Η Αγία Ζώνη στην Κρήτη κατά την Επανάσταση του 1821

Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης
Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης

Οι περιπέτειες ενός ιερού κειμηλίου

Ένα γεγονός όχι πολύ γνωστό, που σχετίζεται με το ξέσπασμα της επανάστασης του 1821 στην Κρήτη, είναι αυτό που αφορά στην παρουσία εκείνο τον καιρό στο νησί μας της Αγίας Ζώνης της Παναγίας. Πρόκειται για γεγονός αξιομνημόνευτο, τόσο αυτό καθαυτό, όσο και για όσα ακολούθησαν στη συνέχεια. Πώς όμως και γιατί βρέθηκε το ιερό αυτό κειμήλιο από το Άγιον Όρος, και συγκεκριμένα από τη Μονή Βατοπαιδίου, στην Κρήτη; 

Είναι γνωστό από την εργασία του ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης κ. Θεοχάρη  Δετοράκη υπό τον τίτλο «Η πανώλης εν Κρήτη- Συμβολή εις την ιστορίαν των επιδημιών της νήσου» (Επιστημονική Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, τχ. 21 [1970-1971] σ.118-136) ότι η Κρήτη πολύ συχνά, από τα αρχαία ήδη χρόνια, υπήρξε θέατρο ξεσπάσματος διαφόρων επιδημιών. Προπάντων οι επιδημίες της πανώλης ταλαιπώρησαν πολύ συχνά τους κατοίκους του νησιού, με χιλιάδες θύματα κάθε φορά. Μια τέτοια επιδημία είχε ξεσπάσει στο Ηράκλειο το 1810. «Ο Στ. Ξανθουδίδης αναφέρει ότι η νόσος ηκολούθησε τον φοβερόν σεισμόν της 5ης Φεβρουαρίου του 1810 εν Ηρακλείω. Η έντασις  της επιδημίας υπήρξε τοιαύτη, «ώστε εχορτάριασαν και οι κεντρικώτεροι δρόμοι της πόλεως» (Δετοράκης, ό.π. σ. 134).Η νόσος σημείωσε έξαρση και το 1819, κυρίως στο Χάνδακα. Τα θύματα ήταν πολλά, μεταξύ δε αυτών ο επίσκοπος Αυλοποτάμου (Ρεθύμνου) Γεδεών. (Δετοράκης, ό.π. σ. 135).

Μπροστά σ’  αυτό το θανατικό και προκειμένου να περάσει η λοιμική ασθένεια, κληρικοί και προεστοί από την Κρήτη ήλθαν στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου τυο Αγίου Όρους και ζήτησαν να τους αποσταλεί η Αγία Ζώνη της Θεοτόκου. Η Μονή με τη συνοδεία πέντε μοναχών απέστειλε τον Ιούνιο του 1820, με καράβι που ναυλώθηκε για το σκοπό αυτό, στο Μεγάλο Κάστρο (Ηράκλειο) όχι μόνο την Αγία Ζώνη αλλά και ένα Σταυρό με Τίμιο Ξύλο και την Κάρα του Αγίου Ανδρέου του Ιεροσολυμίτου, επισκόπου Κρήτης. Δεκαπέντε μέρες διήρκεσε το ταξίδι και το καράβι έφτασε στο Μεγάλο Κάστρο. Οι Βατοπαιδινοί πατέρες άρχισαν να τελούν αγιασμούς για την εξάλειψη της φοβερής ασθένειας και τη λύτρωση από το θανατικό που αποδεκάτιζε τους κατοίκους της πόλης.

Τα ιερά κειμήλια βρίσκονταν στο Μ. Κάστρο, όταν στις 14 Ιουνίου του 1821 ξέσπασε στην Κρήτη η επανάσταση. Λίγο πριν από τις 14 Ιουνίου είχαν ξεκινήσει οι βιαιοπραγίες των Τούρκων, που κορυφώθηκαν στο Μεγάλο Κάστρο στις 23-24 Ιου6νίου του 1821. Την ημέρα εκείνη, και αφού ήδη είχαν κρεμάσει τον επίσκοπο Κισάμου Μελχισεδέκ, είχαν φυλακίσει τον επίσκοπο Κυδωνίας Καλλίνικο και τον επίσκοπο Ρεθύμνου Γεράσιμο και είχαν εξοντώσει τους ηγουμένους των Μονών, πολλούς μοναχούς και μοναχές και εκατοντάδες αθώων πολιτών, ο τουρκικός όχλος ξέσπασε τη μανία του εναντίον των χριστιανών του Μεγάλου Κάστρου με μια φοβερή σφαγή που έμεινε στην ιστορία ως «ο μεγάλος αρμπεντές». Σφαγιάστηκαν, μαζί με τους 800 χριστιανούς, ο μητροπολίτης Κρήτης Γεράσιμος Παρδάλης  μαζί με τους συνοδικούς επισκόπους: Κνωσού Νεόφυτο,  Χερρονήσου Ιωακείμ, Σητείας Ζαχαρία, Λάμπης και Σφακίων Ιερόθεο και τον τιτουλάριο επίσκοπο Διοπόλεως Καλλίνικο (Θεοχάρη Δετοράκη, «Η Τουρκοκρατία στην Κρήτη», στο Κρήτη, Ιστορία και πολιτισμός, τόμος δεύτερος, σ.368). Κατά τη διάρκεια αυτών των φοβερών σφαγών δύο ιερομόναχοι, πατέρες της Μονής Βατοπαιδίου που είχαν συνοδεύσει τα ιερά κειμήλια στο Μ. Κάστρο, ο Νεόφυτος και ο Αμβρόσιος, καθώς και ο μοναχός Μακάριος συνελήφθησαν από τους Τούρκους και αφού βασανίστηκαν, θανατώθηκαν. Οι εναπομείναντες δύο μοναχοί Διονύσιος και Δωρόθεος και ο ιεροδιάκονος Παρθένιος, κατάφεραν, κρατώντας το σεντούκι με τα ιερά κειμήλια, να πηδήσουν από τα τείχη της πόλης και να καταφύγουν σε ένα σπίτι της οικογένειας των Κουρμούληδων, που ήταν κρυπτοχρτιστιανοί. Τους αντιλήφθηκαν όμως οι Τούρκοι, τους κατεδίωξαν, τους πήραν το σεντούκι και το έφεραν στον πασά του Ηρακλείου. Όταν, ύστερα από τρεις μήνες,  οι διωγμοί καταλάγιασαν, οι αγιορείτες πατέρες ζήτησαν από τον πασά τα κειμήλια, αλλά εκείνος τα παρέδωσε στον Άγγλο πρόξενο. Οι πατέρες τότε κατέφυγαν σε εκείνον και ζήτησαν να τους προσφέρει προστασία. Ο  πρόξενος, ονόματι Δομήνικος Σανταντώνιος, επειδή κινδύνευαν, τους φυγάδευσε με σκάλες από τα παράθυρα του Προξενείου και τους μπαρκάρησε σε ένα καράβι με γαλλική σημαία, αφού πρώτα πλήρωσαν στον πρόξενο 10.000 γρόσια, για να τους δοθεί το σεντούκι με τα κειμήλια.

Το καράβι όμως συνάντησε στο ταξίδι του πολλά εμπόδια, πράγμα που το ανάγκασε να επιστρέψει στο Μ. Κάστρο. Οι Τούρκοι συνέλαβαν τους πατέρες, τους έδεσαν και δέρνοντάς τους, τους οδήγησαν στον πασά. Ο πασάς τον μεν Δωρόθεο χάρισε σε κάποιον Τούρκο ως δούλο, τον δε Διονύσιο, μετά την άρνησή του να αλλαξοπιστήσει, τον κρέμασαν, αφού πρώτα τον βασάνισαν. Ο Σανταντώνιος, επειδή είδε ότι οι ταραχές και οι βιαιοπραγίες συνεχίζονταν, εγκατέλειψε και ο ίδιος την Κρήτη, παίρνοντας μαζί του και το σεντούκι με τα ιερά κειμήλια. Το πλοίο σταμάτησε στο λιμάνι της  Ντίας, από όπου απέπλευσε με σκοπό να φτάσει το λιμάνι της Μάλτας και από εκεί στη Σικελία. Οι ισχυροί όμως άνεμοι ανάγκασαν το πλοίο να ελλιμενιστεί στη Σαντορίνη, το πιθανότερο στο λιμάνι του Αθηνιού. Ο Σανταντώνιος έμεινε στο νησί, προσφέροντας εκεί τις υπηρεσίες του ως ιατρός, ενώ τα κειμήλια τα απέκρυψε, με σκοπό να τα μεταφέρει στην Αγγλία. Όταν η επανάσταση, που εν τω μεταξύ είχε ξεκινήσει και στη Σαντορίνη, καταλάγιασε, άρχισαν οι ψίθυροι σχετικά με την παρουσία των κειμηλίων στο νησί. Οι πληροφορίες για την παρουσία των κειμηλίων στη Σαντορίνη έφτασαν και στη Μονή του Βατοπαιδίου (που εν τω μεταξύ δεν είχε παύσει να τα αναζητεί), η οποία ζήτησε με επιστολή της από τον Σανταντώνιο να τα επιστρέψει στο μοναστήρι, την οποία όμως ο Σανταντώνιος περιφρόνησε. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, η Μονή απέστειλε στη Σαντορίνη, τον Ιούνιο του 1830, τον ιερομόναχο-προηγούμενο Διονύσιο και τον μοναχό Στέφανο, εφοδιασμένους με γράμματα, για να ζητήσουν από τον Άγγλο τα κειμήλια. Παρά τις προσπάθειές τους και τη βοήθεια που προσέφερε ο επίσκοπος Θήρας Ζαχαρίας, ο Σανταντώνιος επί τέσσερις μήνες αρνιόταν πεισματικά να τα παραδώσει. Ωστόσο, η χάρη της Παναγίας γκρέμισε σιγά- σιγά το πείσμα του. Η ψυχή του σκεπάστηκε από ενοχές, μια ανησυχία τον έτρωγε μέρα και νύχτα. Μετέφερε τότε το σεντούκι με τα κειμήλια στο καθολικό μοναστήρι των Δομηνικανίδων, που βρισκόταν κοντά στο σπίτι του. Στην προσπάθεια του επισκόπου Ζαχαρία και άλλων να παραδώσει τα κειμήλια, εξακολουθούσε να αρνείται, επικαλούμενος ότι κωλύεται «υπό του δαίμονος της συζύγου του».

Όταν πλέον είχε διαπιστωθεί ότι τα άγια κειμήλια βρίσκονται στη Σαντορίνη, σχηματίστηκε μεγάλη πομπή του λαού, των δημογερόντων, των κληρικών και των αγιορειτών πατέρων, που κινήθηκε προς τα Φηρά. Παρά την κινητοποίηση αυτή ο Άγγλος έμενε αμετακίνητος στην απόφασή του να μην παραδώσει τα ιερά κειμήλια. Τελικά, ο πρόξενος, τη νύχτα της 9ης Οκτωβρίου 1830,  ώρα 2 μετά τα μεσάνυχτα, υποχωρώντας μπροστά στην αμετακίνητη θέληση του επισκόπου, των δημογερόντων και του λαού της Θήρας, έφερε το σεντούκι με τα κειμήλια από το καθολικό μοναστήρι στο σπίτι του και μέσα σε κλίμα μεγάλης συγκινήσεως και θρησκευτικής κατανύξεως τα παρέδωσε «κλαίων και οδυρόμενος» στον επίσκοπο. Ύστερα από λίγο στο σπίτι του προξένου ήλθαν οι πατέρες του Βατοπαιδίου, στους οποίους παραδόθηκαν τα κειμήλια. Η Παναγία, που επί μήνες παρακαλούσαν οι πατέρες με ολονύκτιες δεήσεις και δάκρυα, είχε κάμει το θαύμα της.

Το πρωί της 10ης Οκτωβρίου 1830, μέσα σε κλίμα ενθουσιασμού και άφατης χαράς, ο λαός ήλθε να προσκυνήσει τα άγια κειμήλια, τα οποία στη συνέχεια μεταφέρθηκαν με μεγάλη πομπή στο Καστέλι του Πύργου της Σαντορίνης. Ακολούθησαν νέες περιπέτειες, λόγω της άρνησης του Διοικητή της Σαντορίνης να παραδώσει τα κειμήλια στους βατοπαιδινούς πατέρες. Τελικά, τους έδωσε την άδεια να αναχωρήσουν, πράγμα που έγινε στις αρχές Μαρτίου του 1831, επαναφέροντας «εν αγαλλιάσει» τα ιερά κειμήλια στην Ιερά Μονή του Βατοπαιδίου. Έκτοτε η Μονή καθιέρωσε να επιτελείται η εορτή της Ευρέσεως της Τιμίας Ζώνης στις 10 Οκτωβρίου. Η Εύρεσις της Τιμίας Ζώνης εορτάζεται την ίδια μέρα και στη Σαντορίνη, όπου υπάρχει ναός αφιερωμένος στο γεγονός.

Υ.Γ. Οι πληροφορίες για τις περιπέτειες των ιερών κειμηλίων έχουν ληφθεί από το βιβλίο του Ματθαίου Ε. Μηνδρινού, Η Εύρεσις της Τιμίας Ζώνης της Θεοτόκου στη Σαντορίνη, Σαντορίνη 1998. Το βιβλίο μού δώρισε ευγενώς ο κ. Χαρίτος Παπαδάκης, τον οποίο ευχαριστώ. 

 


 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ