Μεγάλοι εκκλησιαστικοί άνδρες της Κρήτης

Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης
Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης

Η Εκκλησία της Κρήτης γέννησε σπουδαίους εκκλησιαστικούς άνδρες, οι οποίοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στα εκκλησιαστικά πράγματα και σε κάποιες περιπτώσεις σφράγισαν την εκκλησιαστική εν γένει ιστορία

Του Γιάννη Γ. Τσερεβελάκη

Η εκλογή του νέου αρχιεπισκόπου Κρήτης κ. Ευγενίου του Β΄ από το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποτελεί μια ευκαιρία να στραφούμε στο παρελθόν της Κρητικής Εκκλησίας και να αναφερθούμε σε μεγάλες εκκλησιαστικές  μορφές, που γεννήθηκαν στο νησί και διακόνησαν την Εκκλησία όχι μόνο εντός αλλά και εκτός της Κρήτης. Γιατί η Εκκλησία της Κρήτης γέννησε σπουδαίους εκκλησιαστικούς άνδρες, οι οποίοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στα εκκλησιαστικά πράγματα και σε κάποιες περιπτώσεις σφράγισαν την εκκλησιαστική εν γένει ιστορία. 

Ως πρώτο θα αναφέρουμε τον άγιο απόστολο Τίτο, μαθητή και συνέκδημο του αποστόλου των εθνών Παύλου και πρώτο επίσκοπο και πάτρωνα της Εκκλησίας της Κρήτης. Σύμφωνα με πληροφορίες που αντλούμε από τις επιστολές του Παύλου, ο Τίτος ήταν Έλληνας, εθνικός (ειδωλολάτρης), που μεταστράφηκε στον Χριστιανισμό από τον δάσκαλό του απόστολο Παύλο. Μάλιστα ο Παύλος αποκαλεί τον Τίτο «γνήσιον τέκνον κατά κοινήν πίστιν» (Τίτ. 1,4). Ο Τίτος ακολούθησε τον Παύλο κατά τη δεύτερη και τρίτη περιοδεία του, στάλθηκε δε σε διάφορες αποστολές στην Κόρινθο, στην Έφεσο και αλλού, με σκοπό να συμβάλει στη λύση προβλημάτων στις κατά τόπους εκκλησίες.  Πότε ακριβώς ήλθε ο Τίτος στην Κρήτη δεν είναι γνωστό. Μάλλον τούτο θα έγινε μετά το 64 μ.Χ., όταν, όπως γνωρίζουμε από την επιστολή προς Τίτον, ο Παύλος άφησε τον Τίτο στην Κρήτη για οργανώσει την εκεί Εκκλησία και να αντιμετωπίσει τους ψευδοδιδασκάλους. Έτσι, ενώ η Εκκλησία της Κρήτης ιδρύθηκε από τον απόστολο Παύλο, η οργάνωσή της καθώς και ο εκχριστιανισμός του νησιού οφείλονται στον πρώτο της επίσκοπο, τον απόστολο Τίτο. Πρέπει εδώ να πούμε ότι, σύμφωνα με τη συναξαριακή παράδοση που εμφανίστηκε κατά τον ΣΤ΄ αιώνα, ο απόστολος Τίτος ήταν Κρητικός και μάλιστα καταγόταν από το γένος του βασιλιά Μϊνωα, πράγμα όμως που δεν πιστοποιείται από την ιστορία. Ο άγιος Τίτος πέθανε σε ηλικία 105 ετών. Τιμήθηκε εξαρχής ως πρώτος ιεράρχης και φωτιστής του νησιού. Έτσι, προς τιμήν του οι κάτοικοι ανήγειραν μεγαλοπρεπή ναό στη Γόρτυνα,  την έδρα της η Μητρόπολη της Κρήτης, όπου φυλασσόταν και το λείψανό του, από το οποίο διασώθηκε μόνο η τιμία Κάρα του, που φυλάσσεται σήμερα στον ιερό ναό του Αγίου Τίτου στο Ηράκλειο. 

Μια άλλη μεγάλη εκκλησιαστική προσωπικότητα που έδρασε στην Κρήτη είναι ο άγιος Ανδρέας, αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Πρόκειται για ένα σπουδαίο ιεράρχη με καταγωγή από τη Δαμασκό (έτος γέννησης περί το 660 μ.Χ.). Ως αρχιεπίσκοπος  Κρήτης πρέπει να τοποθετήθηκε μεταξύ των ετών 700 και 710 στη Γόρτυνα, έδρα της αρχιεπισκοπής Κρήτης, η οποία τότε είχε δώδεκα επισκοπές. Ο θάνατός του συνέβη το 740 μ.Χ. στη Λέσβο, ενώ απέστρεφε στην Κρήτη από την  Κωνσταντινούπολη. Ο άγιος Ανδρέας άφησε ένα λαμπρό συγγραφικό έργο, αποτελούμενο από ρητορικούς λόγους και πολλούς εκκλησιαστικούς ύμνους. Ένα από τα σπουδαιότερα υμνογραφικά έργα του είναι ο Μέγας Κανών, που ψάλλεται κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή.

Ο Ιωάννης Πλουσιαδηνός γεννήθηκε στο Χάνδακα περί το 1429. Σπούδασε θεολογία και εκκλησιαστική μουσική. Ένθερμος οπαδός της ένωσης με την Καθολική Εκκλησία, μετείχε στη Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας, διετέλεσε πρωτόπαπας στον Χάνδακα και κατόπιν επίσκοπος της ενετικής Μεθώνης (ως Ιωσήφ Μεθώνης). Βρήκε ηρωϊκό θάνατο όταν έπεσε η πόλη στους Τούρκους (9 Αυγούστου 1500). Έγραψε κυρίως ποιητικά έργα. Επίσης συνέγραψε τη «Γραμματική της Μουσικής», πραγματευόμενος θέματα της αρχαίας ελληνικής και τη Βυζαντινής μουσικής καθώς και άλλα μουσικά έργα.

Ένας από τους σπουδαιότερους αγιογράφους στην ιστορία της αγιογραφίας είναι ο Θεοφάνης ο Κρης (16ος αιώνας), από τον Χάνδακα. Ο Θεοφάνης μαζί με τους γιους του εκάρη μοναχός στη Μονή Μεγίστης Λαύρας στο Άγιον Όρος και δίδαξε την τέχνη του σε πολλούς μαθητές του. Οι τοιχογραφίες του διασώζονται στις Μονές του Αγίου όρους (Λαύρας και Σταυρονικήτα) καθώς και στα Μετέωρα. Το έργο και η τεχνοτροπία του άσκησαν μεγάλη επίδραση στους μετέπειτα αγιογράφους. Είναι ο κυριότερος εκπρόσωπος της Κρητικής Σχολής αγιογραφίας. 

Ο Μελέτιος Πηγάς είναι μια άλλη σπουδαία εκκλησιαστική προσωπικότητα. Γεννήθηκε στον Χάνδακα (Ηράκλειο) το 1549ή 1550, σπούδασε νομικά και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας στην Ιταλία, έγινε μοναχός της Ιεράς Μονής Αγκαράθου κα κατόπιν μετέβη στη Μονή του Σινά. Το 1590 ανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο της Αλεξάνδρειας. Αντιμετώπισε τα προβλήματα του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και υπερασπίστηκε την Ορθοδοξία, αναπτύσσοντας  έντονη αντιλατινική δράση. Πέθανε το 1601. Είναι άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας και η μνήμη του τιμάται στις 13 Σεπτεμβρίου. Άφησε πλούσιο συγγραφικό έργο.

Από την Κρήτη κατάγεται και ο μεγάλος Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρης (ανεψιός του Μελετίου Πηγά), που γεννήθηκε στον Χάνδακα το 1572. Σπούδασε στη Βενετία και στην Πάδοβα ελληνικά, λατινικά, ιταλικά και θεολογία. Εκάρη μοναχός στην Αλεξάνδρεια από τον θείο του Μελέτιο Πηγά, τον οποίο διαδέχτηκε στο θρόνο του Πατριάρχη Αλεξανδρείας. Το 1620  εκλέχτηκε Οικουμενικός Πατριάρχης, υπέστη διώξεις, κατηγορήθηκε τόσο από τους ορθοδόξους ως τάχα προτεσταντίζων, όσο και από τους ρωμαιοκαθολικούς εχθρούς του, επειδή δήθεν ετοίμαζε επανάσταση με τη βοήθεια της Ρωσίας. Τελικά οι Τούρκοι τον συνέλαβαν και τον στραγγάλισαν, στις 27 Ιουνίου 1638. «Ο Λούκαρις υπήρξε κορυφαία μορφή του Ελληνισμού. Προσπάθησε με κάθε τρόπο να ανυψώσει το ελληνικό γένος. Στις πράξεις και τις ενέργειές του φαίνεται η τάση του Ελληνισμού για να έρθει σε επαφή με το δυτικό πολιτισμό» (Wikipedia). Ο Λούκαρης ίδρυσε τυπογραφείο στην Κων/πολη και υποστήριξε τη μετάφραση της Κ. Διαθήκης στη λαϊκή γλώσσα. Τιμάται ως άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας στις 27 Ιουνίου.

Ο Μάξιμος Μαργούνιος γεννήθηκε στον Χάνδακα το 1549. Σπούδασε στην Πάδοβα φιλολογία, φιλοσοφία, θεολογία, ιατρική και νομική, λαμβάνοντας τον τίτλο του νομοδιδάσκαλου. Ίδρυσε τυπογραφείο στη Βενετία, ενώ αργότερα επέστρεψε στην Κρήτη και εκάρη μοναχός στη Μονή Αγίας Αικατερίνης του Σινά, λαμβάνοντας  το όνομα Μάξιμος. Γύρισε ξανά στη Βενετία όπου ασχολήθηκε με την έκδοση συγγραμμάτων και το 1584 εξελέγη επίσκοπος Κυθήρων. Πέθανε την 1η Ιουλίου του 1602 στη Βενετία. 

Σπουδαία εκκλησιαστική προσωπικότητα είναι και αυτή του Αθανασίου Πατελλάρου, που γεννήθηκε στην Αξό Μυλοποτάμου περί τα τέλη του 16ου αιώνα. Διακρινόταν για την υψηλή του μόρφωση, αφού είχε σπουδάσει Αρχαία Ελληνική Φιλολογία, Φιλοσοφία και Θεολογία, ενώ μιλούσε ελληνικά και λατινικά. Έζησε για πολλά χρόνια στη Μονή Αρκαδίου, όπου έλαβε τη μόρφωσή του και εκάρη μοναχός στη σιναϊτική μονή του Χάνδακα.  Το 1631 εξελέγη μητροπολίτης Θεσσαλονίκης και το 1634 Πατριάρχης Κων/λεως, θέση από την οποία διώχθηκε, για να επανέλθει αργότερα. «Μετά τη νέα έκπτωσή του από το Θρόνο, ο Αθανάσιος μετέβη στη Ρωσία και αργότερα στο Ιάσιο της Ρουμανίας. Στη Ρωσία άσκησε σημαντικό ιεραποστολικό έργο και αντιλατινική δράση, πράγμα που δικαιολογεί και την ιδιαίτερη τιμή των Ρώσων στο πρόσωπό του. Απεβίωσε στις 5 Απριλίου 1654 στη Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος του Λούμπνι, στο Χάρκοβο της Ουκρανίας, όπου ενταφιάστηκε καθήμενος, κατά το τυπικό της Ανατολικής Εκκλησίας» (wikipedia).  Η ρωσική Εκκλησία αναγνώρισε την αγιότητά του το 1662.

Ο Σιναΐτης ιερομόναχος Ιερεμίας Παλλαδάς (17ος αιώνας) ήταν σπουδαίος Κρητικός αγιογράφος φορητών εικόνων. Έζησε στον Χάνδακα, έχαιρε μεγάλης φήμης μεταξύ των συγχρόνων του και δίδασκε την τέχνη σε μαθητευόμενους αγιογράφους.

Μια άλλη εκκλησιαστική προσωπικότητα είναι ο καταγόμενος από το Βενεράτο Τεμένους δραστήριος μητροπολίτης Κρήτης Γεράσιμος Λετίτζης (1725-1755), ο οποίος, ύστερα από σκληρούς αγώνες κατόρθωσε  να πάρει την άδεια από τον σουλτάνο και να ανεγείρει το μικρό ναό του Αγίου Μηνά (1735) και να τον καθιερώσει ως μητροπολιτικό ναό.  Ο ναός αυτός έμελλε να καταστεί το κέντρο της χριστιανικής κοινότητας του τουρκοκρατούμενου Χάνδακα μέχρι την ανέγερση του μεγάλου ομώνυμου ναού (1895). Επί των ημερών του Γερασίμου, επίσης, ανακαινίστηκαν πολλοί ναοί και μοναστήρια των επαρχιών Μαλεβιζίου και Τεμένους. 

Μια επίσης αξιόλογη προσωπικότητα υπήρξε ο αρχιμανδρίτης Παρθένιος Κελαϊδής (1830-1905). Γεννήθηκε στο Μουρί Χανίων και ήταν μοναχός της Μονής Γωνιάς. Ο Παρθένιος αφιέρωσε τη ζωή του στην απελευθέρωση της Κρήτης, συμετέχοντας σε όλες τις επαναστάσεις των Κρητικών κατά τον 19ο αιώνα. Έχει μείνει στην ιστορία ως «καπετάν παπάς». Ανέπτυξε πλούσια φιλανθρωπική δράση και, παρόλο που εξελέγη επίσκοπος Κισάμου και Σελίνου (1880), δεν δέχτηκε τη θέση, για να συνεχίσει τον αγώνα του από το Λιβόρνο, όπου διακονούσε εκείνη την εποχή ως ιερέας. Αγωνίστηκε για να μην αποκοπεί η Εκκλησία της Κρήτης από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ήταν βενιζελικός και αντίπαλος του Ύπατου Αρμοστή πρίγκηπα Γεωργίου.

Ο Μελέτιος Μεταξάκης γεννήθηκε στο χωριό Παρσάς Λασιθίου το 1871. Σπούδασε στη Σχολή του Παναγίου Τάφου και ορίστηκε αρχιγραμματέας του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, μια θέση από την οποία ανέπτυξε πολυποίκιλη δράση. Το 1910 εξελέγη Μητροπολίτης Κιτίου, το 1918 Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος (1918-1920) και Οικουμενικός Πατριάρχης (1921-1923), ως Μελέτιος ο Δ΄. Μετά την επικράτηση των κεμαλιστών στην Τουρκία και τις διαπραγματεύσεις για τη συνθήκη της Λωζάννης, ο Μελέτιος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη θέση του και να καταφύγει στο Άγιον Όρος, από όπου το 1926 εξελέγη Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Ήταν ο πρώτος ξεκίνησε το έργο της ιεραποστολής στην  Αφρική.  Πέθανε τον Ιούλιο του 1935. 

Η εκκλησιαστική προσωπικότητα της Κρητικής Εκκλησίας που δεσπόζει στον 20ό αιώνα είναι αυτή του αρχιεπισκόπου Κρήτης Ευγενίου Ψαλιδάκη, που γεννήθηκε στο χωριό Βουλισμένη Λασιθίου το 1912. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος Χάλκης και ενεγράφη ως αδελφός της Ιεράς Μονής αγίου Γεωργίου Επανωσήφη. Υπηρέτησε ως Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος της Μητροπόλεως Κρήτης. Το 1946 εξελέγη επίσκοπος Αρκαδίας, ενώ μετά το θάνατο του Μητροπολίτη Βασιλείου εξελέγη Μητροπολίτης Κρήτης. Το 1967 προήχθη σε αρχιεπίσκοπο. Εκοιμήθη στο Λονδίνο τον Φεβρουάριο του 1978.  Ο Ευγένιος προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στον αντιστασιακό αγώνα κατά των Γερμανών, βοήθησε πολύ το ποίμνιό του τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, συνέβαλε τα μέγιστα στην οργάνωση της Αρχιεπισκοπής, των μοναστηριών  και των Ενοριών και παρήγαγε ένα αξιολογότατο κοινωνικό έργο.  

Ως τελευταία μεγάλη προσωπικότητα αναφέρω τον Μητροπολίτη Κισάμου και Σελίνου Ειρηναίο Γαλανάκη (1911-2013). Καταγόταν από το Νεοχώρι Αποκορώνου, σπούδασε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εκάρη μοναχός της Μονής Αγίας Τριάδος Τζαγκαρόλων στο Ακρωτήρι Χανίων. Ως αρχιμανδρίτης χρημάτισε υποδιευθυντής της Εκκλ. Σχολής Κρήτης. Το 1957 εξελέγη επίσκοπος Κισάμου και Σελίνου, ενώ το 1971 εξελέγη από το Οικ. Πατριαρχείο Μητροπολίτης Γερμανίας, όπου παρέμεινε μέχρι το 1980. Το 1981, με απαίτηση κλήρου και λαού των επαρχιών Κισάμου και Σελίνου, επανήλθε στην οικεία Μητρόπολη, όπου παρέμεινε μέχρι το 2005, όταν παραιτήθηκε για λόγους υγείας. «Επί αρχιερατείας του οραματίστηκε και ίδρυσε την Ορθόδοξο Ακαδημία Κρήτης. Επί των ημερών του, με τη συνεργασία και άλλων κοινωνικών παραγόντων δημιουργήθηκε η μεγάλη ναυτιλιακή εταιρεία ΑΝΕΚ (Ανώνυμη Ναυτιλιακή Εταιρεία Κρήτης), η ΕΤΑΝΑΠ (Εταιρεία Αναπτύξεως Αποκορώνου), η Εταιρεία Αναπτύξεως Σελίνου, η ΑΝΕΝ (Ανώνυμη Ναυτιλιακή Εταιρεία Νότου). Ήταν ισόβιος Πρόεδρος του «Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών Ελευθέριος Βενιζέλος» και είχε τιμηθεί με το ανώτατο παράσημο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.»(Wikipedia). Αξιόλογη είναι και η δράση που ανέπτυξε στη Γερμανία.

Αναφερθήκαμε σε μια σειρά σπουδαίων εκκλησιαστικών μορφών της Κρήτης, που έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στα εκκλησιαστικά πράγματα όχι μόνο της Κρήτης αλλά και γενικότερα της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι σαφές ότι υπάρχουν και πολλοί άλλοι, που ήταν αδύνατο να περιληφθούν σ’ αυτή τη σύντομη αναφορά. Η παρουσίασή τους εδώ εύχομαι να σταθεί αφορμή για περαιτέρω μελέτη και γνώση της ιστορίας του νησιού μας. 

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ