Περί ποίησης ο λόγος...

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

"Ας είναι όμως αφορμή η σημερινή ημέρα να ανταμώσουμε λίγες μόνο  από τις λέξεις που κατάφεραν να αποτυπώσουν  το μεγαλείο αυτής της μορφής τέχνης"

Της Μαρίας Λιονάκη

Στην ομιλία του στη Στοκχόλμη, το Δεκέμβριο του 1963, ο Γεώργιος Σεφέρης κατά την απονομή του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας, θέλοντας να εκφράσει την τιμή που απέδιδε το βραβείο, όχι μόνο στη δική του ποίηση, αλλά σε κάθε ποίηση είπε: « Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα-και τι θα γινόμασταν, αν η πνοή μας λιγόστευε;»

 Μα  και ο Ανδρέας Εμπειρίκος για την ποίηση έγραψε: 

«Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου.
Mέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί.
Τα άνθη μιλούν. Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες. Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος»

21 Μαρτίου, ημέρα αφιερωμένη στην ποίηση και στην εξάλειψη του ρατσισμού κι αλίμονο, όπως συμβαίνει με όλες τις σχετικές αφιερώσεις, αν περιμέναμε μία μέρα να εκτιμήσουμε την αξία της ποίησης στη διαμόρφωση πνευματικού πολιτισμού, τη συμβολή της  στην πνευματική ευεξία του  άτομου  ή αν περιμέναμε τότε μόνο να φερθούμε ανθρώπινα στο διαφορετικό κι αντίστοιχα μία μόνο ημέρα να γιορτάσουμε τη μητέρα κλπ. Ας είναι όμως αφορμή η σημερινή ημέρα να ανταμώσουμε λίγες μόνο  από τις λέξεις ( και νιώθω αμήχανα γι’ αυτό)  που κατάφεραν να αποτυπώσουν  το μεγαλείο αυτής της μορφής τέχνης. Που έχει σκαρπέλο το μολύβι, καμβά την άγραφη σελίδα, που ζωγραφίζει με χρώματα τις λέξεις, που μας ταξιδεύει και μας ξεναγεί σε όμορφα τοπία συμφραζομένων, με  άπειρους όμως υπαινιγμούς, μυστήρια κι αινίγματα για δυνατούς λύτες, που απογειώνει τη δική μας φαντασία στον  κόσμο της αντικειμενικής προσδοκίας , μα και του υποκειμενικού ονείρου, στον πλούσιο κόσμο του ιδεατού, όπου η δική μας ψυχή ανταμώνει την ψυχή του λογοτέχνη και σφιχταγκαλιάζονται.

«Είπε πιστεύω στην ποίηση, στον έρωτα, στο θάνατο. Γι’ αυτό ακριβώς πιστεύω στην αθανασία. Γράφω ένα στίχο, γράφω τον κόσμο, υπάρχω, υπάρχει ο κόσμος. Από την άκρη του μικρού δακτύλου μου ρέει ένα ποτάμι, ο ουρανός είναι εφτά φορές γαλάζιος. Τούτη η καθαρότητα είναι και πάλι η πρώτη αλήθεια, η τελευταία μου θέληση.»  

Έτσι έγραψε  ο Γιάννης Ρίτσος δίνοντας στην ποίηση την ίδια βαρύτητα με τις λέξεις «έρωτας» και «θάνατος», περιγράφοντας τη δύναμη του ποιητικού λόγου να γράφει τον κόσμο, αποδίδοντας μια τρομερή ισχύ, επιρροή του λογοτέχνη, του   πομπού προς το  δέκτη,  εξηγώντας πως από το μικρό δάχτυλο, το χέρι του δημιουργού ρέει ένα ποτάμι που φτάνει ως εσένα, εμένα, όλη τη γη, να δροσίσει τις φρυγανισμένες από τα βάσανα ψυχές μας , πολυμήχανες ή μη, που παλεύουν μέσα σε κύματα δυσκολιών, σε χαλεπούς καιρούς, που ναυαγούν στα πάθη τους, που σώζονται τελευταία στιγμή,  που συνεχίζουν να κωπηλατούν, που  δε σταματούν να αναζητούν φάρο ή πυξίδα. Αλήθειες.

 Σ’ αυτό τον κόσμο το μικρό, το μέγα, όπως έγραψε ένας  άλλος ποιητής. Ο  Οδυσσέας Ελύτης που τιμήθηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1979,   που ύμνησε τον ήλιο μας, τη θάλασσα, το μπλε που ξοδεύει ο Θεός για να μην τον βλέπουμε,  μα και την τόλμη του λαού μας , ενός  λαού που γνώρισε πολλούς καπεταναίους, φουρτούνες στο διάβα της ιστορίας του , μα  που δεν το βάζει κάτω,  λαού- πλήρωμα στο τρελοβάπορο που είναι αλληγορικά η Ελλάδα: 

«  Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε μπήκαμε μέσ' στα όλα και περάσαμε. Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!»

  Ενός ποιητή που ύμνησε τον έρωτα, πηγή έμπνευσης  κάθε ανθρώπου, λογοτέχνη ή μη: 

«Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα και εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει» (Μονόγραμμα)

Ο Ελύτης εξάλλου έγραφε για την τέχνη που υπηρέτησε τόσο μοναδικά:  «Όταν ανακαλύψουμε τις μυστικές σχέσεις των εννοιών και τις περπατήσουμε σε βάθος θα βγούμε σ' ένα άλλου είδους ξέφωτο που είναι η Ποίηση.
Και η Ποίηση πάντοτε είναι μια, όπως ένας είναι ο ουρανός.
Το ζήτημα είναι από που βλέπει κανείς τον ουρανό.
Εγώ τον έχω δει από καταμεσής της θάλασσας.»

Όσοι οι ποιητές, τόσες  διαφορετικές οι  εμπνεύσεις, οι συνειρμοί, οι αρμοί της σκέψης, τόσο αλλιώτικες οι  εκδοχές των εννοιών, οι ερμηνείες των πραγμάτων, οι φωτογραφίες της φύσης,  των καιρικών φαινομένων,  τόσο ανόμοιο το  καθρέφτισμα της ζωής, οι αντανακλάσεις των αντικειμένων, οι αποκωδικοποιήσεις των ήχων, μα κυρίως των σιωπών. Τόσες οι εναλλαγές στις στιγμές  που απομονώνονται, στα συναισθήματα  που θέλουν να ντυθούν γράμματα, μπας και σταματήσουν να κρυώνουν, μπας και  δικαιωθούν εν τέλει, αφού  η ψυχή σήκωσε  μπαϊράκι και θέλει να πει, όσα νιώθει. Η ποίηση για τον ποιητή είναι ανάγκη. Που τον ρίχνει στη φωτιά, μα που τον σώζει κιόλας. Είναι το κλαδάκι απ’ όπου πιάνεται στο αφρισμένο ποτάμι του κόσμου.  Με τα είκοσι τέσσερα στρατιωτάκια του θα πολεμήσει στο δικό του αγώνα. Μόνος του.  Θα ξορκίσει  ό,τι τον πονά, ο,τι φοβάται. Ακόμα κι αν προσώρας ηττηθεί, στο τέλος είναι νικητής.   

 «Ηλεκτρισμένη από φιλήματα θα ‘λεγες την ατμόσφαιρα.

Εγγονόπουλος

Η σκέψις, τα ποιήματα, βάρος περιττό.» έγραψε ο Κώστας Καρυωτάκης για τις στιγμές που η γραφή του δεν έβρισκε ούριο άνεμο να ταξιδέψει, τις στιγμές που οι λέξεις από κάμπιες δε γινόταν πεταλούδες, ενώ ο Κωνσταντίνος Καβάφης αξιολογώντας πόσο σπουδαίες είναι, έστω κι οι πρώτες απόπειρες γραφής έγραψε:

«Aλλοίμονον, είν’ υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα·
κι απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι,
ποτέ δεν θ’ ανεβώ ο δυστυχισμένος.»
Είπ’ ο Θεόκριτος· «Aυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νά’σαι υπερήφανος κ’ ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.»

Ο ίδιος εξάλλου ποιητής, καταδυναστευόμενος από την εργασία του στην εταιρεία αρδεύσεως της Αιγύπτου, που του στερούσε χρόνο απ’ την ποιητική δημιουργία, είχε γράψει: 

« Πόσες φορές μες στην δουλειά μου μ' έρχεται μια ωραία ιδέα, μια σπάνια εικόνα, σαν ετοιμοκαμωμένοι αιφνίδιοι στίχοι, και αναγκάζομαι να τα παραμελώ, διότι η υπηρεσία δεν αναβάλλεται. Έπειτα σαν γυρίσω σπίτι μου, σαν συνέλθω κομμάτι, γυρεύω να τ' ανακαλέσω αλλά πάνε πια. Kαι δικαίως. Mοιάζει σαν η Tέχνη να με λέγει "Δεν είμαι μια δούλα εγώ· για να με διώχνεις σαν έρχομαι, και να 'ρχομαι σαν θες. Eίμαι η μεγαλύτερη Kερά του κόσμου»

21 Μαρτίου 2022.  Παγκόσμια ημέρα ποίησης. Εικοστή έκτη μέρα πολέμου…

«Πάνω στις ράγες των στίχων μου
το τραίνο που προχωρεί στο μέλλον
φορτωμένο στάρι και τριαντάφυλλα,
είναι η ειρήνη

Αδέρφια,
μες στην ειρήνη διάπλατα ανασαίνει όλος ο κόσμος με όλα τα όνειρά μας
Δώστε τα χέρια αδέρφια μου,
αυτό ' ναι η ειρήνη.» Γιάννης Ρίτσος

(Πίνακας: Νίκος Εγγονόπουλος: Ποιητής και μούσα)

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ