Ως πότε παλικάρια θα ζούμε στα στενά;

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Για πόσο ακόμα άραγε θα στέλνουμε μηνύματα, θα είμαστε κλεισμένοι;

Της Μαρίας Λιονάκη

Ήταν γύρω στις τέσσερις και τέταρτο όταν με έπιασε η κρίση. Έχετε δει αυτόπτη μάρτυρα να περιγράφει, πότε άκουσε πυροβολισμό σε φονικό; «Ήταν γύρω στις τέσσερις και τέταρτο  όταν ακούστηκε ένας εκκωφαντικός ήχος, κανονικός πυροβολισμός. Δεν κοιμόμουνα γιατί περίμενα τον ανιψιό μου να μου φέρει τα φάρμακα από το φαρμακείο. Καλό παιδί ο ανιψιός μου, μα άτυχο. Δεν βρίσκει μια καλή κοπέλα να παντρευτεί. Σπανίζουν οι καλές κοπέλες σήμερα.  Με βοηθάει που και που, τώρα που έχω την ανάγκη του.   Υψηλή πίεση έχω, εδώ και χρόνια.  Ακούστηκε πολύ ο πυροβολισμός, τράνταξαν τα τζάμια. Ευτυχώς  δεν έσπασαν. Υπήρχε πολύ  ησυχία, ένεκα μεσημεριού (ένας αρχαϊσμός σε τέτοιες περιπτώσεις είθισται). Το θύμα ήταν ήσυχος άνθρωπος, δεν είχε δώσει ποτέ δικαίωμα. Κρίμα, πολύ κρίμα, δεν ξέρω τι άλλο να πω.»

Ήταν γύρω στις τέσσερις και τέταρτο όταν με έπιασε η κρίση. Ως τότε ήμουν ένας ήσυχος άνθρωπος που δεν είχε δώσει ποτέ δικαίωμα. Αν δεν έβγαινα όμως και τότε έξω,  θα έδινα! Έναν  φόνο θα τον έκανα. Πόσος καιρός είναι που διαρκεί αυτή η καραντίνα;  Δυο, τρεις, τέσσερις μήνες; ‘Η χρόνια; Η δεύτερη καραντίνα είναι, η τρίτη ή η τέταρτη;  Η δεύτερη, είστε σίγουρος; Κι η πρώτη πόσο κράτησε; Δυο μήνες η πρώτη, τρεις  μήνες ως τώρα  η δεύτερη ή το αντίθετο; Λυπάμαι, μα  δεν τα πάω καλά με τα μαθηματικά. Ούτε με τις καραντίνες. Στο σχολείο ήμουν των φιλολογικών. Ο καθηγητής μου στα μαθηματικά ο κύριος Κρασαδάκης, λίγο ήθελε να τον κάνει το φόνο απ’ τα νεύρα του. Είχε τικ ο κύριος  αυτός και σήκωνε αδιαλείπτως το δεξί ώμο,  πενήντα φορές την ώρα. Αυτός μου  είχε πει  στη Δευτέρα Γυμνασίου, περί το τέλος της χρονιάς,  πως ήμουν ανεπίδεκτη μαθήσεως. Πως, αν μάθαινε μαθηματικά ο φίκος που ήταν φυτεμένος  στην αυλή του σχολείου θα μάθαινα κι εγώ. Δε νομίζω να έμαθε κανείς απ’ τους δύο μας.

Ήταν γύρω στις τέσσερις και τέταρτο όταν με έπιασε η κρίση. Εφίδρωση αισθάνθηκα και ίλιγγο, στροβιλισμό. Ολούθε στο δωμάτιο. Σα να είχαν αποκτήσει τα αντικείμενα ζωή, προσωπικότητα, δυναμισμό, είχαν κηρύξει επανάσταση κι έρχονταν καταπάνω μου. Καναπές, βάζα, τηλεόραση, ιδίως αυτή, πίνακες όλοι, μα κυρίως του βαν Γκογκ, μα και το πλυντήριο στο δωμάτιο το διπλανό. Καλά αυτό κι άλλες φορές έχει περπατήσει, μα τώρα ήταν χειρότερα από ποτέ. Κραύγαζε κιόλας. Μπιπ μπιπ, μπιμ. Εκκωφαντικά σαν πυροβολισμός. Αδιαλείπτως σαν το τικ στον ώμο του κυρίου Κρασαδάκη. Στον καναπέ φώναζε, να φύγει από τη μέση μην τον πατήσει.

Ήταν γύρω στις τέσσερις και τέταρτο, όταν με έπιασε η κρίση. Αποβραδίς δεν είχα κοιμηθεί καλά. Είχα ξυπνήσει λίγο  μετά τα  μεσάνυχτα με εφιάλτη. Στην εποχή την αρχαία ζούσα, στο έπος του Ομήρου πρωταγωνιστούσα. Ήμουν ένας από τους συντρόφους του Οδυσσέα κι ο Κύκλωπας Πολύφημος είχε φράξει την πόρτα με γιγάντιο βράχο και με είχε εγκλωβίσει. Δεν μπορούσα να βγω.  Κι ο Κύκλωπας θα με έτρωγε σίγουρα. Δυο δυο τους έτρωγε αυτός. Κι έπειτα έπινε γάλα και ξάπλωνε φαρδύς πλατύς στη σπηλιά. Τρομαγμένη ξύπνησα, δε θυμόμουν ποια μέρα ξημέρωνε και τι γυρεύω στο δωμάτιο αυτό.  Μήπως είμαι ο Κανένας; Πότε βγήκα από τη σπηλιά; Ο Κύκλωπας που είναι; Ο Κύκλωπας ιός πόσο θα μείνει εδώ;

Ήταν γύρω στις τέσσερις και τέταρτο που με έπιασε η κρίση. Αν καθόμουν λίγο ακόμα πάνω στο βεραμάν καναπέ με τα ροζ μαξιλαράκια θα το πάθαινα το εγκεφαλικό. Κάπου να πάω, κάτι να κάνω, κόσμο να δω. Να μιλήσω, να φιλήσω, να αγκαλιάσω και να αγκαλιαστώ. Να συμφωνήσω, να διαφωνήσω, να εκπλαγώ, να συγκινηθώ. Καινούργια ρούχα και παπούτσια να ψωνίσω, να  βάψω τα μαλλιά, να χτενιστώ. Με όμορφη παρέα για ένα καφέ, για  φαγητό να βγω, να αστειευτώ, να γελάσω, να ερωτευτώ. Τη ζωή ξανά. Τη θάλασσα που μου έλειψε να ξαναδώ. Ένα ταξίδι να πάω, να σαλπάρω.  Ένα ταξίδι για οπουδήποτε,  αρκεί να φύγω απ’ την πραγματικότητα, να ξεχαστώ.  Πάμε Χαβάη; Μόνο μην ξανακούσω για τον ιό.  Μόνο μην ξανακούσω για ιικό φορτίο, επιδημιολογικά στοιχεία, μη δω λοιμωξιολόγο σε παράθυρο τηλεοπτικό.  Δε θέλω άλλο να πλένω τα χέρια μου, άλλο να φοβάμαι, να προφυλάσσομαι, τους άλλους να αποφεύγω. Θέλω να τελειώνει ο εφιάλτης πια. Νισάφι. 

Μετακίνηση 6 και φύγαμε! Για πόσο ακόμα άραγε θα στέλνουμε μηνύματα, θα είμαστε κλεισμένοι;  Ως πότε παλικάρια θα ζούμε στα στενά;  Λες να έχει κρύο έξω; Η κακοκαιρία ήρθε;  Θα βάλω την πράσινη ζακέτα τη φούτερ.  Όχι ,το μπουφάν μου το ανοιξιάτικο το λεπτό. ‘Η μήπως να βάλω το μπουφάν το χοντρό; Ήμουν τόσο αναποφάσιστη εγώ;  Λίγο ακόμα να μείνω μέσα με βλέπω  να τρέφομαι με ρίζες και καρπούς ή να ψάχνω την τροφή μου με λίθο αιχμηρό. Καλή λευτεριά!

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ