Περπατώντας στην πόλη...

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

"Έτσι ήταν τα ζευγάρια παλιά. Έλεγαν «για πάντα μαζί» και το εννοούσαν. Κι ήθελε θυσίες και υποχωρήσεις η απόφαση αυτή..."

Της Μαρίας Λιονάκη

Πρωινή ώρα Σαββάτου στο κέντρο της πόλης μας. Έχω κατέβει στην αγορά με την ευκαιρία των εκπτώσεων, μα και της καλοκαιρίας, που είναι ακριβοθώρητη  το τελευταίο διάστημα και συνεπώς ευπρόσδεκτη. Την ίδια σκέψη εξάλλου έχουν κάνει πολλοί άλλοι κάτοικοι της πάλαι ποτέ Κάντιας. Όλοι μαζί δίνουμε την εικόνα μιας ανέμελης ομήγυρης, ενός πλήθους σε ετοιμότητα για την επόμενη του κορωνοϊού  ημέρα.   Η κακοκαιρία «ελπίδα» έχει μόλις διαβεί και μια καινούρια αβάπτιστη είναι προ των πυλών. Στη μικρή Εβανς κινούμαι, περισσότερο  από εκατό μέτρα απόσταση από την πύλη Ιησού, με τον ωραία συντηρημένο  διάκοσμο,  αναλογιζόμενη την εποχή που  οι πύλες έκλειναν κάθε σούρουπο, αφήνοντας έξω χωρικούς, ζωντανά και πραμάτειες. Στην αρχή εξάλλου αυτού του δρόμου πλευρικά της Δικαιοσύνης είχα νοερά αναστηλώσει,  καθώς περνούσα, τους στρατώνες του Αγίου Γεωργίου που ξεκινούσαν από το επί τούτου επονομαζόμενο Πεδίον του Άρεως, τις Τρεις Καμάρες και κάλυπταν όλο το χώρο του κτιρίου της Περιφέρειας και των Δικαστηρίων. Τα μάτια μου κινούνται περιφερειακά στο χώρο ψάχνοντας να ξετρυπώσω το κατάστημα με τα αναπαυτικά παπούτσια που μου είχε πει μια συνομήλικη μου πελάτισσα στο κομμωτήριο ότι πολύ την έχουν  βολέψει.  Κάπου εδώ θα είναι,  σκέφτομαι,  όταν την προσοχή μου αποσπά ήχος τηλεφώνου…

-«Ελα, έλα, κάτω έχουμε κατέβει για κάποια ψώνια…Με τη Χριστίνα  είμαστε, στην αγορά περπατάμε, σε λίγο γυρνάμε. Μας ψάχνατε;  Θέλετε να σας πάρουμε τίποτα;» Λέει ο κύριος στο τηλέφωνο σε συγγενικό προφανώς πρόσωπο που ανησύχησε. Ο κύριος που κρατάει αγκαζέ μια κυρία και περπατάνε δίπλα μου, στο ίδιο αργό προσεκτικό τέμπο, όπου κάθε βήμα είναι σα να χτυπάει ένα πλήκτρο στο πιάνο ή σαν το δοξάρι να χαϊδεύει μια χορδή κι οι δυο τους να είναι  μέλη της πιο τέλειας, αρμονικής  ορχήστρας. 

Προφανώς  βαδίζαμε παράλληλα αρκετή ώρα  χωρίς να τους έχω προσέξει. Σε γιο, κόρη μιλούσε; δεν ξέρω.  Μαντεύω όμως σε κάποιο πολύ δικό. Όπως μάντεψα κι από το γεμάτο ζωντάνια ηχόχρωμα  πως η εξήγηση της απουσίας ειπώθηκε ανακατεμένη με τη χαρά της απόδρασης.  Σαν   συμμαθητές που το έσκασαν σε προγραμματισμένο διαγώνισμα για βόλτα στην εξοχή, μου φάνηκε. Σαν περηφάνια που δεν παραιτούνταν και δηλώνει πως παρά τον ιό και τον καιρό είναι ακόμα ζωντανοί στη σκηνή σα ροκ συγκρότημα. Κι έμεινα αρκετά βήματα προσηλωμένη να παρατηρώ, συγχωρώντας στον εαυτό μου μια σπάνια αδιακρισία.  Ναι!  δεν μπορούσα  να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω τους. Πώς λένε μια εικόνα είναι χίλιες λέξεις; 

 Τόσες  λέξεις και παραπάνω μου είπαν έτσι όπως περπατούσαν αργά σε ένα απόλυτα συγχρονισμένο βήμα. Φορώντας τα ζεστά επανωφόρια τους, σε ασορτί συνδυασμούς  χρωμάτων, η κυρία καφέ παλτό, ο κύριος καφέ χοντρό μπουφάν και καπέλο, προστατευμένοι από το κρύο που ερχόταν  από τα χιονισμένα βουνά με μάλλινα κασκόλ,   αποπνέοντας  αρχοντιά και καλή ζωή. «Καλή ζωή» με την έννοια της αγάπης, του σεβασμού και της ομόνοιας, με την έννοια της συμπόρευσης στη ζωή. Πόσα καλοκαιρία, μα κυρίως πόσους χειμώνες δε φάνηκε να έχουν ζήσει μαζί. Πόσες κακοκαιρίες, μα και πόσες λιακάδες σαν τη σημερινή. Χαρές, γιορτές, οικογενειακά τραπέζια, φωτογραφίες σε άλμπουμ η ζωή. Αγώνας η καθημερινότητα, μα την Κυριακή μετά τη λειτουργία βόλτα στην πλατεία Λιονταριών για μπουγάτσα και καφέ ελληνικό. Μα και πόσες λύπες, αγωνίες, ενδεχόμενα παράλληλα με το μεγάλωμα των παιδιών… Στιγμές και στιγμές. Γιατί, έτσι ήταν τα ζευγάρια παλιά. Έλεγαν «για πάντα μαζί»  και το εννοούσαν. Κι ήθελε θυσίες και υποχωρήσεις η απόφαση αυτή. Πόση σοφία δεν περιέχει η στάση αυτή της ζωής και πόσος σεβασμός δεν της αξίζει… Πόσο ευγνώμων ένιωσα για την εικόνα αυτή που γλύκανε το πρωινό μου, θυμίζοντας μου τι είχε ο Θανάσης Βέγγος σε μια αλησμόνητη δήλωση του  πει, όταν τον ρώτησαν τι είναι ευτυχία:

“Έπρεπε να γεράσω, αγόρι μου, για να μάθω τι είναι ευτυχία. Τελικά ευτυχία είναι ένα ζευγάρι χέρια, δύο χέρια… Αυτά που θα σε αγκαλιάσουν, θα σε κρατήσουν, θα σε κοιμήσουν, θα σε περιποιηθούν, θα σου μαγειρέψουν, θα σε χαϊδέψουν και στο τέλος θα σου κλείσουν τα μάτια. Τα πολλά χέρια απλά σε κατσιάζουν… Χάσιμο χρόνου. Θα το δεις κι εσύ όσο μεγαλώνεις…»

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ