«Ακούει κανείς, λίγο νερό σας παρακαλώ…»

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Πώς το αντέχει η συνείδηση τους, να δένουν, να ναρκώνουν, να χτυπούν, να παραμελούν, να αφήνουν νηστικούς, διψασμένους, βρώμικους, ανθρώπους ανίσχυρους, αβοήθητους;

Της Μαρίας Λιονάκη

Ήταν στις βασικές ειδήσεις του δελτίου.  Μαζί με την είδηση για την εμφάνιση  κρούσματος ινδικής μετάλλαξης του ιού στην Αθήνα και τους ελέγχους που διεξάγονται στα διόδια για άσκοπες μετακινήσεις ενόψει Μεγάλης εβδομάδας. «Πάμε τώρα στο θρίλερ  με τους εβδομήντα τρεις ύποπτους θανάτους στο Γηροκομείο των Χανίων» είπε ο δημοσιογράφος. «Σοκαριστικές είναι οι  καταγγελίες που έρχονται στο φως της δημοσιότητας για κακή μεταχείριση  ηλικιωμένων, χορήγησής τους  ισχυρών ψυχοφαρμάκων άνευ λόγου, ενώ διερευνάται και το θέμα  μεταβίβασης περιουσιών. Μέχρι στιγμής επτά πρώην εργαζόμενοι έχουν κληθεί να καταθέσουν για τις άθλιες συνθήκες που επικρατούσαν στον οίκο ευγηρίας, όπου μέσα σε ένα χρόνο πέθαναν δεκάδες ηλικιωμένοι, όλοι από ανακοπή καρδιάς!» Ακολούθησαν μαρτυρίες συγγενών. «Σαν σήμερα πέθανε. Σε ένα θάλαμο 2.00 επί 1.20, από την πείνα στην ουσία πέθανε. Δεν μας άφηναν να της πηγαίνουμε φαγητό. Μας είχαν πετάξει κλοτσηδόν έξω.». «Δεκαπέντε μέρες πριν πεθάνει, δεν μιλούσε πια, μόνο κοιτούσε. Είχε πληγές, τα πόδια της θύμιζαν τους κρατούμενους στο Άουσβιτς, τόσο αποστεωμένα ήταν.»  Έτσι περιέγραφαν τις συνθήκες στο συγκεκριμένο οίκο ευγηρίας, όπου ντρέπεται γραμματικά το πρόθημα «ευ» και δραπετεύει. Αφήνοντας μας όλους, αν αποδειχθούν οι καταγγελίες,  οργισμένους!   Για το πώς γίνεται να υπάρχουν δομές που ευαγγελίζονται πως παίζουν ρόλους που δεν παίζουν. Πώς μπορούν και φέρονται τόσο βάναυσα και απάνθρωπα σε ανθρώπους  ανυπεράσπιστους, που οι δικοί τους εμπιστεύονται, όχι για να τους πετάξουν, αλλά επειδή έχουν δυσκολίες οι ίδιοι να φροντίσουν και το αφήνουν σε  εννοείται κατάλληλους, αρμόδιους, με το ανάλογο αντίτιμο και τη διάθεση συνεργασίας;  Πώς το αντέχει η συνείδηση τους, να δένουν, να ναρκώνουν, να χτυπούν, να παραμελούν, να αφήνουν νηστικούς, διψασμένους, βρώμικους,  ανθρώπους ανίσχυρους, αβοήθητους,  ανθρώπους που έχουν ανάγκη φροντίδας, απασχόλησης, υποστήριξης, ανθρώπους που δεν μπορούν να τους καταγγείλουν, ανθρώπους  με αυτή την ιερή, σεβάσμια εικόνα ενός ηλικιωμένου;   

Σώμα καμπουριασμένο, συνήθως αδυνατισμένο. Χέρια ζαρωμένα με κηλίδες που τρέμουν στην παραμικρή κίνηση. Πρόσωπο που σμίλεψε ο  γλύπτης χρόνος. Πρόσωπο αυλακωμένο από  ρυτίδες, από  αστραπές και βροντές ενός δικού του μετεωρολογικού δελτίου. Με βοριάδες, καταιγίδες, συννεφιές.  Στις λίμνες των ματιών του καθρεπτίζεται η ψυχή του, όσα κατάφερε σε δύσκολες εποχές, το μαγαζάκι που άνοιξε  σε κακή εποχή,  που δεν πήγαινε καλά στην αρχή.  Όσα όμορφα έζησε, γάμος, γεννήσεις, παιδιά, η Ερατώ που πήρε τα μάτια τα δικά του, ο Ιάσονας που τα έπαιρνε τα γράμματα,  ο Πέτρος που δε διάβαζε κι όλο πέτρες πετούσε, μα το έλεγε και το όνομά του.  Καλοραμμένες είναι οι αναμνήσεις αυτές,   όλο δαντέλα και βελούδο τα  υφάσματα της μνήμης. Στις λίμνες των ματιών του καθρεφτίζονται όμως και τα άσχημα,  τα ακάλεστα,  οι εφορίες,  οι προθεσμίες,  τα δικαιολογητικά που δεν επαρκούσαν για τη θέση, φτώχεια, αρρώστιες, δεν ξέρουμε αν θα γίνει εντελώς καλά,  πόλεμος,   διαψεύσεις, λύπες, ψέματα,  προδοσίες. 

«Μα που είναι η νοσοκόμα; Δεν ακούει τόση ώρα που φωνάζω; Είναι δύσκολο αυτό που ζητάω;  Λίγο νερό θέλω, διψάω… Θα έρθει άραγε ο Πέτρος να με δει; Θα του τα πω, όταν έρθει, όλα θα του τα πω. Και στην Ερατώ θα τα πω. Να με πάρει από δω. Κι υπόσχομαι να είμαι ήσυχος, του κόσμου ο πιο καλός, καθόλου απαιτητικός.    Όποτε μπορέσει και το μπάνιο και το φαγητό.  Άσε που λίγο να δυναμώσω και το μπάνιο θα το μπορώ. Τα φάρμακα μόνο στην ώρα τους. Μόνο να έρθει να με πάρει. Τα εγγόνια μου να ξαναδώ. Και τον κήπο μου στο χωριό. Θα μεγάλωσαν τα δέντρα και τα πουλιά θα κελαηδάνε τώρα. Άκουσα πως είναι Άνοιξη, Πάσχα έρχεται, να φτάσει λες η Ανάσταση ως εδώ; Ακούει κανείς, λίγο νερό σας παρακαλώ…»

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ