα τα μάτια, χωρίς να κινείται. Τότε εκείνος έβγαλε το περίστροφό του και της είπε στα γερμανικά να φύγει μαζί του, με προτεταμένη τη σκανδάλη. Οι δύο άνδρες δίπλα της κράτησαν την ανάσα τους. Όμως η Μελίνα τότε του απάντησε στα γερμανικά: «Ρίξε!» Μετά από λίγες στιγμές, που ο χρόνος έμοιαζε να έχει σταματήσει, ο δεύτερος Γερμανός αξιωματικός πλησίασε και έπεισε τον άλλο να φύγουν».

     Και ρωτάω: Αυτό το χαρακτηριστικό επεισόδιο της ζωής της, δεν μας θυμίζει έντονα την κινηματογραφική μεταφορά του, μέσα από τα λόγια του κατοπινού συμπρωταγωνιστή της Γιώργου Φούντα «Στέλλα, φύγε! Κρατάω μαχαίρι! Φύγε σου λέω! Γιατί δεν φεύγεις;» που απευθυνόντουσαν σε μια αγέρωχη στάση της μέχρι θανάτου - που δεν απείχε καθόλου από την πραγματικότητα;

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ